Η ελληνική οικονομία, κατά κοινή ομολογία, έχει σημειώσει αξιοσημείωτη πρόοδο μετά τη μεγάλη κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας. Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) Γιάννη Στουρνάρα, σε πρόσφατη ομιλία του στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο με θέμα: «Προκλήσεις για την ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομία», σήμερα οι επιδόσεις της ξεπερνούν αυτές του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ.

Επιτυγχάνει, δηλαδή, ισχυρή μεγέθυνση της οικονομίας της, πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της. Παράλληλα, εφαρμόζει διαρκώς μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει εμπεδώσει την αξία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αποπληρώνει το δημόσιο χρέος της, η δυναμική του οποίου θεωρείται βιώσιμη και ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές.

Ανάκτηση της αξιοπιστίας

Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με την ΤτΕ, η χώρα έχει ανακτήσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, πολλές φορές, μάλιστα, προβάλλοντας ως παράδειγμα αποτελεσματικότητας, όπως έχει δείξει η εμπειρία της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Βεβαίως υπάρχουν ακόμη χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία ευθύνονται για τη σχετικά χαμηλή κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών.

Ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε για παράδειγμα, τις καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, την ανθεκτικότητα της γραφειοκρατίας σε ορισμένους ακόμα τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, τις καθυστερήσεις στη δημιουργία εθνικού κτηματολογίου, τη σχετικά μικρή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, την έλλειψη εργατικών χεριών σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας (παράλληλα με υψηλό ποσοστό ανεργίας), την ανθεκτικότητα της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (δημόσια εκπαίδευση- έρευνα- καινοτομία), που όμως συνυπάρχει με ένα πολύ υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό και ερευνητικό δυναμικό, και τις οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών.

Σε γενικές γραμμές όμως, η αντιμετώπιση των περισσότερων από αυτές τις προκλήσεις έχει ήδη δρομολογηθεί, ενώ οι πλείστες όσες μεταρρυθμίσεις των προηγούμενων ετών έχουν διορθώσει σε σημαντικό βαθμό τις ατέλειες της ελληνικής οικονομίας, και ιδιαίτερα τα δημοσιονομικά προβλήματα, τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας σε όρους σχετικού κόστους εργασίας και σε όρους σχετικών τιμών, τα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος και τα προβλήματα του ισολογισμού των ελληνικών τραπεζών.

Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας

Σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΤτΕ, στο σημερινό δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί με την ενεργειακή κρίση και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι συνέχισε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό το 2022, κοντά στο 6%, σε συνέχεια του επίσης πολύ υψηλού ρυθμού το 2021 (8,4%), τροφοδοτούμενη από την ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις και τη μεγάλη άνοδο του τουρισμού και των εσόδων από τη ναυτιλία.

Σε αυτό συνέβαλαν βεβαίως και τα μέτρα στήριξης για την ανάσχεση των επιπτώσεων της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών της ενέργειας, η αύξηση των τιμών των ειδών διατροφής, καθώς και η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, αναμένεται να οδηγήσουν σε πιο αργό ρυθμό μεγέθυνσης το 2023, κοντά στο 1,5%.

Όμως, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του μακροπρόθεσμου προϋπολογισμού της ΕΕ 2021-2027 και του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU δύναται να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης και της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία, οδηγώντας μεσοπρόθεσμα σε ρυθμούς ανάπτυξης κοντά στο 3% το 2024 και το 2025.

Ο πληθωρισμός, βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, διαμορφώθηκε, όπως και στην υπόλοιπη ευρωζώνη, σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο το 2022, συγκεκριμένα στο 9,3%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών, αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής.

Για το 2023 και το 2024 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση, σε 5,8% και 3,6% αντιστοίχως, κυρίως λόγω της αναμενόμενης κάμψης των τιμών της ενέργειας και της αρνητικής επίδρασης της βάσης σύγκρισης. Ο υποκείμενος πληθωρισμός, δηλαδή ο πληθωρισμός που δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές στις τιμές των ειδών διατροφής και της ενέργειας, διαμορφώθηκε στο 4,6% το 2022 και εκτιμάται ότι θα παραμείνει εξίσου υψηλός και το 2023, λόγω της ενσωμάτωσης έντονων πληθωριστικών πιέσεων από τις συνιστώσες των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών.

