Τα νέα για την ελληνική οικονομία από τις ΗΠΑ, ήταν ιδιαιτέρως ευχάριστα. Και αυτό γιατί το, πάγια συντηρητικό στις εκτιμήσεις του, ΔΝΤ προβλέπει και διατήρηση υψηλού σχετικά ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ενίσχυση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας, μέσω της επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων και της αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους.
Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, το ΔΝΤ προβλέπει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας 2% τόσο για εφέτος όσο και για το 2026, έναντι 2,3% το 2024. Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να παραμείνει υψηλότερος από ό,τι στην Ευρωζώνη, όπου αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,3% τόσο φέτος όσο και το 2026.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι θα συνεχισθεί η μείωση της ανεργίας στην Ελλάδα στο 9% εφέτος και στο 8,4% το 2026 από 10,1% πέρυσι. Για τον πληθωρισμό, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη της Eurostat, προβλέπει ότι θα ανέλθει σε μέσα επίπεδα το 2025 σε 3,1% από 3% πέρυσι για να μειωθεί στο 2,5% το 2026. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να αποκλιμακωθεί από το 7% του ΑΕΠ το 2024 στο 5,8% εφέτος και το 5,3% του ΑΕΠ το 2026.
Στην έκθεσή του για τις παγκόσμιες δημοσιονομικές εξελίξεις (Fiscal Monitor) το Ταμείο προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους της έως το 2030. Ειδικότερα, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται στο 3,2% του ΑΕΠ το 2025 και στο 2,3% το 2026. Αν ληφθούν υπόψη και οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, το ισοζύγιο εσόδων-δαπανών αναμένεται να είναι ισοσκελισμένο (μηδενικό) εφέτος και να έχει έλλειμμα 0,8% το 2026.
Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 154,8% του ΑΕΠ πέρυσι, στο 146,7% φέτος και στο 141,9% το 2026, με προοπτική να υποχωρήσει περαιτέρω στο 130,2% το 2030. Τα δημόσια έσοδα αναμένεται ότι θα αυξηθούν από 49,3% του ΑΕΠ πέρυσι στο 49,8% φέτος και το 50% το 2026, για να υποχωρήσουν στη συνέχεια στο 46,8% το 2030. Οι δημόσιες δαπάνες από 48% του ΑΕΠ το 2024 προβλέπεται να αυξηθούν στο 49,8% εφέτος και περαιτέρω στο 50,8% το 2026, για να μειωθούν στο 48,2% του ΑΕΠ το 2030.
Οι διεθνείς οικονομικές αναταράξεις
Οι επιδόσεις αυτές της ελληνικής οικονομίας προβλέπονται σε μια περίοδο όπου το διεθνές μακροοικονομικό περιβάλλον διαμορφώνεται από μια σειρά σύνθετων προκλήσεων που σχετίζονται με την εμπορική πολιτική, τη γεωπολιτική δυναμική και τις δημοσιονομικές συνθήκες μεγάλων οικονομιών.
Η αβεβαιότητα γύρω από το εμπόριο, είτε μέσω πιθανών αναπροσαρμογών δασμών είτε λόγω παρατεταμένων διαπραγματεύσεων, επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις και περιορίζει την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, με ιδιαίτερες επιπτώσεις στις εξαγωγικές οικονομίες.
Παράλληλα, οι εξελίξεις σε γεωπολιτικό επίπεδο επηρεάζουν τη ροή των θαλάσσιων μεταφορών, τις εφοδιαστικές αλυσίδες και τις τιμές βασικών εμπορευμάτων, γεγονός που μπορεί να αναδιαμορφώσει τον ρυθμό οικονομικής δραστηριότητας και τις πληθωριστικές τάσεις. Επιπλέον, οι πιέσεις που σχετίζονται με τα δημόσια οικονομικά σε αναπτυγμένες χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους τροφοδοτούν συζητήσεις γύρω από τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών πολιτικών και την επιβάρυνση του κόστους δανεισμού από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η πολιτική αστάθεια στη Γαλλία, τροφοδοτεί ανησυχίες στις αγορές ομολόγων. Παρά τις προκλήσεις αυτές, η προώθηση πολυμερών και προβλέψιμων εμπορικών συμφωνιών αποτελεί θετικό βήμα για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, τη μείωση της αβεβαιότητας και τη στήριξη των επενδύσεων. Μακροπρόθεσμα, η σταθεροποίηση του διεθνούς εμπορικού πλαισίου μπορεί να λειτουργήσει ως μοχλός για υψηλότερη παραγωγικότητα, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και βιώσιμη παγκόσμια ανάπτυξη.
