Το νέο πολυτελές θέρετρο στα Αστέρια Γλυφάδας αναμένεται να ανοίξει τις πύλες του το επόμενο καλοκαίρι και φιλοδοξεί να μετατρέψει την Αθηναϊκή Ριβιέρα σε κορυφαίο προορισμό πολυτελούς φιλοξενίας, σύμφωνα με τον Γιώργο Χρυσικό, ο οποίος μίλησε στην 23η Prodexpo που πραγματοποιείται το διήμερο 24/10 και 25/10, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ο κ. Χρυσικός αναφέρθηκε στον τομέα του ultra luxury τουρισμού, επισημαίνοντας ότι η Grivalia Hospitality έλειπε από το ελληνικό προϊόν, όταν άρχισε τη δραστηριότητά της. «Τα ultra luxury ξενοδοχεία δεν υπήρχαν στην Ελλάδα και γι’ αυτό, αποφασίσαμε να συστήσουμε την εταιρεία και να φέρουμε αυτά τα ονόματα εδώ», υπογράμμισε.

Σημείωσε ότι «η δυσκολία που αντιμετωπίζει όποιος θέλει να επενδύσει στον τουρισμό πολυτελείας είναι ότι, βάσει του τρόπου που ορίζουμε το ultra luxury, δεν μπορεί κάποιος να πάρει παλιές ξενοδοχειακές μονάδες και να τις ανακατασκευάσει, καθώς ήταν δομημένες και σχεδιασμένες με πολύ διαφορετικό τρόπο.

Μία άλλη δυσκολία έγκειται στη γραφειοκρατία, καθώς συνήθως εμπλέκονται παρά πολλές δημόσιες υπηρεσίες, καθυστερώντας τη διαδικασία.

Αναφερόμενος στα σχέδια της εταιρείας, σχολίασε ότι εντός του επόμενου έτους θα ολοκληρωθούν τρεις επενδύσεις, τα Αστέρια Γλυφάδας, το glamping στη Βούλα και ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Πάρο. Συγκεκριμένα, για τη μεγάλη επένδυση στα Αστέρια, είπε ότι θα περιλαμβάνει 128 κλειδιά, αλλά μόνο για τα δώδεκα θα χρειάζεται ο πελάτης να πάρει ασανσέρ. «Στη συνολική έκταση των 280 στρεμμάτων, η δόμηση θα καλύπτει μόνο τα 25 στρέμματα, ενώ αρχίζει το έργο φύτευσης 200.000 φυτών και δένδρων».

«Το πολυτελές θέρετρο θα απευθύνεται σε πολύ εύπορους επισκέπτες, προσφέροντας ένα προϊόν που δεν είναι ανταγωνιστικό με το υπάρχον τουριστικό προϊόν της χώρας. Τέτοιου είδους επενδύσεις, όμως έχουν πολλά οφέλη για τις περιοχές που γειτνιάζουν, ενισχύοντας την τοπική οικονομία», γνωστοποίησε.

Όσον αφορά την πορεία του ελληνικού τουρισμού, ο Γιώργος Χρυσικός εκτίμησε ότι «την επόμενη χρονιά δε θα δούμε αρνητική ροή στον αριθμό των αφίξεων, αλλά ίσως υπάρξει επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης, λόγω της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου».

Διαβάστε ακόμη: