Η αύξηση των δημόσιων εσόδων από φόρους και εισφορές, από το 32% στο 38,9% του ΑΕΠ, στο διάστημα 2010 -2018, αποτελεί μία εξέλιξη η οποία θα έπρεπε να προβληματίζει τους υπεύθυνους χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής και κυρίως τους συντάκτες της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη.

Η απομύζηση ενός τόσο μεγάλου ποσοστού (σχεδόν το 40%) από την ιδιωτική οικονομία, στερεί πόρους, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν να διοδευτούν σε επενδύσεις ανθρώπινου και φυσικού κεφαλαίου από πλευράς επιχειρήσεων αλλά και στην τόνωση της καταναλωτικής δαπάνης.

Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι μεν καλοδεχούμενη, θα πρέπει όμως να συμβαδίζει και να προάγει την αναπτυξιακή διάσταση του εκάστοτε φορολογικού συστήματος, παρέχοντας άμεσα και απτά κίνητρα ανάληψης πρωτοβουλιών που δρουν πολλαπλασιαστικά στον παραγόμενο πλούτο της χώρας.

Η Έκθεση όμως, αντί να επικρίνει τον διαχρονικά εισπρακτικό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος, τουναντίον και εμμέσως τον επικροτεί, τουλάχιστον όπως επισημαίνει το ΙΝ.ΕΜ.Υ. της ΕΣΣΕ, στο κείμενο σχολιασμού του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας, που συνέταξε η Επιτροπή Πισσαρίδη.

Από κει και πέρα, οι ακόμη μία παθογένεια του φορολογικού συστήματος αποτυπώνεται στην υπερίσχυση των έμμεσων έναντι των άμεσων φόρων. Η χώρα μας κατέχει την αρνητική πρωτιά σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, καθώς είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία έμμεσων φόρων ως ποσοστό επί του ΑΕΠ με 17,1% έναντι 9,9% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Από την άλλη, οι άμεσοι φόροι ξεπερνούν μετά βίας το 10% του ΑΕΠ, όταν η τάση/μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι της τάξεως του 13,3%.

Η υπερίσχυση των εσόδων από έμμεση φορολογία, καταδεικνύει την στρέβλωση του φορολογικού συστήματος, καθώς οι εν λόγω φόροι θεωρούνται ως οι πλέον άδικοι, από τη στιγμή που πλήττουν οριζόντια τα φτωχά και τα πλουσιότερα εισοδηματικά στρώματα, χωρίς καμία απολύτως διάκριση (ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης κυρίως σε Ενεργειακά προϊόντα κ.α.).

Η μεγάλη απογοήτευση της έκθεσης

Η Έκθεση, προς μεγάλη απογοήτευση, όχι μόνο δεν αποδίδει τη δέουσα σημασία σε ένα τόσο νευραλγικό ζήτημα, καυτηριάζοντας όπως θα έπρεπε τη διαιωνιζόμενη πρακτική που απαντάται εδώ και δεκαετίες στην κατάρτιση των Κρατικών Προϋπολογισμών αλλά προσπερνάει την εν λόγω παράμετρο, θεωρώντας την ως μία φυσιολογική εξέλιξη.

Μάλιστα, στο βωμό της ελάφρυνσης της μισθωτής εργασίας προκρίνεται η αύξηση των φόρων κατανάλωσης, μία αντιφατική πρόταση που αναιρεί τα όσα έχουν ειπωθεί προηγουμένως περί ανάγκης μείωσης των έμμεσων και κατά γενική ομολογία περισσότερο άδικων φόρων.

Επίσης, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές επί της εργασίας με έντονα προοδευτικό χαρακτήρα, είναι μεν αντικίνητρο για την προσέλκυση και κινητροδότηση έμπειρων στελεχών του ιδιωτικού τομέα, ωστόσο δε συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα του φορολογικού μας συστήματος.

Αναντίρρητα, η προοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών επί της εργασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει ένα ανώτατο όριο της τάξεως του 35% – 40%, την ίδια όμως στιγμή ανάλογη μέριμνα και ευαισθητοποίηση θα πρέπει να υπάρχει και ως προς την κοινά αποδεκτή επιβάρυνση των ελεύθερων επαγγελματιών/επιχειρηματιών.

Για τη συγκεκριμένη επαγγελματική ομάδα όχι μόνο εκλείπει ένα ελάχιστο προστατευτικό πλέγμα (αφορολόγητο όριο) που καρπώνονται μισθωτοί και συνταξιούχοι, αλλά επιβαρύνεται με υψηλούς συντελεστές και κυρίως με τέλη/ φορολογικές διατάξεις, κατάλοιπα κυρίως των απελθουσών Μνημονιακών επιταγών (τέλος επιτηδεύματος, ειδική εισφορά αλληλεγγύης, προκαταβολή φόρου εισοδήματος επόμενου έτους κ.α.).

Δυστυχώς και παρά την αδιάλειπτη κατακρήμνιση των τζίρων των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων την τελευταία 12ετία (οικονομική κρίση, Capital Controls και εσχάτως η υγειονομική κρίση) η Έκθεση αποσιωπά την εν λόγω διάσταση και επικεντρώνεται στην υπερφορολόγηση της μισθωτής και μόνο εργασίας.

Που αιμορραγεί η Ελληνική οικονομία

Ορθώς γίνεται αναφορά στην Έκθεση για μία ακόμη χρόνια «αιμορραγία» της ελληνικής οικονομίας, καθώς η Φοροδιαφυγή/Παραοικονομία και το συνεπαγόμενο κενό ΦΠΑ, έχουν αποδειχθεί ένα άλυτο πρόβλημα όλων των ελληνικών κυβερνήσεων.

Ωστόσο, αναλύοντας τους παράγοντες που ευνοούν την ευδοκίμηση της παράτυπης οικονομικής δραστηριότητας, αυτοί δεν εντοπίζονται μόνο στη χαμηλή παραγωγικότητα και προστιθέμενη αξία ή στην εξάρτηση από την κατανάλωση και πολλώ δε μάλλον στον μεγάλο αριθμό των αυτοαπασχολουμένων.

Ως ανώτατο όργανο εκπροσώπησης του εγχώριου επιχειρείν έχουμε αναδείξει την υπερφορολόγηση (υψηλότατοι συντελεστές), το έμμεσο διοικητικό κόστος/γραφειοκρατία, την ευμεταβλητότητα/πολυπλοκότητα των φορολογικών συστημάτων αλλά και την ελλιπή στελέχωση των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών (ανεπαρκής εκπαίδευση και υιοθέτηση σύγχρονων ελεγκτικών μεθόδων, σποραδική και όχι σε τακτική βάση διενέργεια επιτόπιων ελέγχων, σχεδόν ανύπαρκτη συνεργασία μεταξύ των καθ’ ύλην αρμόδιων υπηρεσιών – ΣΔΟΕ/Υπηρεσίες Των Υπ. Οικονομικών & Ανάπτυξης κ.α.) ως τις βασικότερες συνιστώσες αδυναμίας πάταξης της παράνομης οικονομικής δραστηριότητας.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.