Με ολοκληρωμένες πλέον τις δύο τελευταίες κινήσεις των δύο κεντρικών τραπεζών, ΕΚΤ και Fed, ίσως έχουμε πλέον μια πιο καθαρή εικόνα για τους στόχους που προσπαθεί να πετύχει η κάθε μία, σε συνδυασμό βέβαια, όχι μόνο για τον ομολογημένο στόχο μείωσης του πληθωρισμού, αλλά – κάτι που πολλές φορές διαφεύγει της προσοχής των περισσότερων – για τον ανομολόγητο της διατήρησης της ισχύος των δύο νομισμάτων, ευρώ και δολαρίου.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει θέσει σε εφαρμογή την προώθηση του περιβόητου νόμου για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού υπό το ακρωνύμιο IRA.
Κατά τους αναλυτές και τις εξηγήσεις της επίσημης κυβέρνησης, το τεράστιο πακέτο κινήτρων και εκπτώσεων για καθαρή ενέργεια, ηλεκτρικά οχήματα και απαλλαγή από τον άνθρακα θα δώσει κίνητρα στις εταιρείες να πραγματοποιήσουν αυτές τις κρίσιμες επενδύσεις.
Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ανοιχτή όσο ποτέ συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και πριμοδότηση ταυτόχρονα του τελευταίου με τεράστια ποσά, με προφανείς στόχους την έξοδο της αμερικανικής οικονομίας από την επεκτεινόμενη ύφεση και τα αδιέξοδα που δημιούργησε η αναγκαστική αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ.
Και με όλα αυτά μαζί, για να εκλείψουν οι φόβοι μια νέας κρίσης χρέους, οι οποίοι ήδη έχουν επιδράσει αρνητικά στην πορεία του δολαρίου, με ότι και αν αυτό συνεπάγεται.
Άλλωστε, δεν αποτελεί μυστικό, ότι τα έσοδα από τη φορολογία ειδικά των επιχειρήσεων είχαν αφεθεί περίπου στον αυτόματο πιλότο επί Τραμπ.
Με το σχέδιο IRA, όμως, δεν υπάρχουν δυνατότητες φοροδιαφυγής, καθώς πρώτα θα αποπληρώνεται ένα μεγάλο μέρος των φόρων που θα αντιστοιχούν σε μία επιδοτούμενη επένδυση και εν συνεχεία σε τακτά διαστήματα και ανάλογα με την εξέλιξή της οι λοιποί αναλογούντες.
Δηλαδή, με ένα σπάρο δύο τριγώνια – και προσέλκυση τεράστιων επενδύσεων και όχι μόνο από αμερικανικούς ομίλους, αλλά και πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και φορολογικά έσοδα αυξημένα, που αποτρέπουν φόβους ανησυχητικής εξέλιξης στο χρέος.
Έχει σημασία να επισημανθεί ότι η Goldman Sachs εκτιμά πως η στρατηγική αυτή της κυβέρνησης των ΗΠΑ, στην οποία προσαρμόζει την πολιτική της για τα επιτόκια και η Fed, ώστε ταυτόχρονα να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, θα επιφέρει ένα τεράστιο κύμα επενδύσεων άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.
Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, πως απαντά σε αυτή την αντεπίθεση που επιχειρείται από τις ΗΠΑ;
Έχει κάποιο αντίδοτο, έτσι ώστε και να μη φύγουν επενδύσεις από την Ευρώπη και να προστατεύσει τις οικονομίες των χωρών από τις συνέπειες μιας ολοένα και βαθύτερης ύφεσης;
Η οποία οδηγεί και σε περιορισμό της ανάπτυξης και σε μείωση των επενδύσεων, φυσικά και των θέσεων εργασίας, με συνέπειες και στο ΑΕΠ, ακόμα και των πιο ισχυρών οικονομιών της.
Η ΕΚΤ αρνείται πεισματικά να κάνει μία στάση στις αυξήσεις επιτοκίων, για να δει στην πράξη αν οι πληθωριστικές πιέσεις θα έχουν έστω μια σταθεροποιητική πορεία.
Αφήνει στην άκρη, σαν να μην υπάρχουν, τις οδυνηρές συνέπειες που έχει η πολιτική της στον τομέα της ανάπτυξης και των επενδύσεων και επιμένει μονότονα ότι δεν θα σταματήσει τις αυξήσεις, αν ο πληθωρισμός δεν υποχωρήσει στο 2%, μέχρι το 2025!
Και έχουμε 2023. Και το μόνο για το οποίο προτρέπει είναι να μην υπάρξουν μισθολογικές αυξήσεις, γιατί τροφοδοτούν τον πληθωρισμό.
Και αφιερώνει και λίγα λόγια, στις αρνητικές συνέπειες που έχει ο υψηλότατος ακόμα πληθωρισμός στα τρόφιμα και τα τιμολόγια ενέργειας.
Και τα άλλα όργανα της Ε.Ε., τι λένε και τι κάνουν;
Κατά γενική ομολογία, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, έδωσε κάποιες ανάσες και συνεχίζει να δίνει στις οικονομίες, αλλά αυτό το πακέτο, προήλθε από τις ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού και ήδη θεωρείται ότι δεν έχει από μόνο του τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί το αμερικανικό σχέδιο IRA.
Κάποιες σκέψεις που υπήρξαν και σκόρπιες προτάσεις που διατυπώθηκαν, προσέκρουσαν σε τείχος μέχρι τώρα και μάλλον ενταφιάστηκαν οριστικά.
Όσο για το ευρώ και τη δυναμική του, μέσα σε ένα περίπου χρόνο έχει υποστεί απώλειες της τάξης του 17% έναντι του δολαρίου.
Την ίδια ώρα, πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ακόμα και ελληνικές, είναι έτοιμες να αξιοποιήσουν τα κίνητρα που δίνει το IRA και να μεταναστεύσουν, βλέποντας την πλήρη αδυναμία της Ε.Ε. να προστατεύσει και να ενισχύσει τις επενδύσεις, ειδικά στην πράσινη ενέργεια, αλλά και σε άλλους ανταγωνιστικούς τομείς.
Τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε., η Κομισιόν πρωτίστως και οι συναρμόδιοι για την ανάπτυξη Επίτροποι, αποδεικνύονται πολύ λίγοι, για να αντιμετωπίσουν μία τέτοια “εμπόλεμη” κατάσταση στο χώρο της οικονομίας και των επενδύσεων και ομνύουν μόνο στην επιτυχία της νομισματικής μέγγενης που εφαρμόζει η Λαγκάρντ και η παρέα της.