Θανατηφόρες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν ήδη αρχίσει να συμβαίνουν. Και οι επιστήμονες αναρωτιούνται πότε το κοινό, οι κυβερνήσεις και τα brands, των οποίων η δράση έχει συμβάλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, θα λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να μετριάσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.

Αυτό είναι το επείγον συμπέρασμα της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή των Ηνωμένων Εθνών (IPCC). Η IPCC, η οποία πράττει υπό την αιγίδα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, δημοσίευσε τη δεύτερη από τις τρεις συνολικά εκθέσεις της πριν από μερικές μέρες, περιγράφοντας το μέγεθος της καταστροφής που ήδη έχει συντελεστεί και ειναι βέβαιο ότι θα γίνεται χειρότερο μέρα με τη μέρα.

Η πρώτη έκθεση, η οποία δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο, εστίασε στο κομμάτι της κλιματικής αλλαγής, αλλά από την σκοπιά της επιστήμης της φυσικής. Η πρόσφατη έκθεση, που δημοσιεύεται τρεις μήνες έπειτα από τη σύνοδο για κλίμα που έγινε στη Γλασκώβη, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο η κλιματική κρίση μπορεί να επηρεάσει τη ζωή στον πλανήτη και ποιες αλλαγές είναι ακόμα εφικτό να πραγματοποιηθούν.

H υπερθέρμανση του πλανήτη επιφέρει εξαιρετικά δυσμενείς συνέπειες, οι οποίες είναι πολύ χειρότερες από όσο φανταζόμαστε. Ακόμη και αν η θερμοκρασία επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα – κάτι που δυστυχώς δεν είναι εφικτό προς το παρόν – τα οικοσυστήματα θα εξακολουθούν να διατρέχουν τεράστιο κίνδυνο, ενώ οι ανθρώπινες κοινωνίες σε ορισμένα μέρη του πλανήτη θα δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις επερχόμενες αλλαγές. Οι διαταραχές στις οικονομίες και στην παραγωγή φαγητού θα οδηγήσουν εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια.

H έκθεση προσπαθεί να κάνει ξεκάθαρο με κάθε τρόπο ότι η επίδραση της κλιματικής αλλαγής προχωρά πολύ γρηγορότερα ακόμα και από αυτό που προέβλεπαν οι επιστήμονες, ενώ τα κράτη έχουν αποτύχει στο να περιορίσουν τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, που συνεχίζουν να αυξάνονται. Μάλιστα, ο Γ.Γ του ΟΗΕ, António Guterres, χαρακτήρισε την παραίτηση της ηγεσίας “εγκληματική”.”Η προσαρμογή σώζει ζωές”, σημειώνει στο δελτίο τύπου της έκθεσης. “Καθώς οι κλιματικές συνέπειες χειροτερεύουν – και θα χειροτερέψουν -, το να ενισχυθούν οι επενδύσεις είναι απαραίτητο για την επιβίωση. Καθυστέρηση σημαίνει θάνατος”.

Οι κατευθύνσεις

Πλέον, οι προσπάθειες των κυβερνήσεων οφείλουν να έχουν δύο κατευθύνσεις: Αφενός τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων, ώστε να μην ξεφύγει περισσότερο η υπερθέρμανση του πλανήτη, αφετέρου τον περιορισμό των επιπτώσεων, με την προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής σε έναν πιο θερμό κόσμο.

Η έκθεση επισημαίνει ότι αυτό απαιτεί πολλά χρήματα, ώστε να χρηματοδοτηθούν οι νέες απαραίτητες τεχνολογίες και να ενισχυθούν τα ιδρύματα που εργάζονται για αυτό. Ολόκληρες παραθαλάσσιες κοινότητες θα χρειαστούν νέες υποδομές ή ακόμα και να μετακινηθούν εντελώς. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση τεράστιας, άνευ προηγουμένου κλίμακας που απαιτείται, σημειώνεται.

Από την πλευρά τους, ευρωπαϊκές και αμερικανικές επενδυτικές εταιρείες και επιχειρήσεις λένε ότι η έκθεση αυτή αποτελεί μια τελευταία προειδοποίηση για τους τεράστιους κινδύνους που πρόκειται να επιφέρει η κλιματική αλλαγή στο οικονομικό οικοσύστημα και ότι οι περισσότερες εταιρείες δεν κάνουν αρκετά για να προσαρμοστούν σε αυτά τα δεδομένα.

Δεδομένων των ζοφερών προβλέψεων της έκθεσης, οι ηγέτες των εταιρειών θα πρέπει να επανεξετάσουν τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις τους διαχειρίζονται το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Αντίστοιχα τόσο οι διαφημιστικές εταιρείες όσο και τα γραφεία δημοσίων σχέσεων θα πρέπει να εξετάσουν τον αντίκτυπο των πελατών τους καθώς και εάν αυτός συμβάλλει στη μετρίαση των φαινομένων της κλιματικής αλλαγής.

Η τρίτη έκθεση της IPCC, η οποία θα δημοσιευτεί τον Απρίλιο, θα εστιάζει κυρίως σε πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης, ώστε να αποτρέψουμε ή να μετριάσουμε κάποια από τα παραπάνω ζητήματα.

Ειδικοί του επχειρηματικού κόσμου ελπίζουν ότι οι εταιρείες θα λάβουν το μήνυμα και θα εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους, σημειώνοντας ότι πολλές επιχειρήσεις δεν έχουν αντιληφθεί τον οικονομικό αντίκτυπο που θα έχει επάνω τους η κλιματική αλλαγή, ενώ και οι ρυθμιστικές αρχές δεν αποσαφηνίζουν πάντα τους κανόνες για τις εταιρείες, οι οποίες δε συμμορφώνονται ή δεν καταφέρνουν να δώσουν πλήρη στοχεία για τη δραστηριότητά τους. Απαιτείται αλλαγή σε ολόκληρα τα business models των εταιρειών, αν θέλουν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και να συνεισφέρουν στην κατά το δυνατόν αντιμετώπιση της κρίσης.