Πώς θα κινηθεί η παγκόσμια οικονομία
Σύμφωνα λοιπόν με τις επισημάνσεις του ΔΝΤ, η παγκόσμια οικονομία προσαρμόζεται σε ένα τοπίο που έχει αναδιαμορφωθεί από τα νέα μέτρα εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ. Κάποιοι ακραία υψηλοί δασμοί μετριάστηκαν χάρη σε μεταγενέστερες συμφωνίες και αναπροσαρμογές.
Ωστόσο, το συνολικό περιβάλλον παραμένει ασταθές και οι προσωρινοί παράγοντες που στήριξαν τη δραστηριότητα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, όπως η επιτάχυνση των εξαγωγών στις ΗΠΑ πριν την εφαρμογή των αυξημένων δασμών, εξαντλούνται.
Το αποτέλεσμα είναι οι προβλέψεις για την παγκόσμια ανάπτυξη να έχουν αναθεωρηθεί μεν ελαφρά ανοδικά σε σχέση με τις προβλέψεις του Απριλίου 2025, αλλά να εξακολουθούν να είναι χαμηλότερες σε σχέση με αυτές πριν τις αυξήσεις δασμών από τις ΗΠΑ. Η παγκόσμια ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί από 3,3% το 2024 σε 3,2% το 2025 και 3,1% το 2026, με τις αναπτυγμένες οικονομίες να σημειώνουν ρυθμό περίπου 1,5% και τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες λίγο πάνω από 4%.
Οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη είναι καθοδικοί, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς η παρατεταμένη αβεβαιότητα, ο αυξημένος προστατευτισμός και οι διαταραχές στην προσφορά εργασίας ενδέχεται να την περιορίσουν. Οι δημοσιονομικές αδυναμίες, πιθανές διορθώσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η διάβρωση των θεσμών ενδέχεται να απειλήσουν τη σταθερότητα. Από την άλλη, η εμπορική διπλωματία πρέπει να συνδυαστεί με μακροοικονομικές προσαρμογές και οι χώρες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι διεθνείς δημοσιονομικές προκλήσεις
Επιπλέον, το ΔΝΤ σημειώνει ότι, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος θα αυξηθεί πάνω από το 100% του ΑΕΠ το 2029, στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948, ακολουθώντας πιο απότομη ανοδική τροχιά από ό,τι προβλεπόταν πριν την πανδημία. Πολλές μεγάλες χώρες, όπως ο Καναδάς, η Κίνα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, προβλέπεται ότι έχουν ή θα φτάσουν σε ένα επίπεδο δημόσιου χρέους μεγαλύτερο από το 100% του ΑΕΠ.
Ωστόσο, ο δημοσιονομικός κίνδυνος για αυτές τις χώρες είναι μέτριος, επειδή έχουν συνήθως βαθιές και ρευστές αγορές κρατικών ομολόγων και συχνά ευρύτερες επιλογές πολιτικής.
Αντίθετα, πολλές αναδυόμενες αγορές και χώρες με χαμηλό εισόδημα αντιμετωπίζουν δυσκολότερες δημοσιονομικές προκλήσεις, παρά το σχετικά χαμηλό χρέος τους. Γενικά, η δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους έχει αυξηθεί θεαματικά, λόγω και της αύξησης των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια, εγκυμονώντας δημοσιονομικούς κινδύνους, καθώς μάλιστα η μελλοντική πορεία των επιτοκίων είναι πολύ αβέβαιη.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες για αυξημένες αμυντικές δαπάνες όπως και δαπάνες για φυσικές καταστροφές, για το δημογραφικό και την ανάπτυξη συνδυάζονται με πολιτικές κόκκινες γραμμές κατά της αύξησης φόρων και με μειωμένη δημόσια συνειδητοποίηση των δημοσιονομικών ορίων.
Το συμπέρασμα για το ΔΝΤ είναι αναπόδραστο: ξεκινώντας από υπερβολικά υψηλά ελλείμματα και χρέη, η επιμονή σε δαπάνες μεγαλύτερες από τα φορολογικά έσοδα θα ωθεί το δημόσιο χρέος σε όλο και υψηλότερα επίπεδα, απειλώντας τη βιωσιμότητα και τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Οι θέσεις του ΥΠΕΘΟ και οι αναθεωρήσεις της ΕΛΣΤΑΤ
Η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη, οι προβλέψεις του Ταμείου είναι πιο συγκρατημένες σε σχέση με τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης. Κατά τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκο Πιερρακάκη πάντως, οι συγκρατημένες αυτές προβλέψεις έχουν ήδη αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Είναι τώρα 2% η πρόβλεψη του ΔΝΤ, αναθεωρημένη από το 1,8%. Αλλά και το 2023 έχει συμβεί το ίδιο.
Το 2023 η πρόβλεψη του ΔΝΤ ήταν μισή μονάδα κάτω από αυτό το οποίο τελικά έλαβε χώρα. Το 2024, 0,3% κάτω. Ο κ. Πιερρακάκης δήλωσε στη συνέντευξή του πολύ αισιόδοξος ότι θα επιτευχθεί η πρόβλεψη του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού, για ανάπτυξη 2,4% το 2026.
Η ΕΛΣΤΑΤ ωστόσο την ίδια ώρα, προχώρησε σε αναθεώρηση προς τα κάτω της εκτίμησης για οικονομική ανάπτυξη το 2024. Αναλυτικότερα, το ΑΕΠ του έτους 2024 σε όρους όγκου παρουσίασε αύξηση κατά 2,1% σε σχέση με το 2023, έναντι αύξησης 2,3% που είχε ανακοινωθεί στην πρώτη εκτίμηση, τον Μάρτιο 2025.
Η αναθεώρηση του ΑΕΠ έτους 2024 σε σχέση με την πρώτη εκτίμηση για το ίδιο έτος που ανακοινώθηκε τον Μάρτιο 2025 και προερχόταν από το άθροισμα των τεσσάρων τριμήνων του έτους, οφείλεται κυρίως στην ενσωμάτωση των στοιχείων της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών 2024, καθώς και των επικαιροποιημένων στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης για τη δημόσια κατανάλωση, τις επιδοτήσεις και τους φόρους επί των προϊόντων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η τελική καταναλωτική δαπάνη του έτους 2024 σε όρους όγκου παρουσίασε αύξηση κατά 1,3% σε σχέση με το έτος 2023. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών του έτους 2024 σε όρους όγκου παρουσίασαν αύξηση κατά 4,8% σε σχέση με το έτος 2023. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών του έτους 2024 σε όρους όγκου παρουσίασαν αύξηση κατά 1,0% σε σχέση με το έτος 2023.
Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, το ΑΕΠ του έτους 2024 σε τρέχουσες τιμές παρουσίασε αύξηση κατά 5,4% σε σχέση με το έτος 2023. Η τελική καταναλωτική δαπάνη του έτους 2024 σε τρέχουσες τιμές παρουσίασε αύξηση κατά 3,7% σε σχέση με το έτος 2023. Οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών του έτους 2024 σε τρέχουσες τιμές παρουσίασαν αύξηση κατά 3,3% σε σχέση με το έτος 2023. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών του έτους 2024 σε τρέχουσες τιμές παρουσίασαν αύξηση κατά 1,2% σε σχέση με το έτος 2023.
Οι αναπτυξιακοί περιορισμοί
Σύμφωνα και με σχετική ανάλυση της τράπεζας Eurobank, βάσει των στοιχείων του 2024, το ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,1% σε σύγκριση με την κορυφή του 2008, ενώ σε κατά κεφαλήν όρους και σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών και στο 67,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Η διατήρηση λοιπόν ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης, στηριζόμενων στις επενδύσεις, τις εξαγωγές, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε: πρώτον, να καλυφθούν με βιώσιμο τρόπο οι απώλειες της πολυετούς κρίσης χρέους μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, και δεύτερον, να μειωθεί η απόκλιση της Ελλάδας από την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Μεσομακροπρόθεσμα όμως, η τρέχουσα αναπτυξιακή δυναμική αντιμετωπίζει περιορισμούς εξαιτίας παραγόντων που συνδέονται με την αθροιστική προσφορά, όπως είναι οι δημογραφικές τάσεις, το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ και το επίπεδο της παραγωγικότητας.
Όπως επισημαίνει η τράπεζα Eurobank, την περίοδο της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (2017–2024), η μέση ετήσια μεταβολή του πραγματικού ΑΕΠ ήταν 1,8%. Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, δηλαδή η μείωση του ποσοστού ανεργίας, εξηγεί σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτό το αποτέλεσμα.
Ο πληθυσμός συνέχισε να κινείται καθοδικά, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας το 2024 ήταν οριακά χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2016. Εντούτοις, τα δύο τελευταία χρόνια (2023–2024), η μέση ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ (2,3%) δεν προήλθε μόνο από την ενίσχυση του ποσοστού απασχόλησης αλλά και από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό.
Σε κάθε περίπτωση, η παραγωγικότητα της εργασίας και οι δημογραφικές τάσεις αποτελούν αγκάθια για την ελληνική οικονομία.
Αθροιστικά εξηγούν άνω του 80% της απόκλισης του πραγματικού ΑΕΠ το 2024 σε σύγκριση με την κορυφή του 2008. Συνεπώς, κατά την Eurobank, στην ερώτηση γιατί το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,1% σε σύγκριση με την κορυφή του 2008 (16,4% βάσει της διαφοράς των φυσικών λογαρίθμων) η απάντηση που δίνεται είναι ότι το προϊόν που παράγει ο μέσος απασχολούμενος στην Ελλάδα είναι αρκετά μικρότερο σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (π.χ. λόγω μείωσης του φυσικού κεφαλαίου ανά απασχολούμενο και της υψηλής μακροχρόνιας ανεργίας των προηγούμενων ετών), ενώ και ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί, μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους προς τις δεξαμενές του εργατικού δυναμικού και της απασχόλησης.
Οι προοπτικές των δημοσιονομικών μεγεθών
Από την άλλη το ΚΕΠΕ σημειώνει ότι, στον βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών παραμένουν θετικές. Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό–Διαρθρωτικό Πλαίσιο (ΜΔΔΠ) 2025–2028 (30 Σεπτεμβρίου) το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα κινηθεί κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ, ενώ καταγράφεται βελτίωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2024 για τα έτη 2024 και 2025.
Αντίστοιχα, το διαρθρωτικό πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 2% του ΑΕΠ το 2025 και στη συνέχεια θα αυξάνεται κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα ετησίως. Το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ακολουθεί καθοδική πορεία, και οι αναλύσεις βιωσιμότητας της ΤτΕ καταδεικνύουν ότι η πτωτική του πορεία διατηρείται ακόμα και υπό δυσμενή σενάρια.
Επομένως, οι κίνδυνοι παραμένουν περιορισμένοι. Σε ό,τι αφορά τις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις, αυτές περιλαμβάνουν την περαιτέρω μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ. Παρά τη σημαντική μείωση, ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ παραμένει υψηλός, και, καθώς τα δάνεια με ευνοϊκούς όρους θα υποκαθίστανται σταδιακά από δάνεια με όρους αγοράς, η έκθεση της οικονομίας σε δυσμενείς διαταραχές θα αυξηθεί, καθιστώντας αναγκαία:
α) την ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της εργασίας, δεδομένου ότι –παρά την αύξηση– το ποσοστό επενδύσεων προς το ΑΕΠ συνεχίζει να υπολείπεται του μέσου όρου των λοιπών χωρών της ευρωζώνης·
β) την ενίσχυση του ποσοστού συμμετοχής στην αγορά εργασίας και τη βελτίωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας·
γ) την ενίσχυση των πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, δεδομένου ότι η οικονομία επηρεάζεται πλέον εμφανώς από την κλιματική αλλαγή μέσω της συχνότερης εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων·
δ) τον έλεγχο του πληθωρισμού, ο οποίος, μολονότι βρίσκεται σε πορεία αποκλιμάκωσης, παραμένει ανθεκτικός στις υπηρεσίες.
Τέλος, η επιβράδυνση στις μεγάλες οικονομίες της ζώνης του ευρώ, τα αυξανόμενα εμπορικά εμπόδια και η κλιμάκωση περιφερειακών συγκρούσεων ενδέχεται να επιβαρύνουν τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Διαβάστε ακόμη:
- ΟΝΥΞ: Μεγάλη τουριστική επένδυση στη Χαλκιδική και είσοδος στη γεωθερμία
- Ευλογιά αιγοπροβάτων: Πάνω από 433.000 ζώα έχουν θανατωθεί
- Κακοκαιρία Byron: Ο Κολυδάς εξηγεί γιατί δημιουργούνται «σιντριβάνια» στα φρεάτια
- Εξεταστική ΟΠΕΚΕΠΕ: Οι καβγάδες με την Κωνσταντοπούλου, τα δελτία του Τζόκερ και η Ferrari από τη… μαμά