Αντιδράσεις, σε ένα κομμάτι τουλάχιστον της αγοράς, και πολιτική αντιπαράθεση έχει ήδη προκαλέσει το φορολογικό νομοσχέδιο του ΥΠΕΘΟ, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα μέτρα και οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Ειδικά οι ρυθμίσεις με τις οποίες στην ουσία έρχονται τα “πάνω κάτω” στο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών, με την καθιέρωση τεκμαρτού εισοδήματος και κατά συνέπεια ελάχιστου φόρου, βρίσκεται στο επικέντρο του προβληματισμού.

Φορείς της αγοράς, όπως το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΒΕΑ), εκτιμούν ότι οι ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση, στην ουσία οδηγούν στην στοχοποίηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών. Από την πλευρά του το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά (ΕΒΕΠ), υποστηρίζει μεταξύ άλλων, ότι θα πρέπει οι ελεύθεροι επαγγελματίες να πάψουν να είναι οι “φοροεισπράκτορες” για λογαριασμό του κράτους

Τι λέει για όλα αυτά όμως η κυβέρνηση; Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, στόχοι του νομοσχεδίου είναι:

  • Η ολιστική και πολυεπίπεδη αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής.
  • Η φορολογική δικαιοσύνη.
  • Η αποκάλυψη φορολογητέας ύλης με τελικό στόχο την περαιτέρω ενίσχυση των δαπανών για την Παιδεία και την Υγεία καθώς και τη μείωση των φορολογικών συντελεστών.

Οι βασικοί άξονες περιλαμβάνουν την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών για διασταυρώσεις και πιο αποτελεσματικούς ελέγχους, τον περιορισμό της χρήσης μετρητών στις συναλλαγές, την εφαρμογή μέτρων για πιο διαφανείς και αποτελεσματικούς ελέγχους, την ρύθμιση της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων και ένα νέο, πιο δίκαιο σύστημα φορολόγησης για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει η κυβέρνηση, σχετικά με τις ρυθμίσεις που αφορούν τις ανατροπές στο σύστημα φορολόγησης τους.

Είναι ενδεικτικές άλλωστε οι δηλώσεις των αρμόδιων κυβερνητικών στελεχών. Πιο συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, δήλωσε ότι, “με το νομοσχέδιο που παρουσιάζουμε σήμερα, γίνονται πράξη οι δέκα παρεμβάσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής που ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση το Σεπτέμβριο. Παράλληλα, προχωρούμε με πνεύμα δικαιοσύνης και κοινής λογικής στην εφαρμογή ενός νέου, δίκαιου συστήματος φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών στο πνεύμα αντίστοιχων ρυθμίσεων που ισχύουν σε προηγμένες χώρες της ΕΕ”.

Οι Έλληνες εργάζονται τον μισό χρόνο για πληρωμή φόρων και εισφορών

Οι αλλαγές στο σύστημα φορολόγησης των ελεύθερων επαγγελματιών

Αναλυτικότερα, το φορολογικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει ότι τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα των αυτοαπασχολούμενων μαζί με τυχόν εισοδήματα από μισθωτή εργασία δεν μπορεί να είναι μικρότερα από μια ελάχιστη αμοιβή, η οποία προσδιορίζεται με αντικειμενικό τρόπο σε σημείο που αντανακλά την ελάχιστη εισφερόμενη αξία της προσωπικής εργασίας του αυτοαπασχολούμενου στην επιχείρησή του.

Προσδιορισμός ελάχιστης αμοιβής

Η ελάχιστη αμοιβή προσδιορίζεται ως εξής:

1. Η ελάχιστη αμοιβή δεν μπορεί να υπολείπεται του μεγαλύτερου μεταξύ: α) του ελάχιστου (βασικού) μισθού προσαυξημένου κατά 10% για κάθε 3 χρόνια εργασίας ως αυτοαπασχολούμενος, μετά τα 3 πρώτα έτη και β) του ανώτερου ετήσιου μισθού (έως 30.000 ευρώ) που ο ελεύθερος επαγγελματίας καταβάλλει στο προσωπικό του.