Ο οίκος Fitch αναβάθμισε την Ελλάδα σε «BB+»- Μια ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα

Η κατανάλωση και οι επενδύσεις

Από την πλευρά του το ΙΟΒΕ επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση σχετικά με την κατανάλωση, ότι ο πλέον περιοριστικός παράγοντας των καταναλωτικών δαπανών είναι ο υψηλός, αν και με πτωτική τάση, πληθωρισμός, η σωρευτική επίδραση του οποίου άρχισε να γίνεται περισσότερο εμφανής από τα τελευταία τρίμηνα του προηγούμενου έτους. Ο πλήρης αντίκτυπος του υψηλού πληθωρισμού, και η συνακόλουθη συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων, αναμένεται να ενταθεί κατά το τρέχον έτος.

Στη σταδιακή επιβράδυνση της μεταπανδημικής, εκρηκτικής στην αρχή, διάθεσης για κατανάλωση επιδρά και η εξάντληση των αποταμιεύσεων που συσσωρεύτηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημία, καθώς και το υψηλό κόστος του νέου και εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δανεισμού. Η αναμενόμενη διατήρηση των επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα από την ΕΚΤ σε όλο το τρέχον έτος, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, δύναται να αυξήσουν τα πραγματικά επιτόκια.

Ανασταλτικά στην επιβράδυνση της κατανάλωσης αναμένεται να λειτουργήσει η τόνωση της απασχόλησης, λόγω της ενίσχυσης της επενδυτικής δραστηριότητας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και των προγραμματισμένων διορισμών στο δημόσιο τομέα, καθώς και η αναμενόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού. Τα διαθέσιμα εισοδήματα των νοικοκυριών αναμένεται να στηρίξουν και οι επεκτατικές πολιτικές της ελληνικής κυβέρνησης, ιδιαίτερα η μείωση ορισμένων φορολογικών συντελεστών και οι επιδοτήσεις, και ίσως κάποιες έκτακτες προεκλογικές δαπάνες.

Την ανοδική τους πορεία πάντως, αναμένεται να διατηρήσουν οι επενδύσεις και το 2023, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης να συμβάλλουν στην ευρύτερη ενδυνάμωση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Συμπληρωματικά στην τόνωση των επενδύσεων θα λειτουργήσουν και τα εγχώρια δημοσιονομικά μέτρα στήριξης (επιδοτήσεις ρεύματος, μείωση φορολογικών συντελεστών) των επιχειρήσεων.

Από την άλλη πλευρά, όπως για την κατανάλωση, έτσι και για τις επενδύσεις, η διατήρηση της αβεβαιότητας και του υψηλού πληθωρισμού, είναι οι κύριοι παράγοντες που μειώνουν τη δυναμική κατά το τρέχον έτος.

Το διευρυμένο κόστος παραγωγής, λόγω των υψηλών τιμών των ενεργειακών και άλλων ενδιάμεσων αγαθών, καθώς και η προγραμματισμένη αύξηση των ονομαστικών μισθών, σε συνδυασμό με το υψηλότερο κόστος δανεισμού από το τραπεζικό σύστημα, προβλέπεται να συμπιέσουν σημαντικά τα κέρδη των επιχειρήσεων, μειώνοντας τους διαθέσιμους επενδυτικούς πόρους. Το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων αναμένεται να μετριαστεί ωστόσο με τη χορήγηση επενδυτικής βαθμίδας στην ελληνική οικονομία και τη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης των εταιρικών ομολόγων.

Ποιοι παράγοντες θα κρίνουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας

Οι δημοσιονομικές εξελίξεις

Σε ό,τι αφορά τις προοπτικές των δημοσιονομικών μεγεθών, η ΤτΕ εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Όσον αφορά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, η παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων λόγω της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής δεν ανακόπτει την πτωτική τροχιά του.

Η ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους εταίρους της Ελλάδας και οι πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθιστούν το χρέος ουσιαστικά ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα.

