Την ταχύρρυθμη ανάκαμψη, τις διαταραχές στις διεθνείς αλυσίδες αξίας, την συνεχιζόμενη υποστηρικτική νομισματική πολιτική από πολλές κεντρικές τράπεζες, καθώς και άλλους περιορισμούς στην παραγωγή βασικών προϊόντων (π.χ. περιορισμοί παραγωγής πετρελαίου από OPEC+), θεωρεί στην τελευταία του έκθεση το ΙΟΒΕ, ως βασικές αιτίες της ραγδαίας αύξησης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων και άλλων εμπορευμάτων. Φυσικά όλη αυτή η κατάσταση έχει επηρεάσει και την ελληνική οικονομία, η οποία έχει εισέλθει σε μια περίοδο ανατιμήσεων σε βασικά αγαθά.
Του Σπύρου Σταθάκη
Ειδικότερα, και όπως σημειώνει το ΙΟΒΕ, και στη χώρα μας έχει έρθει εμφατικά στο προσκήνιο η ισχυρή άνοδος τιμών για ορισμένα αγαθά και η προοπτική πληθωρισμού. Η αντιστροφή του αντιπληθωρισμού προς συστηματικά επίπεδα πληθωρισμού στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα δεν θα αποτελεί έκπληξη και όσο αυτά παραμένουν χαμηλά, μπορεί να είναι ευνοϊκή συνθήκη για την ευκολότερη διαχείριση συσσωρευμένων δημόσιων και ιδιωτικών χρεών, μέσω της μείωσης του πραγματικού τους βάρους, και συνεπώς για την ομαλή μετάβαση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής προς μια νέα κανονικότητα.
Πιέσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις
Τόσο όμως οι πιέσεις που προκαλούνται λόγω υστέρησης της προσφοράς σε σχέση με τη ζήτηση και της βλάβης σε παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού όσο και αυτές στις αγορές ενέργειας, που σχετίζονται και με την ανάγκη μέτρων αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, δημιουργούν πιέσεις με αύξηση του κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Σχετικά, μέτρα ενίσχυσης της παραγωγικής βάσης με αύξηση επενδύσεων και νέου παραγωγικού δυναμικού, όπως και έντασης του ανταγωνισμού στις αγορές, μπορούν και πρέπει να παίξουν κρίσιμο ρόλο όσον αφορά τη διαμόρφωση τιμών εγχωρίως. Επιπλέον, ο βαθμός μετάδοσης πληθωρισμού μέσω τιμών, θα εξαρτηθεί και από τις πολιτικές των κυβερνήσεων διεθνώς, που μπορεί να βρεθούν σε περιόδους σχετικής αδυναμίας τα επόμενα έτη.
Πιο αναλυτικά το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του εκτιμά ότι, ειδικά σε ό,τι αφορά την αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, αυτή δεν ασκεί μόνο άμεσες επιδράσεις στις τιμές ορισμένων κατηγοριών αγαθών και υπηρεσιών, όπως στο κόστος των μεταφορών, του ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και έμμεσες, καθώς η ενέργεια αποτελεί έναν από τους βασικούς παραγωγικούς συντελεστές, με αποτέλεσμα μια άνοδος των τιμών της να διαχέεται σε όλα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες, ανάλογα με τη χρήση της στην παραγωγή τους.
Η σημαντική αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων το 2021 οφείλεται κυρίως στην ισχυρή ζήτηση που δημιουργεί η έντονη ανάκαμψη παγκοσμίως. Ωστόσο, ενισχυτικές παρεμβάσεις στις τιμές ασκούν και ορισμένοι άλλοι, συγκυριακοί παράγοντες. Συγκεκριμένα, ο παρατεταμένος χειμώνας φέτος στο βόρειο ημισφαίριο περιόρισε τα αποθέματα φυσικού αερίου στις χώρες της κεντρικής και της βόρειας Ευρώπης. Στις ΗΠΑ, το ιδιαίτερα θερμό καλοκαίρι, ιδίως στα βορειοδυτικά, οδήγησε σε πρωτοφανή ζήτηση κλιματισμού και κατανάλωση φυσικού αερίου. Επιπλέον, η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Κόλπο του Μεξικού πλήγηκε καίρια στα τέλη Αυγούστου από τον τυφώνα Ίντα και η αποκατάστασή της δεν έχει ολοκληρωθεί. Τις τιμές του πετρελαίου επηρεάζουν διαχρονικά, μέσω προσαρμογών στην παραγωγή τους, οι χώρες του OPEC+ (συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας).