2. Η ελάχιστη αμοιβή, όπως αυτή προσδιορίζεται πιο πάνω, προσαυξάνεται με 2 τρόπους, σωρευτικά:

Α. με ένα ποσό ίσο με το 10% του ετήσιου κόστους μισθοδοσίας (μισθός, εργοδοτικές εισφορές, παροχές σε είδος) του προσωπικού που ο αυτοαπασχολούμενος απασχολεί στην επιχείρησή του, με ανώτατο όριο τις 15.000€.

Β. με έναν συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος του αυτοαπασχολούμενου είναι σημαντικά μεγαλύτερος από το μέσο όρου του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ. Το νέο σύστημα θα εφαρμοστεί στις ατομικές επιχειρήσεις, εξαιρουμένων των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων με ΑΠΥ («μπλοκάκια»).

Μειώσεις-απαλλαγές

Στο νομοσχέδιο προβλέπεται ότι, οι ελεύθεροι επαγγελματίες με νεοσύστατη επιχειρηματική δραστηριότητα θα έχουν τις ακόλουθες μειώσεις της ελάχιστης αμοιβής: 100 % για τα τρία πρώτα χρόνια, 67 % για τον 4ο χρόνο και 33 % για τον 5ο χρόνο. Όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας ασκεί τη δραστηριότητά του και έχει την κύρια κατοικία του σε χωριά με πληθυσμό έως 500 κατοίκους και σε νησιά κάτω από 3.100 κατοίκους, η ελάχιστη αμοιβή θα μειώνεται κατά 50%.

Επίσης, όταν ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει αναπηρία ίση ή μεγαλύτερη του 80% θα μειώνεται κατά 50%. Τέλος, η ελάχιστη αμοιβή αποτελεί μαχητό τεκμήριο που μπορεί να αμφισβητηθεί από τον φορολογούμενο με βάση πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία (π.χ. στρατιωτική θητεία, νοσηλεία σε νοσοκομείο, κράτηση σε φυλακή, κ.λ.π.)

Το «δώρο» με το τέλος επιτηδεύματος

Για όσους δηλώνουν πραγματικά εισοδήματα υψηλότερα από την ελάχιστη αμοιβή, θα εφαρμοστεί άμεσα, από το 2024 μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 50%. Ενώ όσοι δηλώνουν εισοδήματα χαμηλότερα από την ελάχιστη αμοιβή, θα έχουν μείωση του τέλους επιτηδεύματος κατά 25%. Το τέλος επιτηδεύματος θα καταργηθεί σε ορίζοντα διετίας.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, σε σύνολο 735.320 ελεύθερων επαγγελματιών:

  • Οι 138.000 θα έχουν μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης κατά 560 ευρώ κατά μέσο όρο ο καθένας.
  • Οι 124.000 δεν θα έχουν επιβάρυνση ή ελάφρυνση.
  • Οι 473.000 θα πληρώσουν μεγαλύτερο φόρο, κατά μέσο όρο +1.444 ευρώ ο καθένας.

Το Δημόσιο εισπράττει σήμερα από τη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών 1,709 δισ. ευρώ (1,331 δισ. από το φόρο εισοδήματος και 378 εκατ. από το τέλος επιτηδεύματος). Με την εφαρμογή του νέου συστήματος προβλέπεται ότι τα έσοδα θα αυξηθούν κατά 874 εκατ. ευρώ ενώ αν συνυπολογιστεί η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος τα έσοδα αυξάνονται κατά 606 εκατ. ευρώ.

ΑΑΔΕ: Έμειναν απλήρωτοι φόροι 3,76 δις ευρώ

Τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τους ελεύθερους επαγγελματίες

Για να τεκμηριώσει τις ριζικές αλλαγές στο σύστημα φορολόγησης, το ΥΠΕΘΟ παραθέτει τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η ΑΑΔΕ από τις φορολογικές δηλώσεις. Ειδικότερα, σήμερα το 71% των ελεύθερων επαγγελματικών εμφανίζουν εισόδημα κάτω από 10.920 ευρώ, δηλαδή χαμηλότερο από τον κατώτατο μισθό, οι μισοί (47%) πληρώνουν φόρο έως 1.000 ευρώ τον χρόνο και το 27% πληρώνουν από 1.000 έως 3.000 ευρώ.

