Παρά τις δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες, η ελληνική οικονομία εμφανίζει σχετικά μεγαλύτερη δυναμική απ’ ό,τι οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδας προβλέπεται στο 5,3% για το έτος 2022 και στο 2,2% για το έτος 2023.
Όπως επισημαίνεται στο τετραμηνιαίο περιοδικό του ΚΕΠΕ “Οικονομικές Εξελίξεις”, η προοπτική αυτή απορρέει από την ευνοϊκή εξέλιξη αρκετών από τα οικονομικά μεγέθη που ενσωματώνονται στην πρόβλεψη, σε συνδυασμό με την εμφανή, πλέον, επίπτωση που έχουν στην πορεία ορισμένων μεταβλητών οι τρέχουσες οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις σε πολλά διαφορετικά μέτωπα.
Ενώ οι ενδείξεις αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας φαίνεται να απομακρύνουν αυτή τη στιγμή ορισμένα πιο απαισιόδοξα σενάρια για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι γεωπολιτικές εξελίξεις εξακολουθούν να εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.
Παράλληλα, είναι δύσκολο να προβλεφθεί η ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και, συνεπώς, οι σχετικές επιδράσεις στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, το κόστος παραγωγής και τα επιτόκια, ενώ, στην περίπτωση της Ελλάδας, σε αυτές τις αβεβαιότητες προστίθενται και οι ενδεχόμενες επιδράσεις του εκλογικού κύκλου.
Στον αντίποδα, θετικό αντίκτυπο στις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας μπορεί να έχει μία θετική έκβαση όσον αφορά την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ενώ προς μία περισσότερο ευνοϊκή εξέλιξη του ΑΕΠ θα μπορούσε να συμβάλει η δυνατότητα συνέχισης της εφαρμογής μέτρων στήριξης της οικονομίας σε κλίμακα συμβατή με την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων, η υλοποίηση έργων και μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και δράσεων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027, και η εντατικοποίηση των επενδύσεων που συνδέονται με την εξοικονόμηση ενέργειας και τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης.
Σε τροχιά ανάπτυξης η οικονομία
Αναλυτικότερα, το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, εισερχόμενη στο έτος 2023, η ελληνική οικονομία ευνοείται από τη θετική δυναμική που έχουν αναπτύξει έως πρόσφατα οι βασικές συνιστώσες της εγχώριας ζήτησης (ιδιωτική κατανάλωση, επενδύσεις), και η δραστηριότητα σημαντικών τομέων της οικονομίας (βιομηχανία, τουρισμός, κατασκευές, κ.ά.)
Παράλληλα, όμως, οι οικονομικές προοπτικές της χώρας έρχονται αντιμέτωπες με την επιδείνωση του οικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη, αλλά και με την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής, του κόστους δανεισμού και του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών σε εγχώριο επίπεδο, λόγω της ενεργειακής κρίσης, των πληθωριστικών πιέσεων και της αύξησης των επιτοκίων.
Ορισμένα νεότερα δεδομένα που έρχονται στην επιφάνεια το τελευταίο διάστημα και παραπέμπουν σε σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους, εξασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας στις χώρες της Ευρώπης για το τρέχον έτος και σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, φαίνεται να απομακρύνουν το σενάριο μίας βαθιάς ύφεσης στην ΕΕ, η οποία θα είχε σημαντικές επιπτώσεις και για την Ελλάδα.
Παράλληλα, σημαντική στήριξη στην ελληνική οικονομία εξακολουθούν να παρέχουν η εφαρμογή μέτρων για ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την αντιμετώπιση της ακρίβειας, αλλά και η σταδιακή υλοποίηση δρομολογημένων έργων και δράσεων στο πλαίσιο του προγράμματος του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Το διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον και ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας γύρω από τις οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις σε πολλά διαφορετικά μέτωπα, σε συνδυασμό με τη συνήθη αβεβαιότητα που περιβάλλει κάθε προεκλογική περίοδο, δυσχεραίνουν σημαντικά τη διενέργεια προβλέψεων αναφορικά με την πορεία του πραγματικού ΑΕΠ τα επόμενα τρίμηνα.