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά την παρατηρούμενη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μεσοπρόθεσμα, υπό τις εξής βέβαια προϋποθέσεις:

Πρώτον, τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης παραμένουν στοχευμένα και έχουν προσωρινό χαρακτήρα.

Δεύτερον, η δημοσιονομική πολιτική επιστρέφει σε μόνιμα και διατηρήσιμα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά, πλησιάζοντας το 2% του ΑΕΠ, ώστε να καλύπτονται πλήρως οι τόκοι του δημόσιου χρέους.

Τρίτον, αξιοποιούνται αποτελεσματικά όλοι ο διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι, συμβάλλοντας καθοριστικά στην κάλυψη του επενδυτικού κενού και ενισχύοντας το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, η αβεβαιότητα αυξάνεται καθώς η σταδιακή αναχρηματοδότηση του συσσωρευμένου χρέους προς τον επίσημο τομέα με όρους αγοράς θα αυξήσει την έκθεση του Ελληνικού Δημοσίου στον επιτοκιακό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, γεγονός που εξαλείφει τα περιθώρια χαλάρωσης όσον αφορά το απαιτούμενο ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Επομένως, η επόμενη δεκαετία αποτελεί μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας για την ταχεία αποκλιμάκωση του ελληνικού δημόσιου χρέους αφού, παρά τις αυξημένες αποδόσεις των νέων εκδόσεων, μόνο ένα μικρό μερίδιο του χρέους αναμένεται να αναχρηματοδοτείται ετησίως με όρους αγοράς, ενώ σημαντικό μερίδιο των δανείων του επίσημου τομέα έχει αντισταθμιστεί έναντι του επιτοκιακού κινδύνου.

Τα μεγάλα στοιχήματα για την οικονομία το 2023

Η οικονομία και ο εκλογικός κύκλος

Την ίδια στιγμή η ΤτΕ, και με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, επισημαίνει ότι, ο απόλυτος προσανατολισμός της οικονομικής και ιδιαίτερα της δημοσιονομικής πολιτικής προς την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου θα πρέπει να αποτελέσει αδιαπραγμάτευτο εθνικό στόχο, καθώς η επίτευξή του θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας.

Δεδομένου μάλιστα ότι το 2023 είναι έτος εθνικών εκλογών, απαιτείται σύμπλευση και συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να υλοποιηθούν οι βασικές δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαφυλαχθούν όσα έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία.

Ανάλογη προειδοποίηση για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην οικονομία από την πόλωση της προεκλογικής περιόδου είχε διατυπώσει και το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ).Συγκεκριμένα, στην τελευταία του έκθεση είχε υπενθυμίσει τον πολιτικό κίνδυνο, προσθέτοντας στις αβεβαιότητες για τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης στις επερχόμενες εκλογές και την όξυνση της πολιτικής πόλωσης.

Για το ΚΠΚΒ, το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να έχει συνεχή στόχο την συστηματική ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών ώστε να αποφευχθεί ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιότητας διακυβέρνησης και της εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου, κάτι που θα επέφερε αρνητικές οικονομικές συνέπειες μακροχρόνια.

Επιπλέον, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι, για τη χώρα μας, είναι υψηλή η σημασία των βουλευτικών εκλογών σε λίγους μήνες. Το πότε και πώς θα σχηματιστεί κυβέρνηση θα προσδιορίσει κρίσιμα τις οικονομικές εξελίξεις. Όχι μόνο για το αν θα υπάρξει πλαίσιο σταθερότητας που θα επιτρέψει σημαντικές επενδύσεις.

Αλλά και για τη διαμόρφωση πολιτικής που θα μπορεί να συνδυάσει δύο επιθυμητά χαρακτηριστικά: σοβαρότητα σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον και πρόθεση για μεταρρυθμιστικές τομές. Από τη μία, η συνθήκη της σοβαρότητας καλύπτει εκτός άλλων την ανάγκη για προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας, σταθερή στόχευση για προσέλκυση επενδύσεων ακόμη και ενάντια στο διεθνές κλίμα, και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας νωρίτερα παρά αργότερα.

