«Γιατί ανεβαίνουν οι τιμές της ενέργειας στην ΕΕ» είναι το βασικό ερώτημα στο οποίο προσπαθεί να απαντήσει η Έκθεση Ντράγκι για την αγορά ενέργειας της Ευρώπης.

Στην έκθεσή του ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας ο Μάριο Ντράγκι καλώντας την ΕΕ να αυξήσει τις επενδύσεις κατά 800 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για να χρηματοδοτήσει ριζικές και γρήγορες μεταρρυθμίσεις ώστε να σταματήσει η ΕΕ να μένει πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα.

Η Κομισιόν είχε αναθέσει στον Ντράγκι τη σύνταξη της σημαντικής αυτής έκθεσης.

Σε αυτή ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός και πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ τάσσεται υπέρ μίας συνολικής αναθεώρησης του τρόπου με τον οποίο η ΕΕ αυξάνει τη χρηματοδότηση επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της «νέας κοινής χρηματοδότησης και κοινών περιουσιακών στοιχείων».

Οι βασικές συστάσεις περιλαμβάνουν τη χαλάρωση των κανόνων ανταγωνισμού για να καταστεί δυνατή η ενοποίηση της αγοράς σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες και η ενέργεια, ολοκλήρωση των κεφαλαιαγορών μέσω της κεντρικής εποπτείας της αγοράς.

Επίσης ο Ντράγκι ζητάει μεγαλύτερη χρήση των κοινών προμηθειών στον αμυντικό τομέα και μια νέα εμπορική ατζέντα για την ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας της ΕΕ.

Αναφέρεται επίσης σε κοινό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο και κοινή χρηματοδότηση της ΕΕ για την υποστήριξη «ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών», όπως οι κοινές ενεργειακές υποδομές .

Που βαδίζει και που πρέπει να στραφεί η ενεργειακή αγορά – Γιατί οι τιμές τραβούν την ανηφόρα

Ειδικότερα για την αγορά ενέργειας υποστήριξε την αναμόρφωση της αγοράς, έτσι ώστε η τιμή της φθηνής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να μην υπαγορεύεται πλέον από το κόστος των ακριβότερων ορυκτών καυσίμων.

Οι Βρυξέλλες πρότειναν αρκετές μεταρρυθμίσεις στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας του μπλοκ στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης του 2022, αλλά οι αλλαγές στην αγορά καθυστερούν σημαντικά.

Στην έκθεσή του ο Ντράγκι φιλοξενεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τις βασικές αιτίες που οδηγούν σε υψηλά επίπεδα τις τιμές της ενέργειας.

Επισημαίνει ότι οι διαρθρωτικές αιτίες βρίσκονται στο επίκεντρο του χάσματος στις τιμές της ενέργειας και μπορεί να επιδεινωθούν τόσο από παλιές όσο και από νέες προκλήσεις.

Η διαφορά τιμών σε σχέση με τις ΗΠΑ οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φυσικών πόρων της Ευρώπης, καθώς και στην περιορισμένη συλλογική διαπραγματευτική δύναμη της Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής φυσικού αερίου στον κόσμο.

Επειγόντως επενδύσεις στις ενεργειακές υποδομές

Ωστόσο, το χάσμα προκαλείται επίσης από θεμελιώδη ζητήματα με την αγορά ενέργειας της ΕΕ. Οι επενδύσεις σε υποδομές είναι αργές και μη βέλτιστες, τόσο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όσο και για τα δίκτυα.

Οι κανόνες της αγοράς εμποδίζουν τις βιομηχανίες και τα νοικοκυριά να αξιοποιήσουν πλήρως τα οφέλη της καθαρής ενέργειας στους λογαριασμούς τους.

Οι χρηματοοικονομικές πτυχές και οι πτυχές συμπεριφοράς των αγορών παραγώγων έχουν οδηγήσει σε υψηλότερη αστάθεια των τιμών. Η υψηλότερη φορολογία της ενέργειας από άλλα μέρη του κόσμου προσθέτει φορολογική επιβάρυνση στις τιμές.