Οι πηγές αβεβαιότητας
Ειδικά οι προβλέψεις για την εξέλιξη του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας υπόκεινται σε σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, με βάση και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην παρούσα συγκυρία.Όπως παραδέχεται το ΚΕΠΕ, ενώ οι ενδείξεις αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας φαίνεται να απομακρύνουν αυτή τη στιγμή ορισμένα πιο απαισιόδοξα σενάρια για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, οι γεωπολιτικές εξελίξεις εξακολουθούν να εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους.
Παράλληλα, είναι δύσκολο να προβλεφθεί η ταχύτητα αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και, συνεπώς, οι σχετικές επιδράσεις στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, το κόστος παραγωγής και τα επιτόκια, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας σε αυτές τις αβεβαιότητες προστίθενται και οι ενδεχόμενες επιδράσεις του εκλογικού κύκλου.
Στον αντίποδα, θετικές επιδράσεις στις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας μπορεί να έχει μία θετική έκβαση όσον αφορά την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, ενώ προς μία περισσότερο ευνοϊκή εξέλιξη του ΑΕΠ θα μπορούσε να συμβάλει η δυνατότητα συνέχισης της εφαρμογής μέτρων στήριξης της οικονομίας σε κλίμακα συμβατή με την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων, η υλοποίηση έργων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και των δράσεων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027, και η εντατικοποίηση των επενδύσεων που συνδέονται με την εξοικονόμηση ενέργειας και τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης.
Η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
Στα θετικά καταγράφεται και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις πρόσφατες εξελίξεις, ο πληθωρισμός τόσο στην Ελλάδα όσο και την Ευρωζώνη φαίνεται να αποκλιμακώνεται λόγω της υποχώρησης των διεθνών τιμών της ενέργειας. Όπως είναι γνωστό, η εξέλιξη της πορείας των διεθνών τιμών των ενεργειακών προϊόντων (φυσικό αέριο και αργό πετρέλαιο) επιδρά στον εγχώριο πληθωρισμό, τόσο άμεσα, μέσω των τελικών τιμών της ενέργειας για τους καταναλωτές, όσο και έμμεσα, μέσω του κόστους παραγωγής βασικών καταναλωτικών αγαθών.
Ωστόσο, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού συγκρατείται εξαιτίας της συνεχιζόμενης ανοδικής πορείας των τιμών στις άλλες συνιστώσες του ΔΤΚ, και ειδικά στον τομέα της διατροφής, συνέπεια της προηγούμενης μετακύλισης των αυξήσεων των ενεργειακών τιμών στο κόστος παραγωγής και μεταφοράς των προϊόντων. Από κει και πέρα, στο πλαίσιο της επίδρασης των τιμών τις ενέργειας στον πληθωρισμό της Ελλάδας, παρουσιάζει ενδιαφέρον η καταγραφή της ποσοστιαίας μεταβολής, σε ετήσιους όρους, των επιμέρους Εν. ΔΤΚ των ενεργειακών προϊόντων στον οικιακό τομέα της χώρας και η σύγκριση με τους αντίστοιχους δείκτες για την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει το ΚΕΠΕ, κατά τη διάρκεια του πρώτου εννιάμηνου του 2022 υπάρχει σημαντική ετήσια ποσοστιαία αύξηση του Εν. ΔΤΚ, ιδιαίτερα για το φυσικό αέριο. Ωστόσο, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2022 υπήρξε σημαντική αποκλιμάκωση των δεικτών, ως αποτέλεσμα της πτωτικής πορείας των τιμών την ενέργειας.
Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική ενέργεια, τον Δεκέμβριο ο δείκτης παρουσιάζει ετήσια ποσοστιαία μεταβολή -8,8%, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από τον μέσο δείκτη της Ευρωζώνης που ήταν 32,3%.
Αντίστοιχα, η ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εν. ΔΤΚ για το φυσικό αέριο, μετά τον Σεπτέμβριο που βρέθηκε στο υψηλότερο επίπεδο αύξησης, παρουσιάζει δραματική πτώση. Έτσι, τον Δεκέμβριο καταγράφει ετήσια ποσοστιαία αύξηση 50%, οριακά χαμηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που κυμάνθηκε στο 51,9%.