Από την άλλη, η εφαρμογή μεταρρυθμιστικών πολιτικών στην πράξη, στον δημόσιο τομέα και τις αγορές, είναι αναγκαία όχι μόνο για να υπάρχει αύξηση των εισοδημάτων, αλλά για να αποφευχθούν νέες κρίσεις και οπισθοχωρήσεις.

Γερμανία: Το κλίμα στην οικονομία έχει καταρρεύσει λόγω του πολέμου στην Ουκρανία

Οι εξελίξεις στην Ευρώπη

Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας συναρτώνται βεβαίως και με τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η Ε.Ε. έχει πραγματοποιήσει, παρά τις όποιες οπισθοδρομήσεις και αστοχίες, μεγάλη πρόοδο.

Η πρόοδος αυτή πιστοποιείται κυρίως από το γεγονός ότι τα αρχικά έξι μέλη είναι σήμερα είκοσι επτά, είκοσι εκ των οποίων μοιράζονται το ίδιο νόμισμα, το ευρώ, ενώ μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες προσδοκούν να γίνουν και αυτές μέλη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το ευρώ ήταν αναμφισβήτητα η σημαντικότερη και η πλέον επιτυχημένη κίνηση προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Το Brexit ήταν – δυστυχώς – η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Σήμερα, οι μεγάλες προκλήσεις, σε επίπεδο αρχών, συνίστανται στην εύρεση της χρυσής τομής μεταξύ της συλλογικής κοινής ευρωπαϊκής δράσης και της εθνικής κυριαρχίας των 27 διαφορετικών κρατών-μελών. Η επιλογή μεταξύ της παγκόσμιας κυριαρχίας των αγορών, της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα αδιέξοδα που πολλές φορές προκαλούνται από τις διαφορετικές απόψεις των κρατών – μελών σε μείζονα ζητήματα όπως η φορολογία, η άμυνα, η εξωτερική πολιτική, το μεταναστευτικό κ.λπ., υπάρχει λύση:

Είναι η αντικατάσταση του κανόνα της ομοφωνίας με ειδικές πλειοψηφίες και, βεβαίως, με τη σύμπραξη των προθύμων και ικανών χωρών, στις οποίες θεωρώ αυτονόητη την ηγετική συμμετοχή της Γερμανίας και της Γαλλίας, όπως συνέβαινε, και συνεχίζει να συμβαίνει, από την αρχή της προσπάθειας για την ενοποίηση της Ευρώπης μέχρι σήμερα.

Σε επίπεδο πολιτικής, στις μεγάλες προκλήσεις περιλαμβάνονται η αναζήτηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, η εμβάθυνση της δημοκρατίας σε υπερεθνικό ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαμόρφωση κοινωνιών χωρίς αποκλεισμούς, η μείωση των ανισοτήτων (οι οποίες επηρεάζουν πλέον άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις, εγχώριες και διεθνείς), η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), οι υψηλότερες επενδύσεις στην υψηλή τεχνολογία και η μετάβαση στην πράσινη οικονομία.

Το διακύβευμα είναι αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να ασκήσει αποτελεσματική πολιτική εξουσία σε έναν πολυπολικό, εξαιρετικά ασύμμετρο και ολοένα πιο ασταθή κόσμο, διατηρώντας ταυτόχρονα μια λειτουργική σχέση μεταξύ παγκόσμιων αγορών και κοινωνικών συμβολαίων. Αυτό είναι διακύβευμα υψηλό, και όχι μόνο για την Ευρώπη.

Μια Ευρώπη σε παρακμή, μια Ευρώπη που περιθωριοποιείται, δεν θα είναι σε θέση να υπερασπιστεί θεμελιώδη συμφέροντα και αξίες, όπως την ελευθερία και την ασφάλεια των πολιτών της. Αλλά και ο κόσμος ολόκληρος θα είχε να ωφεληθεί πολύ από τη νηφάλια επιρροή μιας σημαντικής δύναμης που λειτουργεί με βάση την ευρεία συναίνεση και το συμβιβασμό. Τον δρόμο θα πρέπει να δείξουν τελικά οι Ευρωπαίοι πολίτες μέσω των θεσμοθετημένων οργάνων τους, με πρωτοπόρες τις πρόθυμες και ικανές χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Διαβάστε περισσότερα