Στο επίκεντρο των ελέγχων και των διασταυρώσεων της ΑΑΔΕ έχουν τεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις του έτους 2015, προκειμένου να εντοπιστούν ύποπτες πιστώσεις και πληρωμές, που δεν συνάδουν με τα δηλωθέντα εισοδήματα.
Οι έλεγχοι επικεντρώνονται στο συγκεκριμένο έτος, καθώς οι όποιες υποθέσεις φοροδιαφυγής εντοπιστούν παραγράφονται την 31η Δεκεμβρίου 2021 και από τον Ιανουάριο η εφορία δεν θα μπορεί να τους ελέγξει και να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα.
Ο έλεγχος των τραπεζικών καταθέσεων, έρχεται παράλληλα με τις εκτεταμένες διασταυρώσεις που πραγματοποίησε η ΑΑΔΕ και εντόπισε χιλιάδες υπόχρεους που δεν υπέβαλαν δηλώσεις φόρου εισοδήματος και ΕΝΦΙΑ, για τα έτη 2015 και μετά και ήδη αποστέλλει τα σχετικά εκκαθαριστικά βεβαίωσης φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων.
Σειρά, στο ελεγκτικό έργο της ΑΑΔΕ, έχουν οι τραπεζικές καταθέσεις, μέσω των οποίων αναζητούνται κρυμμένα εισοδήματα.
Ο έλεγχος γίνεται από το «Ειδικό Λογισμικό Ελέγχου Προσαύξησης Περιουσίας», το οποίο χρησιμοποιείται από τον Μάιο του 2017 για τον προσδιορισμό της συνολικής καθαρής ατομικής/οικογενειακής τραπεζικής περιουσίας για κάθε ΑΦΜ και τη σύγκρισή της με τα δηλωθέντα ατομικά/οικογενειακά εισοδήματα κατ’ έτος, έτσι ώστε εξάγεται εκτίμηση αποκρυβείσας ή μη φορολογητέας ύλης.
Το σύστημα εντοπίζει και επεξεργάζεται μόνο τα στοιχεία πρωτογενών καταθέσεων, δηλαδή των ποσών που εμφανίζονται για πρώτη φορά κατατεθειμένα στους τραπεζικούς λογαριασμούς κάθε ελεγχόμενου, ενώ έχει τη δυνατότητα να εξαιρεί από τα προς διασταύρωση στοιχεία μεταφορές κεφαλαίων από λογαριασμό σε λογαριασμό του ιδίου προσώπου, δάνεια και αντιλογισμούς.
Μέσω αυτοματοποιημένων λογιστικών αλγορίθμων, το σύστημα μπορεί να συσχετίζει τα στοιχεία των πρωτογενών καταθέσεων με τα δηλωθέντα εισοδήματα μέσα σε λίγη ώρα, οδηγώντας σε κάποιες πρώτες ενδείξεις πιθανής φοροδιαφυγής, που αποτελούν το έναυσμα για τον ενδελεχή φορολογικό έλεγχο.
Επιπλέον, οι ελεγκτές ζητούν και λαμβάνουν πρόσθετα στοιχεία, από το «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών», που αφορούν στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του ελεγχόμενου.
Τα στοιχεία που αντλούνται συγκρίνονται με τα εισοδήματα που έχει δηλώσει ο φορολογούμενος για τα συγκεκριμένα έτη. Εφόσον συμφωνούν δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αν όμως διαπιστωθεί ότι οι καταθέσεις είναι περισσότερες από τα δηλωθέντα εισοδήματα, η Εφορία προχωρεί στη βεβαίωση φόρου εισοδήματος, εισφοράς αλληλεγγύης, προστίμων και προσαυξήσεων και κοινοποιεί στον φορολογούμενο την Πράξη Προσδιορισμού Φόρου.
Ο υπόχρεος, μπορεί να αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις της Εφορίας, προσκομίζοντας τα απαραίτητα δικαιολογητικά, στη ΔΟΥ ή στο Ελεγκτικό Κέντρο. Εάν δεν πείσει του ελεγκτές, τότε μπορεί να προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ.
Στην περίπτωση που, ούτε εκεί βρει το δίκιο του, τότε μπορεί να προσφύγει στα φορολογικά δικαστήρια.
Παραγράφονται οι υποθέσεις του 2014
Όλα τα παραπάνω ισχύουν για τις ύποπτες κινήσεις και καταθέσεις των τραπεζικών λογαριασμών του έτους 2015 και μετά. Αντίθετα, οι υποθέσεις του 2014 και πίσω, έχουν παραγραφεί, λόγω της πενταετίας.
Η ΑΑΔΕ δεν μπορεί να ελέγξει τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, από την 31η Δεκεμβρίου 2014 και πίσω, καθώς έχουν παραγραφεί, ακόμη και στις περιπτώσεις που από τη διάρκεια του φορολογικού ελέγχου, εντοπιστεί κραυγαλέα φοροδιαφυγή.
Με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε οριστικά, ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και δεν εκτείνουν την περίοδο της παραγραφής στη δεκαετία, αλλά πρόκειται για δεδομένα τα οποία είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να τα ελέγξουν εντός της πενταετίας.
«Συμπληρωματικά» είναι τα στοιχεία εκείνα, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να είναι σε γνώση των φορολογικών αρχών και προκύπτουν εκ των υστέρων, όπως είναι π.χ. πλαστά και εικονικά τιμολόγια, διπλά βιβλία, αλλά όχι οι τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες είναι στη διάθεση των φορολογικών αρχών ανά πάσα στιγμή.