Τέλος, σχετικά με την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του Εν. ΔΤΚ για το πετρέλαιο θέρμανσης, έχει νόημα η εξέτασή της μόνο κατά τις περιόδους διάθεσης του καυσίμου στη χώρα μας (Οκτώβριο έως Απρίλιο). Ο δείκτης ακολούθησε ανοδική πορεία μέχρι και τον Απρίλιο 2022 που σταματάει η διάθεση του καυσίμου, ενώ από την επανέναρξη της περιόδου διάθεσης τον Οκτώβριο 2022 παρουσίασε σημαντική πτώση και παρέμεινε σε χαμηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Έτσι, τον Δεκέμβριο 2022 η ετήσια ποσοστιαία αύξηση του Εν. ΔΤΚ του πετρελαίου θέρμανσης στη χώρα μας ήταν 1,4%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ευρωζώνη ήταν 42,9%.
Οι δημοσιονομικές επιδόσεις και το χρέος
Την ίδια ώρα, και η εκτέλεση του Προϋπολογισμού είναι σαφώς βελτιωμένη από τις προβλέψεις για το 2023, πράγμα που οφείλεται στη σημαντική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Αποτέλεσμα της προαναφερθείσας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και του πληθωρισμού, ήταν να αυξηθούν σημαντικά τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2022.
Συγκεκριμένα, η αύξηση αυτή μεταφράζεται σε περισσότερο από μισή ποσοστιαία μονάδα του ΑΕΠ και προήλθε από τις σημαντικές αυξήσεις των τιμών των αγαθών που απέδωσαν σημαντικά υψηλότερο ΦΠΑ, αλλά και από τη σημαντική αύξηση των τουριστικών εισπράξεων που επανήλθαν στα επίπεδα προ πανδημίας. Η αύξηση των εσόδων από φόρους οφείλεται εν μέρει και στην αύξηση των εισπράξεων από φόρο εισοδήματος τόσο των φυσικών προσώπων όσο και των εταιρειών, καθώς η οικονομία πέρασε το 2022 στην κανονικότητα με σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης.
Παράλληλα όμως, και λόγω των αυξημένων αναγκών για μέτρα ελάφρυνσης των πολιτών κυρίως από την επιβάρυνση στην ενέργεια, αλλά και από την επιβάρυνση των ασθενέστερων λόγω της ακρίβειας, αυξήθηκαν και οι δαπάνες σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του προηγούμενου έτους.
Αυτές είχαν αύξηση κατά 2,2% συγκριτικά με το 2021, ενώ μεγάλη απόκλιση εμφανίζουν και σε σχέση με τις δαπάνες που είχαν προβλεφθεί αρχικά από τον Προϋπολογισμό, καθώς κατά την περίοδο κατάθεσής του δεν αναμένονταν η μεγάλη ενεργειακή κρίση και η συνεπακόλουθη παγκόσμια οικονομική κρίση, οι οποίες υποχρέωσαν την ελληνική κυβέρνηση στη λήψη έκτακτων μέτρων για την αντιμετώπισή τους.
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, η αύξηση αυτή των δαπανών προήλθε και από τις αποκτήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων και πιο συγκεκριμένα από τα εξοπλιστικά προγράμματα που η χώρα μας ανέλαβε, γεγονός όμως που είχε προβλεφθεί σε όλους τους σχετικούς στόχους και τις εκτιμήσεις.
Πάντως, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν μειωμένο κατά 5,3% το τρίτο τρίμηνο σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2022. Αυτή η μείωση ήταν η μεγαλύτερη μείωση χρέους, σε ετήσια βάση, που καταγράφηκε στην ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό χρέος παραμένει με διαφορά το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ μια αποκλιμάκωση του πληθωρισμού μπορεί να ανατρέψει εύκολα την καθοδική πορεία του χρέους οδηγώντας σε σημαντική περιστολή των δημοσίων δαπανών.
Οι αναταράξεις στο διεθνές περιβάλλον
Οι επιδόσεις αυτές της ελληνικής οικονομίας έρχονται σε μια περίοδο, όπου η παγκόσμια οικονομία πορεύεται σε ένα μονοπάτι υψηλών πληθωριστικών πιέσεων και ασθενικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης. Προς το παρόν, η δυναμική αντίδραση των νομισματικών αρχών ανά τον κόσμο έχει αποτρέψει τη δημιουργία μακροχρόνιων πληθωριστικών προσδοκιών.
Ωστόσο, το γενικότερο οικονομικό κλίμα, έτσι όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από την παράταση του πολέμου στην Ουκρανία, τις υψηλές τιμές των ενεργειακών και διατροφικών προϊόντων και το ολοένα αυξανόμενο κόστος διαβίωσης, αποθαρρύνει την κατανάλωση των νοικοκυριών και μειώνει το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για επενδύσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι εκτιμήσεις για τη φετινή πορεία της παγκόσμιας παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.
Το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι, η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω το 2023, με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ να υποχωρεί, ενδεχομένως, ακόμα και κάτω από τις 2 ποσοστιαίες μονάδες. Η εκτίμηση αυτή αντικατοπτρίζει τη συνέχιση της συσταλτικής νομισματικής πολιτικής για όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, προκειμένου να αναχαιτιστεί ο υψηλός πληθωρισμός, τα μικρά περιθώρια ενίσχυσης των οικονομιών από την πλευρά της δημοσιονομικής πολιτικής, και την επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών.
Επίσης, καταγράφονται οι αρνητικές επιδράσεις από τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και η μειούμενη εμπιστοσύνη νοικοκυριών και επιχειρήσεων όσον αφορά στις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προοπτικές των εθνικών οικονομιών. Τροχοπέδη στην ανάκαμψη θα αποτελέσει και η πορεία των ιδιωτικών επενδύσεων εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί στις τάξεις των επιχειρηματιών και λόγω του αυξανόμενου κόστους δανεισμού.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τις πληθωριστικές πιέσεις διεθνώς, η διάχυση του αυξημένου ενεργειακού κόστους στις τιμές των βιομηχανικών προϊόντων και των υπηρεσιών ανέβασε του πυρήνα του πληθωρισμού διεθνώς στο 6%, προκαλώντας την αύξηση των βραχυχρόνιων πληθωριστικών προσδοκιών (προσδοκίες σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού μέσα στους προσεχείς δώδεκα μήνες) στις περισσότερες χώρες του κόσμου.
Όσον αφορά στις μακροχρόνιες πληθωριστικές προσδοκίες (προσδοκίες σχετικά με την πορεία του πληθωρισμού μέσα στα επόμενα πέντε έτη), αυτές έχουν αυξηθεί μόνο οριακά. Η απόκλιση μεταξύ βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων πληθωριστικών προσδοκιών υποδηλώνει ότι, το τελευταίο διάστημα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται τις υψηλές τιμές ως αποτέλεσμα συγκυριακών παραγόντων.
Παράλληλα, υποδηλώνεται η διατήρηση της εμπιστοσύνης στη δέσμευση των κεντρικών τραπεζών για σταθερότητα των τιμών (World Bank, 2023).
Τους τελευταίους μήνες, με την εξασθένηση της ζήτησης και τη χαλάρωση των πιέσεων που δέχονται οι τιμές των βασικών εμπορευμάτων, ο πληθωρισμός δείχνει να έχει περάσει σε μια φάση σταδιακής υποχώρησης. Το συμπέρασμα αυτό δείχνει να επιβεβαιώνεται και από τον μειούμενο αριθμό χωρών με επιταχυνόμενο πληθωρισμό (World Bank, 2023).
Δεδομένης της αποφασιστικότητας που επιδεικνύεται από τις κεντρικές τράπεζες για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, και βάσει της επιβραδυνόμενης οικονομικής δραστηριότητας, του περιορισμού των διαταράξεων στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, του μετριασμού των αυξήσεων σε πολλά βασικά εμπορεύματα, τόσο ο πυρήνας του πληθωρισμού όσο και ο γενικός πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθούν σταδιακά εντός του τρέχοντος έτους.
Παρ’ όλα αυτά θα παραμείνουν πάνω από τα επίπεδα-στόχους των κεντρικών τραπεζών. Με άλλα λόγια, θα χρειαστεί διάστημα μεγαλύτερο του ενός έτους προτού επανέλθουν οι οικονομίες σε καθεστώς σταθερότητας των τιμών.