Τα αποτελέσματα της συρρίκνωσης της ζήτησης
Από την πλευρά της η τράπεζα Alpha Bank σε σχετική ανάλυση επισημαίνει ότι, η συρρίκνωση της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία, αρχικώς άσκησε περαιτέρω καθοδική πίεση στον ήδη χαμηλό πληθωρισμό της προηγούμενης δεκαετίας, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να μειωθεί σημαντικά το 2020. Μεγάλο μέρος αυτής της μείωσης αποδόθηκε στην αισθητή μείωση των τιμών των βασικών αγαθών. Ωστόσο, με την έναρξη της ανάκαμψης, από το δεύτερο τρίμηνο του 2021, ο πληθωρισμός αυξήθηκε ραγδαία στη ΖτΕ, αν και ηπιότερα στην Ελλάδα. Πού οφείλεται, όμως, η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού; Η Alpha Bank απαντά:
Πρώτον, σε μεγάλο βαθμό, στην αύξηση των τιμών της ενέργειας, εξαιτίας της αδυναμίας της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου να ανταποκριθεί στην απότομη αύξηση της ζήτησης, μετά την έναρξη της ανάκαμψης. Επιβαρυντικός παράγοντας σε αυτήν την κατάσταση είναι η διατήρηση του περιορισμένου εφοδιασμού της ευρωπαϊκής αγοράς από τη ρωσική Gazprom. Αυτό συμβαίνει, διότι ο προηγούμενος, βαρύς χειμώνας οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της εγχώριας ζήτησης φυσικού αερίου στη Ρωσία και ταυτόχρονα σε μείωση των εξαγωγών της, προκαλώντας ενεργειακό έλλειμμα στην Ευρώπη. Επίσης, η ελλιπής συντήρηση των υποδομών παραγωγής φυσικού αερίου (εξαιτίας της πανδημίας), ήταν ένας επιπρόσθετος παράγοντας της αδυναμίας αύξησης της παραγωγής του.
Δεύτερον, στις επιδράσεις βάσης, όπως προαναφέρθηκε, δηλαδή στο γεγονός ότι συγκρίνουμε το φετινό επίπεδο τιμών με το αντίστοιχο, πολύ χαμηλό, ένα χρόνο πριν, εξαιτίας της συρρίκνωσης της ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία.
Τρίτον, στη διαταραχή που προκλήθηκε στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, μετά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας διεθνώς που οδήγησε σε ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων και τη σταδιακή αποκατάσταση της οικονομικής δραστηριότητας, η απότομη άνοδος της ζήτησης οδήγησε σε αύξηση των τιμών των βιομηχανικών αγαθών.
Πληθωριστικές πιέσεις
Επίσης, η επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την άρση του lockdown άσκησε πληθωριστικές πιέσεις στον τομέα των υπηρεσιών, ιδιαίτερα εκείνων που πριν είχαν επηρεαστεί δυσμενώς από τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Τέλος, η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος στην ΕΕ-27 και η πρόθεση για μετάβαση σε ένα παραγωγικό μοντέλο που θα βασίζεται περισσότερο σε ανανεώσιμες και λιγότερο σε παραδοσιακές πηγές ενέργειας (π.χ. λιγνίτης, άνθρακας και πετρέλαιο), οδήγησαν σε αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα που πληρώνουν οι παραγωγοί ενέργειας, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής, το οποίο εν συνεχεία μετακυλίεται τόσο στη χονδρική όσο και στη λιανική αγορά.
Οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών
Η άνοδος του επιπέδου τιμών, σε βασικά προϊόντα και κυρίως στην ενέργεια που σημειώνεται τους τελευταίους μήνες σε παγκόσμιο επίπεδο, αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συμπιέζοντας εν τέλει την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Σύμφωνα με την ανάλυση της Alpha Bank, εν όψει του χειμώνα, είναι κρίσιμο να ληφθούν μέτρα για την προστασία του διαθεσίμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της υψηλής επιβάρυνσης των οικογενειακών προϋπολογισμών.
Η Κυβέρνηση έχει ήδη προχωρήσει στην υιοθέτηση μέτρων στήριξης της κοινωνίας κατά των αρνητικών επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, όπως στην αύξηση του επιδόματος θέρμανσης (από 36% για τα νοικοκυριά χωρίς τέκνα, μέχρι 68% για νοικοκυριά με τρία τέκνα), αλλά και στη διεύρυνση των κριτηρίων επιλεξιμότητας, με σκοπό να καλύψει μεγαλύτερο ποσοστό νοικοκυριών (άνω του ενός εκατομμυρίου, έναντι περίπου 707 χιλ. νοικοκυριά το 2020). Παράλληλα, θα δοθεί επιδότηση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος των νοικοκυριών, ενώ θα εφαρμοστεί αντίστοιχη πολιτική και στους λογαριασμούς κατανάλωσης φυσικού αερίου.
