Σε μια από τις πλέον λεπτομερείς αναθεωρήσεις της για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, η Goldman Sachs προχωρά σε μικτές αλλά απολύτως στοχευμένες προσαρμογές τιμών στόχων, αποκαλύπτοντας με σαφήνεια ποιες τράπεζες περνούν ισχυρότερα μέσα από το φίλτρο του νέου μοντέλου αποτίμησης και ποιες εμφανίζουν πιο συγκρατημένη δυναμική.

Η εικόνα που προκύπτει δεν είναι μονοδιάστατη: όλες οι τράπεζες συνεχίζουν να στηρίζονται σε υψηλές αποδόσεις, σταθερή ποιότητα ενεργητικού και ισχυρή κεφαλαιακή βάση, ωστόσο οι διαφορές στο προφίλ κερδοφορίας οδηγούν σε διαφορετικές αποτιμησιακές τροχιές.

Το πλαίσιο μέσα στο οποίο γίνονται οι αλλαγές είναι κρίσιμο. Η Goldman Sachs μεταφέρει πλέον το βάρος του υπολογισμού της εύλογης αξίας στην περίοδο 2026-2027, με αναλογία 25%-75% έναντι του προηγούμενου 50%-50%. Με άλλα λόγια, το valuation «βλέπει» περισσότερο τη μεσοπρόθεσμη απόδοση των τραπεζών παρά το άμεσο αποτύπωμα των βραχυπρόθεσμων εξελίξεων. Αυτός ο μηχανισμός είναι που οδηγεί στις αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις μεταξύ των ομίλων.

Στην Εθνική Τράπεζα, η θετική αυτή μετατόπιση λειτουργεί ενισχυτικά. Η τιμή στόχος αυξάνεται στα €15,10 από €14,40, καθώς η τράπεζα εμφανίζει από τα ισχυρότερα προφίλ αποδοτικότητας και κεφαλαιακής συσσώρευσης μεταξύ των εγχώριων ομίλων. Το γεγονός ότι το νέο πολυετές μοντέλο ενσωματώνει χαμηλότερους φόρους και σταθερά υψηλό δείκτη αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων εξηγεί γιατί η ΕΤΕ κερδίζει το μεγαλύτερο μέρος της θετικής αναθεώρησης. Το περιθώριο ανόδου στο 11% δεν είναι εντυπωσιακό από μόνο του, αλλά σε ευρωπαϊκό πλαίσιο θεωρείται υψηλό για τράπεζα με τέτοιο κεφαλαιακό προφίλ.

Ανάλογη είναι η εικόνα για την Alpha Bank, όπου η τιμή στόχος αναβαθμίζεται στα €4,20 από €4,00. Η Goldman Sachs επισημαίνει ότι η τράπεζα θα εμφανίσει μια από τις μεγαλύτερες βελτιώσεις αποδοτικότητας την περίοδο 2025-27, κάτι που αντικατοπτρίζεται άμεσα στο νέο μοντέλο αποτίμησης. Το περιθώριο ανόδου φτάνει το 15%, το υψηλότερο στον κλάδο, και ο οίκος διατηρεί σαφώς θετική σύσταση, τονίζοντας ότι οι προοπτικές οργανικής κερδοφορίας της Alpha παραμένουν ισχυρές ακόμη και χωρίς να συνυπολογιστούν τυχόν επιπλέον κινήσεις επέκτασης.

Η εικόνα για την Πειραιώς είναι πιο ισορροπημένη, αν και με τεχνικά αρνητικό πρόσημο στην τιμή στόχο, η οποία μειώνεται οριακά στα €8,00 από €8,10. Η ελαφρά αυτή προσαρμογή προκύπτει από μικρές αλλαγές στις προβλέψεις για τα επόμενα χρόνια, χωρίς να επηρεάζεται η συνολική θετική θέση της Goldman Sachs. Ο οίκος εξακολουθεί να βλέπει σημαντική βελτίωση στο προφίλ ποιότητας ενεργητικού και κεφαλαίων της Πειραιώς, ενώ το περιθώριο ανόδου παραμένει στο 11%. Το μήνυμα είναι ότι η μετοχή συνεχίζει να θεωρείται ελκυστική, απλώς με πιο σταθεροποιημένη μεσοπρόθεσμη εικόνα σε σχέση με Alpha και ΕΤΕ.

Εκεί όπου η Goldman Sachs δείχνει πιο καθαρή επιφύλαξη είναι η Eurobank. Η τιμή στόχος μειώνεται στα €3,50 από €3,60, καθώς οι εκτιμήσεις κερδοφορίας για το 2025 υποχωρούν κατά περίπου 3%. Το τρίτο τρίμηνο επηρέασε δυσμενώς τα συνολικά έσοδα μέσω χαμηλότερων επιδόσεων στο trading, ενώ η ανάκαμψη στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα αναμένεται να είναι πιο ήπια. Στο νέο αποτιμησιακό μοντέλο, η Eurobank εμφανίζει μικρότερη δυναμική βελτίωσης σε σύγκριση με τους άλλους ομίλους, με αποτέλεσμα να προκύπτει ουσιαστικά μηδενικό ή αρνητικό περιθώριο ανόδου σε σχέση με την τρέχουσα τιμή.

Πέρα από τις διαφοροποιήσεις στις τιμές στόχων, το βασικό αφήγημα του οίκου παραμένει καθαρά θετικό για τον κλάδο. Οι ελληνικές τράπεζες συγκλίνουν σε επίπεδα ποιότητας ενεργητικού που προσεγγίζουν πλέον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να συνεχίζουν να αποκλιμακώνονται. Η κεφαλαιακή βάση κινείται σταθερά γύρω στο 17%, κάτι που ο οίκος θεωρεί ισχυρό πλεονέκτημα σε ένα περιβάλλον αυξημένων εποπτικών απαιτήσεων. Παράλληλα, η προβλεπόμενη απόδοση ιδίων κεφαλαίων κοντά στο 14% για τα έτη 2025-27 τοποθετεί τις ελληνικές τράπεζες μέσα στους πιο αποδοτικούς ομίλους της Ευρωζώνης.

Όλα τα παραπάνω οδηγούν τη Goldman Sachs στο να διατηρήσει ξεκάθαρη διαβάθμιση: θετική σύσταση για Εθνική, Alpha και Πειραιώς και ουδέτερη για τη Eurobank. Η ουσία της νέας ανάλυσης δεν βρίσκεται μόνο στις αναθεωρήσεις των τιμών στόχων, αλλά στη διαφαινόμενη εικόνα για το 2026: ένας κλάδος που εξακολουθεί να ενισχύει τις αντοχές του και να κερδίζει αξιοπιστία στις αγορές, αλλά με διαφοροποιήσεις που γίνονται πλέον πιο ορατές καθώς το σύστημα επιστρέφει σε κανονικότητα. Οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα επενδυτικά αφηγήματα στην ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά, με σημαντικά περιθώρια για επιλεκτική υπεραπόδοση.

Διαβάστε ακόμη: