Το ευρύ φάσμα των κοινωνικών επιπτώσεων της εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα συνεχίζει να διαμορφώνεται μέσα από τις εκάστοτε ιστορικές συγκυρίες, όπως αυτή της κρίσης του 2009, αλλά και της υγειονομικής κρίσης της COVID-19.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΚΕΠΕ, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, η οικονομική κρίση του 2009 και η μακρόχρονη ύφεση που ακολούθησε, επέφεραν πλήθος σημαντικών αλλαγών στη φυσιογνωμία του συστήματος προστασίας, μεταβάλλοντας τους τρόπους απόδοσης των μεταβιβαστικών πληρωμών. Από αυτή τη σκοπιά και με δεδομένες τις χρόνιες παραγωγικές υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας (π.χ. την ύπαρξη τομέων πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής χαμηλών προστιθέμενων αξιών), οι προτεινόμενες λύσεις και τα εφαρμοζόμενα μέτρα, αναπροσάρμοσαν τα επίπεδα της αξίας των ίδιων των κοινωνικών παροχών και επανακαθόρισαν τα κριτήρια των δικαιούχων ώστε να είναι συμβατά με τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβλήθηκαν στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Τέτοιες επιλογές, όπως ήταν αναμενόμενο, καθόρισαν την εξέλιξη των νέων θεσμών απόδοσης των κοινωνικών μεταβιβάσεων και προσδιόρισαν – σε σημαντικό βαθμό – την εισοδηματική κατάσταση του πληθυσμού. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάλυση αποτυπώνει τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης 82 του ΚΕΠΕ, «Η επίδραση του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην ανισότητα και φτώχεια στην Ελλάδα και στην ΕΕ» (στο εξής αναφέρεται ως Έκθεση), αναφορικά με την εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής προστασίας και τον προσδιορισμό της σχετικής θέσης της Ελλάδας σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ15. Αναφορικά με την προσέγγιση της διερεύνησης, η Έκθεση ακολουθεί την ομαδοποίηση των χωρών σε διαφορετικού τύπου συστήματα κοινωνικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, και ενώ η θέση της χώρας μας σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της ΕΕ είναι παρούσα σε όλη την έκταση της Έκθεσης, η εστίαση στην Ελλάδα είναι εντονότερη.
Κύρια συμπεράσματα της Έκθεσης του ΚΕΠΕ
Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ, τα δεδομένα μαρτυρούν μια έντονη διαδικασία εξορθολογισμού στην οποία περιήλθαν οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας, ενώ η σχετική υποχώρηση της αξίας τους διαφαίνεται και από τη μετατροπή των δαπανών σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης. Σημαντικό στοιχείο στην εξέλιξή τους αποτελεί η διάκριση των συνολικών δαπανών μεταξύ εκείνων που αφορούν την υγεία, τις συντάξεις γήρατος και τα επιδόματα ανεργίας. Από το 2009 έως και το 2017, σε όλες τις επιμέρους κατηγορίες δαπανών, η αξία του κατά κεφαλήν μεγέθους σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχει μειωθεί αισθητά.
Επιπλέον, η αναμόρφωση του συστήματος προστασίας αντανακλάται στην ποσοστιαία μεταβολή των δαπανών, διακρίνοντας μεταξύ εκείνων που απαιτούν τον έλεγχο πόρων των δικαιούχων (means-tested) και των υπολοίπων που αποδίδονται χωρίς έλεγχο. Η τάση των αλλαγών του κράτους πρόνοιας στη χώρα μας είναι ορατή τόσο ως προς τις ετήσιες μεταβολές των μεγεθών του κοινωνικού προϋπολογισμού, όσο και σε σχετικούς όρους σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του Νοτιο-ευρωπαϊκού προτύπου προστασίας. Αναφορικά με την ανισότητα εισοδήματος, η κατάσταση είναι λίγο περισσότερο περίπλοκη.
Γενικά, όπως επιβεβαιώνεται και από παλαιότερες Έρευνες Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης, οι δείκτες ανισότητας στην Ελλάδα εκτιμώνται ότι είναι σχετικά υψηλά. Έχοντας παρουσιάσει μια ευρεία γκάμα δεικτών με διαφορετική ευαισθησία στη διασπορά των ευρημάτων σε διαφορετικά σημεία της κατανομής, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ εκείνων των χωρών της ΕΕ που η ανισότητά της συγκρίνεται με χώρες που ανήκουν στην κατηγορία των Νέων μελών. Το χρόνιο αυτό ζήτημα ήταν σίγουρα πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της μακράς ύφεσης (2009-2016), κατά την οποία οι μεταβολές στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια παρατηρείται ότι είναι δυσανάλογες των αντίστοιχων μέσων και υψηλότερων.
Συνεπώς, η εσωτερική διάρθρωση της ανισότητας διαφοροποιήθηκε με τρόπο ώστε η αναδιάταξη των δαπανών προστασίας, που προωθήθηκε με την αναθεώρηση του συστήματος κοινωνικών παροχών, να στοχεύει στην εύρεση εκείνων των νοικοκυριών που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Στο παραπάνω, πρέπει επίσης να επισημανθεί και η διαχρονικά χαμηλή επίδραση των μεταβιβάσεων εκτός συντάξεων. Όπως υπογραμμίζεται σε πολλά σημεία της Έκθεσης του ΚΕΠΕ, η άμβλυνση του επιπέδου ανισότητας στηρίζεται κυρίως στην καταβολή συντάξεων. Επιπλέον, καθώς τα εισοδήματα από άλλες πηγές υπέστησαν άλλοτε σημαντική συρρίκνωση και άλλοτε ήπια προσαρμογή, οι συντάξεις διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών και φαίνεται να προσδίδουν μια αίσθηση εξασφάλισης, δηλαδή μιας σταθερής ροής μηνιαίου εισοδήματος στα μέλη τους.
Ως εκ τούτου, ο ποσοστιαίος ρόλος τους στην άμβλυνση του ποσοστού φτώχειας εντάθηκε. Μεταξύ των ευρημάτων, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν τα αποτελέσματα ποσοστών φτώχειας με κριτήριο τον τύπο του νοικοκυριού. Τα εξαρτώμενα μέλη επιβαρύνουν αρκετά τα εισοδήματα σε όλες τις χώρες της ΕΕ, καθώς επίσης και οι ηλικίες των ενήλικων μελών. Νοικοκυριά που απαρτίζονται από μέλη ηλικίας 65 και άνω έχουν χαμηλότερα ποσοστά φτώχειας. Στην Ελλάδα, συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις είναι χαμηλού επιπέδου αλλά συγκριτικά υψηλότερες των υπολοίπων χωρών της ΕΕ. Ιδιαίτερη μέριμνα απαιτείται για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, ενώ το ζήτημα της υψηλής συνεισφοράς στη φτώχεια που καταγράφεται για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικα άτομα και δύο εξαρτώμενα τέκνα, πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της επιδοματικής πολιτικής.
Μεταξύ των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων, η επαγγελματική κατάσταση των υπευθύνων και των ατόμων φαίνεται ότι λαμβάνει σημαντικό προβάδισμα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Υψηλό ποσοστό φτώχειας υπολογίζεται για τους υπευθύνους μερικής απασχόλησης, γεγονός που συνάδει με το επίσης υψηλότατο ποσοστό μη ηθελημένης μερικής απασχόλησης. Παρ’ όλα αυτά, ειδικά για την Ελλάδα, η ποσοστιαία συνεισφορά στη φτώχεια είναι αρκετά χαμηλή. Επιπλέον, η αυτοαπασχόληση φαίνεται ότι επλήγη σημαντικά κατά την περίοδο μετά το 2009, με τρόπο ώστε τα ποσοστά φτώχειας να εμφανίζονται επίσης αυξημένα τόσο για τους αυτοαπασχολούμενους μερικής όσο και για τους πλήρους απασχόλησης.
Τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανεργία. Από την άλλη πλευρά, νοικοκυριά των οποίων τα μέλη είναι συνταξιούχοι κατορθώνουν να αντισταθμίσουν τους κινδύνους εισοδηματικής φτώχειας, ενώ το εκπαιδευτικό επίπεδο αντισταθμίζει επίσης πολλούς από τους παράγοντες που επιδρούν στη μείωση του εισοδήματος. Η εκπαίδευση λειτουργεί θετικά και ο ορίζοντάς της είναι μακροχρόνιος, με την έννοια ότι η συμβολή της δύναται να επισωρευτεί, βελτιώνοντας τις προοπτικές του εισοδήματος καθώς και τους βαθμούς ελευθερίας σε περίπτωση όπου κάποιοι περιέλθουν σε καθεστώς ανεργίας.