Το σύνδρομο Guillain-Barre είναι ένα σπάνιο νευρολογικό νόσημα στο οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού επιτίθεται εναντίον των νεύρων, με αποτέλεσμα ο ασθενής να παρουσιάζει παράλυση και μούδιασμα, συνήθως στα χέρια και τα πόδια.

Σε βαριές περιπτώσεις δεν λειτουργούν σωστά οι αναπνευστικοί μύες. Αυτή η ασθένεια προσβάλλει μεταξύ 3.000 και 6.000 ανθρώπων κάθε χρόνο στις ΗΠΑ.

Μάλιστα, η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) προειδοποίησε για «αυξημένο κίνδυνο» εμφάνισης του συνδρόμου Guillain-Barré, μιας σπάνιας νευρολογικής διαταραχής, που σχετίζεται με την χορήγηση του εμβολίου Johnson & Johnson κατά του Covid-19.

Σύνδρομο Guillain-Barre: Ποια είναι τα συμπτώματα;

Τα πρώτα συμπτώματα του συνδρόμου είναι μούδιασμα, μυρμήγκιασμα και πόνος, είτε μόνα είτε σε συνδυασμό. Αυτό ακολουθείται από την προοδευτικά επιδεινούμενη αδυναμία των ποδιών και των βραχιόνων που επηρεάζει τις δύο πλευρές εξίσου. Η αδυναμία/ παράλυση μπορεί να χρειαστεί από μισή ημέρα έως πλέων των δύο εβδομάδων για να φτάσει στη μέγιστη σοβαρότητα, και στη συνέχεια να γίνει σταθερή. Οι μύες του λαιμού μπορεί επίσης, να επηρεαστούν και περίπου οι μισοί αντιμετωπίζουν εμπλοκή των κρανιακών νεύρων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αδυναμία των μυών του προσώπου, δυσκολίες κατάποσης και μερικές φορές αδυναμία των μυών των ματιών. Στο 8%, η αδυναμία επηρεάζει μόνο τα πόδια (παραπληγία ή παραπάρεση).

Σύνδρομο Guillain-Barre

Συνολικά, περίπου το ένα τρίτο των ανθρώπων με σύνδρομο Guillain-Barré συνεχίζουν να μπορούν να περπατούν. Μόλις η αδυναμία έχει σταματήσει να προχωράει, παραμένει σε ένα σταθερό επίπεδο («φάση σταθεροποίησης») πριν από τη βελτίωση. Η φάση σταθεροποίησης μπορεί να διαρκέσει από δύο ημέρες μέχρι έξι μήνες, αλλά η συνηθέστερη διάρκεια είναι μια εβδομάδα. Τα συμπτώματα που σχετίζονται με τον πόνο επηρεάζουν περισσότερο από τους μισούς ασθενείς και περιλαμβάνουν πόνο στην πλάτη, επώδυνο μυρμήγκιασμα, μυϊκούς πόνους και πόνο στο κεφάλι και στον αυχένα που σχετίζονται με τον ερεθισμό της επένδυσης του εγκεφάλου.

Στη νευρολογική εξέταση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι η μειωμένη δύναμη των μυών και τα μειωμένα ή απόντα τενόντια αντανακλαστικά. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό έχει κανονικά αντανακλαστικά στα προσβεβλημένα άκρα πριν αναπτυχθεί η απουσία αντανακλαστικών, και μερικοί μπορεί να έχουν αυξημένα αντανακλαστικά. Σε παιδιά, ιδιαίτερα σε παιδιά ηλικίας κάτω των έξι ετών, η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη και συχνά αρχικά γίνεται λάθος (μερικές φορές για έως και δύο εβδομάδες) καθώς μπορεί να μπερδευτεί με άλλες αιτίες πόνου και δυσκολίας στο περπάτημα, όπως ιογενείς λοιμώξεις και προβλήματα στα οστά ή τις αρθρώσεις.

Τι προκαλεί το σύνδρομο Guillain-Barre;

Η αιτία του συνδρόμου GBS είναι άγνωστη. Ίσως το 50% των ̟εριστατικών να εμφανίζονται αμέσως μετά α̟ό μια ιογενή ή βακτηριδιακή λοίμωξη όπως πονόλαιμο ή διάρροια. Πολλά κρούσματα σημειώθηκαν σε άτομα ̟ου εμβολιάστηκαν κατά της γρί̟̟ης των χοίρων το 1976. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες θεωρίες, ένας αυτοάνοσος μηχανισμός, στον οποίο το αμυντικό σύστημα των αντισωμάτων και των λευκών αιμοσφαιρίων του ασθενούς ενεργοποιείται καταστρέφοντας το νευρικό περίβλημα ή τη νευρική μόνωση, οδηγεί σε αδυναμία και αφύσικη αίσθηση.

Σύνδρομο Guillain-Barre

Αντιμετωπίζεται;

Σύμφωνα με το GBS/CIDP Foundation International, επειδή η αρχική πορεία της νόσου είναι απρόβλεπτη, οι νεοδιαγνωσθέντες στην πλειοψηφία τους διακομίζονται συνήθως σε μονάδα εντατικής θεραπείας για την παρακολούθηση της αναπνοής και των άλλων σωματικών λειτουργιών. Η περίθαλψη περιλαμβάνει τη χρήση γενικών υποστηρικτικών μέτρων για τον ασθενή που βρίσκεται σε παράλυση, καθώς επίσης και μεθόδους που είναι ειδικά σχεδιασμένες για την επιτάχυνση της ανάρρωσης, ιδιαίτερα για τους ασθενείς εκείνους με σοβαρά προβλήματα, όπως αδυναμία να περπατήσουν.

Η ανταλλαγή πλάσματος (διαδικασία «αιμοκάθαρσης») και η χορήγηση ενδοφλεβίως μεγάλης δόσης ανοσοσφαιρινών συχνά βοηθά στην περικοπή της πορείας του συνδρόμου GBS. Οι περισσότεροι ασθενείς, μετά την αρχική παραμονή τους στο νοσοκομείο και όταν η κατάστασή τους σταθεροποιηθεί, συμμετέχουν σε πρόγραμμα αποκατάστασης ώστε να βοηθηθούν στη βέλτιστη χρήση των μυών τους καθώς επανέρχεται η νευρική παροχή.