Το κόστος των πρώτων υλών
Εντούτοις, εκτός από τη στήριξη των εισοδημάτων, προκειμένου οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην ιδιωτική κατανάλωση να είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιες για όσο διάστημα αυτή διαρκέσει, ένας επιπρόσθετος παράγοντας που θα καθορίσει τη δυναμική της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας είναι η δυνατότητα των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν. Το αυξημένο κόστος των πρώτων υλών αλλά και του κόστους των μεταφορικών, θα συμπιέσουν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Ωστόσο η δυνατότητα μετακύλισης του αυξημένου κόστους στις τιμές των τελικών προϊόντων -που θα προσδιοριστεί, μεταξύ άλλων από την ελαστικότητα της ζήτησης για αυτά- αναμένεται να αντισταθμίσει σε διαφορετικό βαθμό ανά κλάδο και δραστηριότητα, τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, στην πλευρά της παραγωγής.
Όπως και να ’χει, οι ανατιμήσεις κυρίως στην ενέργεια, με υπερδιπλασιασμό της τιμής του φυσικού αερίου που οδήγησαν σε αύξηση του πληθωρισμού στο 2,2% τον Σεπτέμβριο, σε ετήσια βάση, ενώ σε μηνιαία βάση κατά 2,4%, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε σήμερα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), κάνει πρόδηλη την αναγκαιότητα δραστικών παρεμβάσεων από την πλευρά της κυβέρνησης ώστε να αναχαιτιστεί το κύμα της ακρίβειας που πλήττει επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Η τιμή του φυσικού αερίου
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η τιμή του φυσικού αερίου εκτινάχθηκε κατά 108,5% τον Σεπτέμβριο του 2021 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή, του πετρελαίου θέρμανσης κατά 28,9%, των καυσίμων και λιπαντικών κατά 18,1%, του ελαιόλαδου κατά 18,4%, των νωπών λαχανικών κατά 21,1%, ενώ η τιμή σε αρνί και κατσίκι αυξήθηκε κατά 17,5% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2020 , ενώ σε μηνιαία βάση, το φυσικό αέριο εμφανίζει πάλι τη μεγαλύτερη αύξηση (+12,8% Αύγουστο / Σεπτέμβριο) και ακολουθεί το ελαιόλαδο με αύξηση 11,8%.
Σύμφωνα και με το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΒΕΑ), η ενέργεια, αποτελεί κυρίαρχο συντελεστή κόστους (άνω του 20%) για το ένα τρίτο των βιοτεχνικών επιχειρήσεων. Η αύξηση του κόστους ενέργειας, αναμφισβήτητα θα μεταφερθεί στα προϊόντα, καθώς δεν θα μπορέσει να το απορροφήσει η επιχείρηση. Το επιπλέον κόστος, θα κληθεί να το επιβαρυνθεί τόσο ο καταναλωτής, όσο και ο ίδιος ο επιχειρηματίας, ειδικά για όσους εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό, η αύξηση της τιμής τους θα τα καθιστά πλέον, μη ανταγωνιστικά.
Οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα
Όλες οι επιχειρήσεις θα επιβαρυνθούν με την αύξηση του ενεργειακού κόστους και ιδιαίτερα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα, είναι κυρίως αρτοποιεία, ζαχαροπλαστεία, αλλά και κλάδοι και τεχνικά επαγγέλματα, όπως η οικοδομή, στερούνται ήδη πρώτων υλών από την αύξηση των μεταφορικών και του κόστους παραγωγής τους. Καταγράφονται μάλιστα καθυστερήσεις στην κατασκευή έργων, καθώς μια παραγγελία, καθυστερεί να υλοποιηθεί, από μια εβδομάδα έως δέκα μέρες.
Η υψηλή εξάρτηση από την ενέργεια
Οι εξελίξεις με την ραγδαία αύξηση του ενεργειακού κόστους, επανέφερε στο προσκήνιο και τις διαρθρωτικές αδυναμίες του ενεργειακού τομέα στη χώρα μας. Αρκετοί αναλυτές του χώρου εκτιμούν ότι, η εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) δεν δημιουργεί μόνο πιέσεις (έλλειμμα) στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά την καθιστούν και ευάλωτη ότι διαταραχές των διεθνών τιμών των ενεργειακών προϊόντων.
Επιπλέον, τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού δημοσίου εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την πλειονότητα των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε., από τη φορολόγηση των ενεργειακών προϊόντων, κυρίως των πετρελαιοειδών. Το ενεργειακό κόστος αποτελεί εξάλλου κρίσιμη παράμετρο για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και το επίπεδο ευημερίας των νοικοκυριών. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε αυτή την περίοδο, με τις πιέσεις που δέχονται επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα από το ενεργειακό κόστος.
