Το ξεπούλημα των μετοχών της Deutsche Bank την περασμένη εβδομάδα υποτίθεται ότι προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς αναλυτές, ενώ ο ίδιος ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς έσπευσε να δηλώσει καθησυχαστικά ότι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας «έχει αναδιοργανώσει και εκσυγχρονίσει πλήρως το επιχειρηματικό της μοντέλο και είναι μια πολύ κερδοφόρα τράπεζα».
Ακόμα και η Citi χαρακτήρισε την Παρασκευή «παράλογο» το ξεπούλημα των τίτλων της Deutsche Bank, ενώ αλλεπάλληλες δηλώσεις και εκθέσεις αναλυτών, σπεύδουν να υποδείξουν ότι δεν υπάρχει «εμφανής» λόγος για κάτι τέτοιο.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Κάνει λάθος η αγορά; Η πραγματικότητα ίσως να είναι διαφορετική, αφού η Deutsche Bank μπορεί να είναι εκτεθειμένη σε ένα ανάλογο πρόβλημα με εκείνο που αντιμετώπισε η Silicon Valley Bank πριν την κατάρρευσή της, σύμφωνα με αναλυτές επενδυτικών τραπεζών του εξωτερικού με τους οποίους συζητήσαμε το θέμα.
Η γερμανική τράπεζα είναι «φορτωμένη» με ομόλογα του γερμανικού δημοσίου (bund). Έχει ιδιαίτερα μεγάλη έκθεση σε ομόλογα διετούς και τριετούς διάρκειας, τα οποία εκδόθηκαν με αρνητικό επιτόκιο (-1%).
Με την άνοδο των επιτοκίων διεθνώς, οι αποδόσεις των ομολόγων αυτών έχουν φτάσει στο 2,37% και οι τιμές τους (που κινούνται αντίστροφα με την απόδοση) έχουν υποχωρήσει στο 80-85% της ονομαστικής αξίας, την τιμή δηλαδή στην οποία τα αποκτήθηκαν κατά την έκδοσή τους.
Είναι ενδεικτικό ότι τα μετατρέψιμα σε μετοχές ομόλογα της Deutsche Bank (co-co) έχουν φτάσει σε απόδοση 25%. Επιπλέον, η Deutsche Bank είναι εκτεθειμένη σε επενδύσεις ακινήτων στις ΗΠΑ, σε μια περίοδο που το real estate είναι το επόμενο μέτωπο που πιθανόν να δημιουργήσει κραδασμούς λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Η φερεγγυότητα της Deutsche Bank πιθανώς δεν αμφισβητείται, αλλά οι ζημιές που γράφει το χαρτοφυλάκιο ομολόγων της ίσως δημιουργεί αναλογίες με την περίπτωση της Silicon Valley Bank στο μυαλό των επενδυτών. Η κατάρρευση της τελευταίας είχε ξεκινήσει με αφορμή τις θεωρητικές ζημιές (διαφορά ονομαστικής τιμής από εκείνη της αγοράς) που έγραψε το χαρτοφυλάκιο των 10ετών ομολόγων ΗΠΑ που κατείχε.
Επομένως το ερώτημα των επενδυτών είναι κατά πόσον ο κίνδυνος από τις θέσεις της Deutsche Bank είναι επαρκώς αντισταθμισμένες (hedging), κάτι που οι επενδυτές δεν θέλουν να… διαπιστώσουν και σπεύδουν να πουλήσουν εκ προοιμίου.
Το πρόβλημα συνδέεται και με την ευρύτερη ανασφάλεια που έχει δημιουργηθεί στην αγορά διεθνώς για τα πιθανά ανοίγματα τραπεζών και άλλων επενδυτικών οργανισμών, τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν πίεση καθώς τα επιτόκια συνεχίζουν να ανεβαίνουν.
Οι τελευταίες δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ παραπέμπουν σε περισσότερη νομισματική σύσφιξη, ενώ η ίδια η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, προειδοποίησε σήμερα για αυξημένους κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ο παράγοντας Ρωσία
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ουδείς γνωρίζει από πού μπορεί να προκύψει το επόμενο πρόβλημα και υπό τις συνθήκες αυτές, η Deutsche Bank αποτελεί ένα θύλακα αβεβαιότητας αλλά και ένα «νόμιμο στόχο» για τους απανταχού σορτάκηδες.
Και βέβαια, το ζήτημα συνδέεται με την ευρύτερη αποσταθεροποίηση της γερμανικής οικονομίας, η οποία μετά την ενεργειακή κρίση, έχει χάσει το πλεονέκτημα του φτηνού φυσικού αερίου που διέθετε χάρη στην προνομιακή σχέση του Βερολίνου με τη Μόσχα που είχε οικοδομήσει η Άνγκελα Μέρκελ.
Με τις δηλώσεις του την περασμένη Παρασκευή περί κερδοφορίας και αναδιοργάνωσης της Deutsche Bank, o Γερμανός καγκελάριος επιχείρησε να πείσει τη διεθνή αγορά ότι έχουν ξεπεραστεί οι παλιές αμαρτίες της τελευταίας και ότι δεν έχει καμία σχέση με την Credit Suisse, παρόλο που και η γερμανική τράπεζα είχε βρεθεί στο επίκεντρο παρόμοιων σκανδάλων, από ξέπλυμα χρήματος, χειραγώγηση της αγοράς, συναλλαγές με τον Έπσταιν, φοροδιαφυγή και πολλά άλλα.
Το γεγονός ότι τα σκάνδαλα για ξέπλυμα και η φοροδιαφυγή συνδέονταν με ρωσικά συμφέροντα, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, δεδομένου ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ περνά από κόσκινο τράπεζες που πιθανόν να βοήθησαν Ρώσους να αποφύγουν τις κυρώσεις, όπως έγραψε το αμερικανικό πρακτορείο Bloomberg την περασμένη εβδομάδα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Deutsche Bank βρίσκεται στο επίκεντρο. Στο «τσακ» είχε γλιτώσει την κατάρρευση μετά το κραχ του 2008 καθώς ήταν εκτεθειμένη στα τοξικά παράγωγα που «έσκασαν» τότε και οδήγησαν στην κατάρρευση της Lehman Brothers.
Mέχρι τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας η Deutsche Bank αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα του γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το 2016 τα παράγωγά της είχαν φτάσει σε αξία πάνω από 50 τρισεκατομμύρια ευρώ, 20 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας.
Είδαν κι έπαθαν οι Γερμανοί να γλιτώσουν τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, που απασχολεί σχεδόν 85.000 υπαλλήλους σε 58 χώρες και είναι μία από τις 30 πιο σημαντικές συστημικά τράπεζες παγκοσμίως.
Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο την μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, η οποία δοκιμάζεται μετά την ενεργειακή κρίση και την απώλεια του φτηνού ρωσικού αερίου που τροφοδότησε το «γερμανικό οικονομικό θαύμα», αλλά και την ευρωπαϊκή και διεθνή τραπεζική αγορά.