Στην ουσία, το 4% πληρώνει το 50% των φόρων στη συγκεκριμένη κατηγορία φορολογούμενων. Με το νέο σύστημα η κατάσταση αλλάζει δραστικά: μέχρι 1.000 ευρώ θα πληρώνει το 17% και το 54% (διπλάσιοι σε σχέση με πριν) θα πληρώνουν 1.000-3.000 ευρώ. Όσοι δεν πλήρωναν τίποτα ή πλήρωναν ελάχιστα σε σχέση με τα εισοδήματά τους, θα πληρώνουν αυτά που τους αναλογούν.

Επίσης, σειρά χωρών της Ε.Ε. εφαρμόζουν ανάλογα συστήματα φορολόγησης για τους αυτοαπασχολούμενους. Ενδεικτικά, στην Ιταλία εφαρμόζεται καθεστώς κατ’ αποκοπή φορολόγησης – “regime forfettario” για όλους όσοι δηλώνουν ακαθάριστα έσοδα μέχρι 65.000 ευρώ ετησίως.

Στη Γαλλία για αυτοαπασχολούμενους με κύκλο εργασιών έως 77.000 ευρώ ισχύει τεκμαρτός (κατά κατηγορία δραστηριότητας) συντελεστής δαπανών (μεταξύ 50% και 87%) που εφαρμόζεται στον κύκλο εργασιών. Το κέρδος που προκύπτει φορολογείται με την κλίμακα. Ανάλογες ρυθμίσεις υπάρχουν σε άλλα κράτη-μέλη (Βέλγιο, Σλοβενία, κ.ά.).

Λάθη στους 4 από τους 10 φοροελέγχους παραδέχεται η ΑΑΔΕ

Οι ρυθμίσεις για τις συναλλαγές και τα ακίνητα

Από το ΥΠΕΘΟ υποστηρίζουν εξάλλου, ότι το νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο στις ρυθμίσεις για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Η παρέμβασή είναι πολυεπίπεδη και περιλαμβάνει σειρά ρυθμίσεων, όπως η ολοκλήρωση της διασύνδεσης των POS με τις ταμειακές μηχανές, τα ηλεκτρονικά τιμολόγια, η καθολική επέκταση του myDATA, η ρύθμιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, οι διατάξεις για το λαθρεμπόριο καυσίμων, ο περιορισμός της χρήσης των μετρητών στις συναλλαγές.

Ειδικά για το τελευταίο, μεταξύ άλλων θα ισχύσει απαγόρευση μετρητών στις αγορές ακινήτων. Το τίμημα για αγοραπωλησίες ακινήτων θα καταβάλλεται αποκλειστικά με τραπεζικά μέσα πληρωμής. Το συμβόλαιο που καταγράφει προκαταβολή, μερική ή ολική εξόφληση με μετρητά είναι άκυρο και απαγορεύεται η μεταγραφή του. Οι παραβάτες τιμωρούνται με πρόστιμο ίσο με το 10% του τιμήματος που καταβλήθηκε με μετρητά, κατ’ ελάχιστο 10.000 και μέχρι 500.000 ευρώ, για κάθε παράβαση.

Επιπλέον, με το νομοσχέδιο θεσπίζονται οι αλλαγές που έχουν ανακοινωθεί στο καθεστώς που διέπει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, με στόχο αφενός την διασφάλιση όσων όρων ανταγωνισμού με τα ξενοδοχεία και αφετέρου την ανάπτυξη του κλάδου που συνεισφέρει σημαντικά στην τουριστική κίνηση. Ειδικότερα, με τις ρυθμίσεις που εισάγονται, από 1.1.2024:

Επεκτείνεται στις βραχυχρόνιες μισθώσεις το τέλος διαμονής παρεπιδημούντων, που είναι 0,5% επί των εσόδων, υπέρ της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Τα φυσικά πρόσωπα που διαθέτουν τρία ή περισσότερα ακίνητα σε βραχυχρόνια μίσθωση υποχρεούνται να κάνουν έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας (με ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές, τέλος επιτηδεύματος και ΦΠΑ από το πρώτο ακίνητο).