Oι εισαγωγές προϊόντων
Σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Απρίλιο, οι μακροχρόνιες τάσεις των ενεργειακών μεγεθών στην Ελλάδα υποδεικνύουν τη στενή εξάρτηση της κατανάλωσης ενέργειας από τον οικονομικό κύκλο, την αναδιάρθρωση του ενεργειακού μείγματος με σταδιακή υποχώρηση του ρόλου των στερεών καυσίμων και του πετρελαίου και παράλληλη ανάδειξη των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου, τον χαμηλό βαθμό αυτάρκειας και την υψηλή ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, ιδίως σε ό,τι αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που καλύπτουν χρήσεις κυρίως στις μεταφορές και στην ηλεκτροπαραγωγή. Αναλυτικότερα, οι εισαγωγές προϊόντων ενέργειας δεν είναι λιγότερο σημαντική, καθώς σε όρους αξίας πλησίασαν τα €15 δισ. το 2019, καλύπτοντας το 27% περίπου των ελληνικών εισαγωγών προϊόντων (από περίπου 12% στις αρχές της δεκαετίας του 2000).
Το συνολικό εμπορικό έλλειμμα των προϊόντων ενέργειας στην Ελλάδα, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και των προϊόντων του, έφτασε τα €4,3 δισ. το 2019. Στις εισαγωγές ενέργειας το μερίδιο του πετρελαίου ανέρχεται σε 86,5%. Επίσης, σχεδόν το σύνολο του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην Ελλάδα προέρχεται από εισαγωγές. Ο δε δείκτης εξάρτησης από εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων στην Ελλάδα ήταν 70,5%, έναντι 58,2% στην Ε.Ε.-27.
Αυτά τα στοιχεία τονίζουν την ανάγκη μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης, όχι μόνο για την ενίσχυση της ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού, αλλά και για τον περιορισμό της επιβάρυνσης του εμπορικού ισοζυγίου και κατ’ επέκταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ελληνικής οικονομίας. Από κει και πέρα, τα συνολικά έσοδα από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα στην Ελλάδα, ξεπερνούν κατά μέσο όρο τα €4,2 δισ. ετησίως. τα έσοδα από ειδικούς φόρους στην ενέργεια έφτασαν το 2018 το 2,9% του ΑΕΠ, όταν το ίδιο έτος αποτελούσαν στην Ε.Ε.-27 κατά μέσο όρο το 1,9% του ΑΕΠ.
Tα φορολογικά έσοδα
Περαιτέρω, ενώ στην Ε.Ε.-27 φαίνεται μια σχετικά σταθερή συμμετοχή των φορολογικών εσόδων από την ενέργεια σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομίας, στην Ελλάδα η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στα καύσιμα και άλλα προϊόντα ενέργειας σε συνδυασμό με την ύφεση της οικονομίας οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της βαρύτητάς τους στα φορολογικά έσοδα. Ως αποτέλεσμα, η Ελλάδα είναι η χώρα με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φορολογικών εσόδων από ενεργειακά προϊόντα ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε.-27 (μετά τη Σλοβενία). Επιπλέον, εξαρτούσε το 7,4% των συνολικών φορολογικών της εσόδων από τους ειδικούς φόρους στην ενέργεια, ποσοστό κατά πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο στην Ε.Ε.-27 (4,7%), το οποίο την κατέτασσε στην τρίτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών της, μετά τη Σλοβενία και τη Βουλγαρία.
Επιπλέον το ΙΟΒΕ, από την ανάλυση των σχετικών στοιχείων διαπιστώνει ότι οι δαπάνες για την αγορά ενέργειας αποτελούν, κατά μέσο όρο, ένα σημαντικά υψηλότερο τμήμα των συνολικών δαπανών για την αγορά ενδιάμεσων εισροών για τις επιχειρήσεις της μεταποίησης στην Ελλάδα (5,4%), συγκριτικά με άλλες χώρες (είτε βιομηχανικώς ιδιαίτερα αναπτυγμένες όπως για παράδειγμα η Γερμανία και η Γαλλία, είτε λιγότερο αναπτυγμένες, όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία). Παρομοίως υψηλό στην Ελλάδα είναι και το ποσοστό των ενεργειακών δαπανών εκφραζόμενο ως ποσοστό της λειτουργικής κερδοφορίας των μεταποιητικών επιχειρήσεων (45,1%).
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν τη συγκριτικά μεγαλύτερη εξάρτηση της επιχειρηματικής λειτουργίας και κερδοφορίας των βιομηχανικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, από το ενεργειακό κόστος. Επισημαίνεται, όμως, ότι η συμμετοχή των δαπανών για ενέργεια στις συνολικές δαπάνες για ενδιάμεσες εισροές και στο ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα, δεν εξαρτάται μόνο από τις τιμές ενέργειας, αλλά και από τη δομή των βιομηχανικών δραστηριοτήτων, το ύψος των δαπανών για τις υπόλοιπες εισροές στην παραγωγική διαδικασία καθώς και το επίπεδο της προστιθέμενης αξίας που επιτυγχάνουν οι εγχώριες μεταποιητικές δραστηριότητες.