Για να ανακόψει τη μείωση της υπολειμματικής αξίας των πολυτελών αυτοκινήτων της, η Ferrari προχώρησε στη μείωση του αριθμού των οχημάτων που διαθέτει προς πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απόφαση αυτή συνδέεται με τη φυγή εύπορων πολιτών από τη χώρα, έπειτα από τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις και την κατάργηση του καθεστώτος non-dom, που προσέφερε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση σε μη μόνιμους κατοίκους.

Ο διευθύνων σύμβουλος της Ferrari, Benedetto Vigna, δήλωσε στους Financial Times ότι «ορισμένοι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα λόγω των νέων φορολογικών ρυθμίσεων». Παρά τη μείωση των πωλήσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο —οι οποίες πέρυσι ανήλθαν σε περίπου 940 αυτοκίνητα έναντι 983 το προηγούμενο έτος— η εταιρεία παρατηρεί πλέον σταθεροποίηση της αγοράς, έπειτα από τη σκόπιμη μείωση των παραδόσεων.

Η κίνηση αυτή αντικατοπτρίζει τον αντίκτυπο της πολιτικής της κυβέρνησης Στάρμερ, που κατήργησε το προνομιακό φορολογικό καθεστώς των μη κατοίκων και αύξησε τη φορολογία για τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις.

Η κατάργηση του non-dom και η αντίδραση της αγοράς

Το Απρίλιο του 2025 έληξε το καθεστώς non-dom, προκαλώντας έντονη συζήτηση γύρω από πιθανή έξοδο εκατομμυριούχων από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η υπουργός Οικονομικών, Rachel Reeves, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς περί μαζικής φυγής πλουσίων, τονίζοντας πως η χώρα «παραμένει ελκυστική για όσους θέλουν να ζουν και να επενδύουν εδώ». Παράλληλα, προανήγγειλε αυξημένη φορολόγηση των ευκατάστατων πολιτών στον επικείμενο προϋπολογισμό, δηλώνοντας ότι «όσοι έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα, πρέπει να συμβάλουν περισσότερο».

Η Ferrari, ωστόσο, εκφράζει ανησυχία για επιδείνωση του κλίματος μετά τις νέες ανακοινώσεις. Ο Vigna ανέφερε ότι πολλοί εύποροι πελάτες έχουν ήδη αποχωρήσει από τη χώρα και ότι η εταιρεία περιορίζει τις προμήθειές της στο Ηνωμένο Βασίλειο εδώ και έξι μήνες, χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την κατάργηση του καθεστώτος non-dom.

Η αυστηροποίηση των κανόνων είχε ξεκινήσει ήδη από την κυβέρνηση Ρίσι Σούνακ, όμως η εργατική κυβέρνηση του Στάρμερ προχώρησε στην οριστική κατάργησή του μετά τις εκλογές του 2024.

Πέρα από τους φόρους: τεχνικοί και εμπορικοί λόγοι

Οι φόροι δεν αποτελούν τον μοναδικό παράγοντα πίσω από την απόφαση της Ferrari. Ο Vigna εξήγησε ότι τα μοντέλα με δεξιοτίμονο είναι δύσκολο να μεταπωληθούν σε άλλες αγορές, γεγονός που περιορίζει τη ρευστότητα και επηρεάζει την αξία τους.
Επιπλέον, η αβεβαιότητα γύρω από ενδεχόμενους δασμούς των ΗΠΑ και η αυξανόμενη εξατομίκευση των οχημάτων έχουν επίσης συμβάλει στις διακυμάνσεις των τιμών μεταπώλησης.

Σύμφωνα με στοιχεία της Auto Trader, η υπολειμματική αξία του Purosangue μειώθηκε κατά 12,2% από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, ενώ η SF90 Stradale σημείωσε πτώση 6,6%. Παρ’ όλα αυτά, η εταιρεία αναφέρει ότι οι τιμές δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης τους τελευταίους μήνες.

Για παράδειγμα, η Ferrari 296 GTB —με αρχική τιμή 256.275 λιρών— πωλείται πλέον μεταχειρισμένη περίπου στις 189.490 λίρες, ένδειξη της πτώσης στη δευτερογενή αγορά.

Στρατηγική “σπανιότητας” και πρόκληση της ηλεκτροκίνησης

Η Ferrari εξακολουθεί να διατηρεί ένα εντυπωσιακό λειτουργικό περιθώριο 30%, χάρη στην πολιτική περιορισμένης διαθεσιμότητας των μοντέλων της, που ενισχύει την αποκλειστικότητα.
Ωστόσο, οι μετοχές της εταιρείας υποχώρησαν κατά 17% την περασμένη εβδομάδα, καθώς η διοίκηση προειδοποίησε ότι τα περιθώρια κέρδους θα παραμείνουν σταθερά και ότι οι πωλήσεις ενδέχεται να κινηθούν χαμηλότερα στο υπόλοιπο της δεκαετίας.

Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά τη μετάβαση προς τα υβριδικά και ηλεκτρικά οχήματα, ανησυχώντας για το κατά πόσο η εταιρεία μπορεί να διατηρήσει την υψηλή μεταπωλητική αξία των μοντέλων της. Ως απάντηση, η Ferrari αναθεώρησε προς τα κάτω τα σχέδιά της: μόλις το 20% της γκάμας της θα είναι ηλεκτρικό έως το 2030, έναντι 40% που προβλεπόταν αρχικά.

«Η διατήρηση της σπανιότητας είναι ζωτικής σημασίας για τη Ferrari», υπογράμμισε ο Vigna, επισημαίνοντας ότι η στρατηγική της εταιρείας εστιάζει πλέον ακόμη περισσότερο στη διαχείριση της αποκλειστικότητας για να προστατεύσει την αξία και το κύρος των οχημάτων της.

Διαβάστε ακόμη: