Στην τρέχουσα περίοδο οι πληθωριστικές πιέσεις, προερχόμενες κυρίως από τον τομέα της ενέργειας, έχουν προκαλέσει αναταράξεις στην παγκόσμια παραγωγή και δημιουργούν ανησυχία σχετικά με τις επιπτώσεις που θα έχουν στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, που περιλαμβάνεται στην Ενδιάμεση Έκθεση για την ελληνική οικονομία, το τρέχον πληθωριστικό επεισόδιο αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση, καθώς συνιστά απότοκο της πανδημικής κρίσης στη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας.

Οι διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, η κερδοσκοπία στις αγορές κεφαλαίου και οι γεωπολιτικές συνθήκες των πολιτικών προσφοράς ενέργειας έχουν ανεβάσει το ενεργειακό κόστος και το κόστος πολλών προϊόντων σε επίπεδο υψηλότερο του 2019. Οι επίσημές προβλέψεις αναφορικά με την εξέλιξη του πληθωρισμού αναφέρουν ότι το κύμα ακρίβειας είναι πρόσκαιρο και ότι θα υποχωρήσει το 2022 καθώς η παγκόσμια παραγωγική διαδικασία και η προσφορά θα εξομαλύνεται σταδιακά. Ωστόσο, στην τρέχουσα περίοδο η αύξηση των τιμών βασικών προϊόντων, και κυρίως της ενέργειας, θα υποβαθμίσει το βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, ειδικά των φτωχότερων. Είναι κρίσιμο να τονιστεί ότι η αύξηση των τιμών δεν προέρχεται από μισθολογικές αυξήσεις.

Αντιθέτως, κρίσιμης σημασίας είναι η αύξηση των αποδοχών των μισθωτών, που θα προστατέψει την αγοραστική τους δύναμη και το βιοτικό τους επίπεδο με θετικά σταθεροποιητικά αποτελέσματα στο μακροοικονομικό σύστημα. Σχετικά με την εξέλιξη της τιμής της ενέργειας, η αύξησή της είναι καθολική στην ΕΕ, εξαιρουμένης της Μάλτας, ενώ είναι και υψηλή, σέ βαθμό που αυξάνει σημαντικά τις πληθωριστικές προσδοκίες και το κόστος διαβίωσης. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η επιπλέον επιβάρυνση στον κατώτατο μισθό από την αύξηση της τιμής της αμόλυβδης, του πετρελαίου κίνησης και του πετρελαίου θέρμανσης υπερβαίνει το 10% και σε κάποιές περιπτώσεις ξεπερνά το 25%.

Οι ανατιμήσεις στα καύσιμα και ο ρόλος της φορολογίας

Η ποσοστιαία αύξηση των τιμών είναι υψηλότερη στα κράτη-μέλη στα οποία η τιμή ανά λίτρο είναι ήδη χαμηλή. Για παράδειγμα, την τρίτη εβδομάδα του Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους, η αύξηση στη Γερμανία, που έχει την τέταρτη χαμηλότερη σχέση μεταξύ τιμής αμόλυβδης ανά λίτρο και κατώτατου μισθού, ήταν της τάξης του 24,5% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2019. Ωστόσο, η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι εντονότερη στα κράτη-μέλη που έχουν ήδη υψηλές τιμές.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η αύξηση της τιμής της αμόλυβδης ανά λίτρο ως προς τον κατώτατο μισθό ήταν 10,5%. Η χώρα όμως έχει την τέταρτη υψηλότερη τιμή ανά λίτρο στην ΕΕ, τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Ίδιου περίπου μεγέθους ήταν η αύξηση της τιμής του πετρελαίου κίνησης και του πετρελαίου θέρμανσης έναντι του κατώτατου μισθού (8% και 12% αντίστοιχα). Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα η τιμή ανά λίτρο του πετρελαίου κίνησης βρίσκέται κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ στην περίπτωση του πετρελαίου θέρμανσης η τιμή ανά λίτρο είναι μέτρια προς υψηλή σε σχέση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Ένας βασικός λόγος των υψηλών τιμών στην ενέργεια είναι η υψηλή φορολογία της. η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι κοντά στο 60% της λιανικής τιμής της αμόλυβδης ανά λίτρο, κατατάσσοντας τη χώρα στη δεύτερη υψηλότερη θέση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Όσον αφορά το πετρέλαιο κίνησης, η φορολογική επιβάρυνση ανά λίτρο είναι περίπου 46%, ενώ στο πετρέλαιο θέρμανσης η φορολογική επιβάρυνση ‒η οποία βρίσκεται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ‒ είναι 43%.

Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η υψηλή φορολογική επιβάρυνση, σε συνδυασμό με τις υψηλές αυξήσεις στις τιμές, συνεπάγεται υψηλότερα φορολογικά έσοδα για τον δημόσιο τομέα. Η αύξηση αυτή των εσόδων δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο, τον οποίο η κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει για να μετριάσει τις αρνητικές συνέπειες της ακρίβειας στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, ειδικότερα των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων, καθώς επίσης και στο κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων μέσω μείωσης των ειδικών φόρων κατανάλωσης ή/και του ΦΠΑ στην ενέργεια.

Καύσιμα και τρόφιμα “σέρνουν” το χορό των ανατιμήσεων

Με την έλευση του φθινοπώρου, παρατηρείται εκτίναξη των τιμών όλων των ενεργειακών προϊόντων. Η ακρίβεια όμως δεν περιορίζεται μόνο στην ενέργεια, αλλά αφορά και τα τρόφιμα. Η συμβολή της αύξησης των τιμών σε ενέργεια και τρόφιμα στον γενικό δείκτη τιμών είναι ολοένα και υψηλότερη. Τον Σεπτέμβριο του 2021 η συμβολή της ενέργειας στον ΔΤΚ ήταν περίπου ίδια με αυτή στις αρχές του 2020 (περίπου16%), ενώ τον Οκτώβριο ανήλθε στο 17,8%, που είναι και το υψηλότερο ποσοστό στην υπό εξέταση περίοδο. Ομοίως, η συμβολή των τροφίμων στον ΔΤΚ είναι διαρκώς μεγαλύτερη, ειδικά από τον Αύγουστο του 2021 και μετά (25,5% τον Σεπτέμβριο του 2021 και 25,6% τον Οκτώβριο έναντι 24,5% τον Δεκέμβριο του 2019).

Η επίπτωση στα εισοδήματα

Το κύμα ακρίβειας έρχεται να επιδεινώσει την ήδη βεβαρυμμένη οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Μετά τη μεγάλη οικονομική κρίση που οδήγησε στην απώλεια του 25% του εθνικού εισοδήματος, σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά δήλωνε το 2020 αδυναμία να καλύψει έκτακτες δαπάνες. Το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο στην ΕΕ και αυξήθηκε σε σχέση με το 2019 κατά 2,6%, λόγω των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην ελληνική οικονομία.

Επιπλέον, ήδη ένα μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών αντιμετωπίζει μεγάλη δυσκολία στην κάλυψη των βασικών αναγκών του. Συγκεκριμένα, το 35,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει δυσκολία, όταν στη Βουλγαρία, που είναι δεύτερη στην κατάταξη, το αντίστοιχο ποσοστό είναι 18,6%.Στα περισσότερα κράτη-μέλη το ποσοστό είναι χαμηλότερο του 10%, γεγονός που κάνει εμφανές το μεγάλο αρνητικό αποτύπωμα της οικονομικής κρίσης και της διαχείρισής της στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Η τρέχουσα κρίση ακρίβειας έρχεται να προστεθεί στις δυσκολίες διαβίωσης και του ήδη υποβαθμισμένου βιοτικού επιπέδου τους.

Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το κύμα ακρίβειας αναμένεται να διαβρώσει περαιτέρω την ήδη χαμηλή αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού. Με βάση τη μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών το 2020 και τον μέσο όρο των ετήσιων αυξήσεων των τιμών στο διάστημα Ιούλιος-Οκτώβριος 2021, η αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και στα μη αλκοολούχα ποτά εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 1,3%. Τα έξοδα στέγασης, στα οποία περιλαμβάνεται η δαπάνη για ηλεκτρική ενέργεια, πετρέλαιο θέρμανσης και φυσικό αέριο, αναμένεται να διαβρώσει την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού επιπλέον κατά 2%, ενώ η αύξηση της τιμής της βενζίνης και του πετρελαίου κίνησης θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 1,9%. Αθροιστικά, ο κατώτατος μισθός στο διάστημα Ιούλιος-Οκτώβριος 2021 έχει χάσει το 5,1% της αγοραστικής του δύναμης ως συνέπεια της αύξησης των τιμών σέ αυτές μόνο τις κατηγορίες προϊόντων.