Σε μια κούρσα να καλυφθεί η ζήτηση για ρολόγια πολυτελείας εξελίσσεται η ανάπτυξη της αντίστοιχης second hand αγοράς, με νέες start-ups να δημιουργούνται τραβώντας το ενδιαφέρον των επενδυτών.

Η ζήτηση για κομμάτια υψηλής ωρολογοποίας εκτοξεύτηκε μέσα στην πανδημία, εξαιτίας, όπως εκτιμούν στελέχη του κλάδου, του αυξανόμενου πλούτου από τις επενδύσεις στο χρηματιστήριο αλλά και τα κρυπτονομίσματα.

Παράλληλα, εμφανίστηκε μια νέα γενιά συλλεκτών, που έχουν τώρα τη δυνατότητα να μάθουν περισσότερα και να ενημερωθούν για την τέχνη και τη βιομηχανία της ωρολογοποιίας από τα σχετικά, ενημερωμένα sites – και που επιδεικνύουν (και πωλούν) τα αποκτήματά τους μέσα από τα social media.

Ωστόσο, καθώς οι μεγάλες εταιρείες, με τις 4 κορυφαίες Rolex, Patek Philippe, Audemars Piguet και Richard Mille να ηγούνται, δεν ενδιαφέρονται να αυξήσουν την παραγωγή τους, ώστε να διατηρήσουν το exclusivity και την ποιότητά τους, και με τις λίστες αναμονής να καθιστούν σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει κανείς ένα καινούριο ρολόι, η αγορά μεταχειρισμένων γιγαντώνεται με ταχείς ρυθμούς, ενώ και εδώ οι τιμές αυξάνονται εξαιτίας της ζήτησης. Μάλιστα, πριν λίγο καιρό υπήρξαν στη σχετική δημοσιογραφία αναφορές για «άδειες μπουτίκ» Rolex – ή τουλάχιστον για το γεγονός ότι είναι αδύνατον κάποιος να αποκτήσει ένα καινούριο ατσάλινο Rolex. Η εταιρεία αναγκάστηκε, σε μια σπάνια κίνηση, να εκδώσει ανακοίνωση ότι η έλλειψη δεν οφείλεται σε στρατηγική του brand, αλλά ότι η ζήτηση ξεπέρασε τη χρονική δυνατότητά του να δημιουργεί τα κομμάτια του σύμφωνα με τις υψηλές προδιαγραφές του.

Αυτή η συνθήκη, με μια αγορά που έφτασε τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια και προβλέπεται ότι μέχρι το 2025 θα ξεπεράσει τα 30 δισεκατομμύρια, οδηγεί στην ανάπτυξη νέων εξειδικευμένων second hand πλατφορμών, που μάλιστα καταφέρνουν να συγκεντρώσουν σημαντικά κεφάλαια από μεγάλους παίκτες της αγοράς πολυτελών ειδών, αλλά και να στρατολογούν για τη λειτουργία τους στελέχη με προϋπηρεσία σε υψηλές θέσεις εταιρειών όπως το Facebook ή η Apple.

Πλατφόρμες

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η πλατφόρμα Chrono24, που η αξία της υπολογίζεται στο ένα δισεκατομμύριο δολάρια, και στην οποία επένδυσε πρόσφατα εταιρεία του Bernard Arnault, CEO του κολοσσού ειδών πολυτελείας LVMH. Παράλληλα, αναπτύσονται νέες start-ups στον ίδιο χώρο, όπως οι Chronext, Watchmaster, WatchBox και άλλες, αποδεικνύοντας ότι πρόκειται για μια αγορά που, τουλάχιστον το επόμενο διάστημα, δύσκολα θα υποχωρήσει.

Μάλιστα, το κοινό αλλά και τους επενδυτές δε φαίνεται να πτοεί το γεγονός ότι δεν είναι πάντα εύκολο να είναι κανείς σίγουρος ότι αγοράζει ένα αυθεντικό κομμάτι – ή τουλάχιστον ότι θα φτάσει στα χέρια του ένα ρολόι που λειτουργεί όπως πρέπει.

Πόσο θα διατηρηθεί αυτό το hype και κατά πόσο θα πληθύνουν οι νέοι συλλέκτες, που είναι και περισσότερο εξοικειωμένοι πλέον με την online second hand αγορά πολυτελών ειδών, μένει να φανεί, ωστόσο, καθώς παραδοσιακά τα αντικείμενα υψηλής ωρολογοποιίας θεωρούνται επένδυση, έχουν υψηλή αξία μεταπώλησης και προσδίσουν status – κάτι, μάλιστα, που δείχνουν να καταλαβαίνουν καλά και οι Κινέζοι millennials, οι οποίοι κυνηγούν τελευταία ολοένα και περισσότερο την απόκτηση second hand high end ρολογιών – το ανανεωμένο ενδιαφέρον από τους νέους συλλέκτες το πιθανότερο είναι ότι απλώς θα κινητοποιήσει την αγορά περισσότερο.