Καταργείται ο φόρος διαμονής ο οποίος επιβάλλεται σήμερα σε ξενοδοχεία και ενοικιαζόμενα δωμάτια και αντικαθίσταται από το «τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση» το οποίο θα επιβαρύνει επιπλέον και τις βραχυχρόνιες μισθώσεις με 1,5 ευρώ την ημέρα. To τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση επιβάλλεται σε όλες τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, δηλαδή και στις περιπτώσεις που ο εκμισθωτής διαθέτει ένα ή δύο ακίνητα.

Αυστηροποιούνται τα πρόστιμα για μη εγγραφή στο Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης. Το νέο πρόστιμο ορίζεται, ανά φορολογικό έτος, στο 50% των ακαθαρίστων εσόδων του τελευταίου φορολογικού έτους και κατ’ ελάχιστο € 5.000.
Τίθεται όριο 60 ημερών στη διάρκεια της μίσθωσης προκειμένου να λογίζεται ως βραχυχρόνια. Διευκρινίζεται ότι το όριο των 60 ημερών δεν αφορά στη διάρκεια των μισθώσεων μέσα στον χρόνο (ρύθμιση που είχε συζητηθεί παλαιότερα) αλλά στη διάρκεια κάθε μίσθωσης ξεχωριστά.

Τα 18 εισοδήματα που διασταυρώνει φέτος η ΑΑΔΕ

Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής

Σε κάθε περίπτωση, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και η δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών θα πρέπει να λάβουν προτεραιότητα. Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις της Τράπεζς της Ελλάδος (ΤτΕ), η συνεπαγόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων θα δημιουργήσει επιπλέον δημοσιονομικό χώρο, διευκολύνοντας μια ευρύτερη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος με ταυτόχρονη προώθηση της φορολογικής δικαιοσύνης.

Ως εκ τούτου, θα επιτρέψει τη χρηματοδότηση πιθανών έκτακτων μέτρων στήριξης της οικονομίας σε περίπτωση μακροοικονομικών διαταραχών, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική βιωσιμότητα.

Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής είναι ένα από τα σημαντικότερα που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες διεθνώς. Στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το ακριβές μέγεθος της φοροδιαφυγής, πλήθος μελετών καταδεικνύει ότι το πρόβλημα είναι πολύ οξύτερο σε σχέση με άλλες χώρες.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα εκτιμάται στο 20,9% του ΑΕΠ, υψηλότερα από το μέσο όρο της ΕΕ (17,8%) και παρά το γεγονός ότι η χώρα κατέγραψε την τρίτη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών την τελευταία 20ετία.

Η φορολογική βάση στη φορολογία εισοδήματος στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη, επικεντρωμένη εκ του αποτελέσματος στη μισθωτή εργασία, με συνέπεια η επιβάρυνση των υψηλών συντελεστών φορολογίας και εισφορών να είναι ασύμμετρα μεγάλη για μικρό μέρος του πληθυσμού.

Η στενότητα της φορολογικής βάσης στην Ελλάδα και η εκτεταμένη φοροδιαφυγή ουσιαστικά παραβιάζουν την αρχή της οριζόντιας ισότητας – δηλαδή, άτομα με την ίδια φοροδοτική ικανότητα δε χαίρουν της ίδιας φορολογικής αντιμετώπισης λόγω εκτεταμένης φοροδιαφυγής.Τα πρόσφατα στατιστικά στοιχεία της ΑΑΔΕ και της ΕΛΣΤΑΤ είναι ενδεικτικά για το μέγεθος του προβλήματος. Για παράδειγμα:

Το συνολικό δηλωθέν εισόδημα φυσικών προσώπων στην ΑΑΔΕ το 2021 ήταν περίπου €84 δισ. (εκ των οποίων €66 δισ. ή 79% από μισθωτές υπηρεσίες και ναυτικό εισόδημα). Την ίδια χρονιά η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ ήταν υψηλότερη κατά περίπου €40 δισ.

Περίπου 70% των φορολογούμενων που δηλώνουν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα κατατάσσονται σε κλιμάκιο εισοδήματος κάτω των €10.000, με το συνολικό φορολογητέο εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα να ανέρχεται σε €4,3 δισ. Συνολικά, το μέσο δηλωθέν εισόδημα στην ΑΑΔΕ (από μισθούς, κέρδη, διάφορες αποδοχές) είναι χαμηλότερο κατά περίπου 25% από τις δαπάνες που πραγματοποίησαν τα νοικοκυριά το 2021 σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΛ.ΣΤΑΤ. του ίδιου έτους, ενώ παράλληλα οι καταθέσεις των νοικοκυριών (αποταμιεύσεις) αυξήθηκαν κατά 7% σε σχέση με το 2020.57% των νοικοκυριών δηλώνουν στην εφορία ετήσια εισοδήματα χαμηλότερα των €10.000. 37% των φυσικών προσώπων εμφανίζουν εισοδήματα στα όρια της φτώχειας (έως €5.000).

Επομένως, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι κατηγορίες που είναι σχετικά πιο επιρρεπείς στη φοροδιαφυγή είναι κυρίως οι αυτοαπασχολούμενοι και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, κάτι που λίγο-πολύ ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου. Σχεδόν παντού, αυτές οι κατηγορίες φορολογουμένων κατά κανόνα δηλώνουν στις Αρχές μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ’ ότι οι μισθωτοί ή οι μεγάλες επιχειρήσεις, επειδή η πιθανότητα εντοπισμού τους είναι συγκριτικά χαμηλή.

Αυτό το φαινόμενο έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στα φορολογικά έσοδα και ιδιαιτέρως στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων σε σύγκριση με τις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.

Φοροδιαφυγή παρατηρείται επίσης και στην έμμεση φορολογία. Ειδικότερα, για το 2021, η Ελλάδα εμφανίζει την τρίτη υψηλότερη υστέρηση εσόδων από ΦΠΑ ή κενό ΦΠΑ (VAT gap) στην Ε.Ε., ίση με το 17,8% των δυνητικών εσόδων ΦΠΑ (ή €3,2 δισ.)

Στην Ελλάδα, πέραν των στρεβλώσεων του συστήματος, σημαντικό παράγοντα για τις απώλειες των εσόδων ΦΠΑ αποτελούν οι υψηλοί συντελεστές ΦΠΑ που συχνά λειτουργούν ως κίνητρο φοροδιαφυγής και η αδυναμία πληρωμής των φορολογικών υποχρεώσεων.

Παράλληλα, πολίτες με πολύ υψηλά εισοδήματα έχουν στη διάθεσή τους μια σειρά εργαλείων φοροαποφυγής, όπως την ίδρυση offshore εταιρειών. Τα συχνότερα εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί γι’ αυτόν τον σκοπό είναι η μεταβίβαση ακινήτων σε εξωχώριες εταιρείες παράλληλα και με την αλλαγή φορολογικής κατοικίας.

Τα νομικά πρόσωπα φοροδιαφεύγουν με ποικίλες μεθόδους, η πιο συνήθης από τις οποίες είναι η έκδοση ή λήψη εικονικών τιμολογίων, μια πρακτική διαδεδομένη κυρίως σε μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που στοχεύει ταυτόχρονα στη μείωση του φόρου εισοδήματος και του ΦΠΑ, και την εμφάνιση εικονικών ζημιών.

Οι επιχειρήσεις μεγάλου μεγέθους κατά κανόνα δεν μπορούν να καταφεύγουν σε τέτοιες λύσεις – ως εκ τούτου εμφανίζονται να πληρώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό του φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων.

Διαβάστε ακόμη: