Διαχρονικά μία από τις σημαντικότερες αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας είναι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τονίζει η Eurobank σε νέα της έκθεση για τη διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών την περίοδο 1988-2023.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος ανήλθε από το 7,0% του ΑΕΠ το 2002 στο 15,4% το 2007, για να κατέλθει στη συνέχεια εντός μίας επταετίας στο 0,7% του ΑΕΠ το 2014 εξαιτίας της μείωσης της εγχώρια δαπάνης – λόγω της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής – που οδήγησε στη μείωση των εισαγωγών.
Στη συνέχεια, την πενταετία 2015-2019 κυμάνθηκε στα επίπεδα του 1,8% κατά μέσο όρο ενώ την τετραετία 2020-2023 το έλλειμμα ανήλθε στα επίπεδα του 7,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Συνολικά την περίοδο 2002-2023 το έλλειμμα κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στο 6,9% του ΑΕΠ.
Βασικότερη αιτία για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το διαχρονικά έντονα αρνητικό ισοζύγιο αγαθών, καθώς η αξία των εισαγωγών αγαθών ξεπερνάει κατά πολύ την αξία των εξαγωγών. Ως προς αυτό, είναι ενδεικτικό ότι την περίοδο 2002-2023, κατά μέσο όρο, η Ελλάδα δαπανούσε €2,3 για εισαγωγές αγαθών για κάθε €1,0 αγαθών που εξήγαγε.
Σημειώνεται ότι σε σχέση με τις άλλες συνιστώσες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το ισοζύγιο υπηρεσιών την περίοδο 2002-2023 είναι μονίμως πλεονασματικό ενώ τα ισοζύγια πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων τα περισσότερα έτη είναι ελλειμματικά αλλά σε χαμηλότερο βαθμό (-€2,3 δισεκ. και -€0,003 δισεκ. αντίστοιχα, κατά μέσο όρο) συγκριτικά με το ισοζύγιο αγαθών.
Προκλήσεις και προοπτικές για το ισοζύγιο εισαγωγών και εξαγωγών αγαθών
Από την ανάλυση που προηγήθηκε αναδείχθηκε αφενός η εξέλιξη του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών καθώς και η σύνθεσή του την περίοδο 1988-2023. Το διαχρονικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών, δηλαδή η πολύ μεγάλη διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών είναι ο βασικότερος λόγος για το αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Είναι ενδεικτικό πως την περίοδο που εξετάστηκε, η Ελλάδα κατά μέσο όρο εισήγαγε αγαθά αξίας €2,4 για κάθε €1,0 εξαγωγών αγαθών που πραγματοποιούσε, αν και ο σχετικός λόγος ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2008 και μετά. Το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών έβαινε αυξανόμενο την περίοδο 1988-2008, αλλά η εμφάνιση της οικονομικής κρίσης και η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε στη μείωση της εγχώριας δαπάνης και στον σημαντικό περιορισμό του, για να ακολουθήσει όμως και πάλι αυξητική πορεία μετά το 2015. Η ίδια τάση προκύπτει σε μεγάλο βαθμό και σε όλες οι επιμέρους κατηγορίες αγαθών.
Στο σκέλος των εισαγωγών αγαθών, το υψηλότερο μέσο ποσοστό συμμετοχής σε αυτές παρουσιάζουν τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες (44,7%) καθώς και τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά (28,4%) ενώ το χαμηλότερο τα λοιπά αγαθά (1,0%) και ο μεταφορικός εξοπλισμός (7,8%). Ωστόσο, η πρώτη κατηγορία αγαθών εμφανίζει την ισχυρότερη μείωση (-23,2 π.μ.) στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των εισαγωγών ενώ τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν την υψηλότερη άνοδο (+22,4 π.μ.).
Στο σκέλος των εξαγωγών δεν υπάρχει διαφοροποίηση καθώς και πάλι οι ίδιες κατηγορίες παρουσιάζουν τα υψηλότερα (38,4% και 39,8% αντίστοιχα) και χαμηλότερα μέσα ποσοστά συμμετοχής (2,1% και 1,8% αντίστοιχα) σε αυτές. Παράλληλα, η ανάλυση έδειξε ότι περιορίστηκε σημαντικά το ετήσιο μερίδιο των εξαγωγών καταναλωτικών αγαθών, τροφίμων και ποτών (-16,1 π.μ.) ενώ η πτώση του ετήσιου μεριδίου των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν μικρότερη (-9,1 π.μ.). Εξάλλου, τα καύσιμα και λιπαντικά εμφανίζουν ξανά την υψηλότερη άνοδο στο ετήσιο ποσοστό συμμετοχής στις εξαγωγές (+25,9 π.μ.). Επιπλέον, προέκυψε ότι οι κατηγορίες αγαθών οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών είναι τα κεφαλαιουχικά αγαθά και οι βιομηχανικές προμήθειες, τα καταναλωτικά αγαθά, τρόφιμα και ποτά καθώς και τα καύσιμα και λιπαντικά
Πέραν της προφανούς διαπίστωσης ότι το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών αγαθών εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό και τα τελευταία έτη αυξανόμενο – με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται για την ελληνική οικονομία – προκύπτει ότι η χώρα έχει αυξήσει σημαντικά το ποσοστό των διαθέσιμων πόρων που κατευθύνει προς τις εισαγωγές καυσίμων, έχει μειώσει οριακά το ποσοστό αυτών που κατευθύνονται σε καταναλωτικά αγαθά αλλά έχει μειώσει σημαντικά το ποσοστό των πόρων που κατευθύνονται προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών.
Η τελευταία διαπίστωση είναι εύλογο να προκαλεί επιπλέον προβληματισμό – πέρα από το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών που επηρεάζει καθοριστικά και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – λαμβάνοντας υπόψη πως στο δημόσιο διάλογο έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για περιορισμό του υψηλού επενδυτικού κενού που εμφανίζει η ελληνική οικονομία και για διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της μέσω της αύξησης και του παραγωγικού φυσικού κεφαλαίου.
Σε σχέση με το επενδυτικό κενό πρόσφατη ανάλυση της Eurobank Research αναφέρει ότι τη διετία 2022-2023 οι καθαρές επενδύσεις παγίων πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενισχύοντας τον κεφαλαιακό εξοπλισμό της οικονομίας. Ωστόσο, αν και η μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας περιορίστηκε στα €81,3 δισεκ. το 2023, από €88,7 δισεκ. το 2021, παραμένει ακόμα πολύ υψηλή.
Επομένως η κατεύθυνση μεγαλύτερου ποσοστού εισαγωγών προς την εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών συγκριτικά με τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών, παράλληλα με την προσπάθεια ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής τους στο μέτρο του δυνατού, θα συμβάλει στον περαιτέρω περιορισμό του επενδυτικού κενού που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία. Σωρευτικά προς αυτή την κατεύθυνση θα επενεργήσει η ταχύτερη υλοποίηση των δράσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας καθώς και η αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ 2021-2027 ώστε να επιταχυνθεί ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας που θα ενισχύσει την παραγωγικότητα και τελικά θα συμβάλει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών και επιχειρήσεων.