Επιπλέον, ενώ αυτά τα διαρθρωτικά ζητήματα έχουν επιδεινωθεί από την ενεργειακή κρίση των δύο τελευταίων ετών, οι μελλοντικές κρίσεις ενδέχεται να τα φέρουν ξανά στο προσκήνιο.

Ο ρόλος του φυσικού αερίου και η Ρωσία

Υπογραμμίζει επίσης, ότι οι εντάσεις στις αγορές φυσικού αερίου αναμένεται να εκτονωθούν χάρη στο νέο παγκόσμιο δυναμικό ανεφοδιασμού που μειώνει την επιρροή της Ρωσίας, αλλά το ενεργειακό σύστημα της ΕΕ θα πρέπει να αντιμετωπίσει την ηλεκτροδότηση και τις νέες ανάγκες ασφάλειας εφοδιασμού.

Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος παγκόσμιος εισαγωγέας φυσικού αερίου και LNG, ωστόσο η δυνητική της συλλογική διαπραγματευτική δύναμη δεν αξιοποιείται επαρκώς και βασίζεται υπερβολικά στις τιμές spot, απειλώντας την Ευρώπη με πιο ασταθείς τιμές φυσικού αερίου.

Αυτή η έλλειψη μόχλευσης είναι αξιοσημείωτη ειδικά στην περίπτωση του φυσικού αερίου μέσω αγωγών, όπου η πιθανότητα αλλαγής δρομολόγησης των ροών αερίου είναι πιο περιορισμένη, όπως φαίνεται από τις τελευταίες ανεπιτυχείς προσπάθειες της Ρωσίας.

«Αδικαιολόγητες οι αυξήσεις τιμών ενέργειας απο το 2022 και μετά…»

Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2022, για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός εντός της ΕΕ για το φυσικό αέριο μεταξύ παραγόντων που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν υψηλές τιμές συνέβαλε σε υπερβολική και περιττή αύξηση των τιμών.

Σε απάντηση, η ΕΕ εισήγαγε έναν μηχανισμό συντονισμού για τη συγκέντρωση και αντιστοίχιση της ζήτησης με ανταγωνιστικές προσφορές προσφοράς (AggregateEU), αλλά δεν υπάρχει υποχρέωση για από κοινού αγορές στην πλατφόρμα.

Αν και οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μειωθεί σημαντικά από τα ψηλότερα επίπεδα κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, η ΕΕ αντιμετωπίζει μια ολοένα και πιο ασταθή προοπτική.

Οι πτυχές συμπεριφοράς των αγορών παραγώγων φυσικού αερίου μπορούν να επιδεινώσουν αυτήν την αστάθεια και να ενισχύσουν τον αντίκτυπο των κραδασμών.

Μερικές μη χρηματοοικονομικές εταιρείες αναλαμβάνουν τις περισσότερες εμπορικές δραστηριότητες στις ευρωπαϊκές αγορές φυσικού αερίου.

Σκληρό ολιγοπώλιο και υπερβολικά βάρη στον καταναλωτή

Πρόσφατα στοιχεία που παρουσιάστηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Αγορών Τίτλων (ESMA) υποδηλώνουν ότι υπάρχει σημαντική συγκέντρωση τόσο σε επίπεδο θέσης όσο και σε επίπεδο τόπου διαπραγμάτευσης και ότι η συγκέντρωση αυξήθηκε το 2022 κατά τη μεγαλύτερη άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου.

Οι 5 κορυφαίες εταιρείες κατέχουν περίπου το 60% των θέσεων σε ορισμένους τόπους διαπραγμάτευσης και οι αρνητικές θέσεις τους αυξήθηκαν σημαντικά κατά σχεδόν 200% μεταξύ Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου 2022

Οι κανόνες της ευρωπαϊκής αγοράς μεταβιβάζουν αυτή την αστάθεια στους τελικούς χρήστες και ενδέχεται να εμποδίσουν τα πλήρη οφέλη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα.

Παρόλο που η Ευρώπη μειώνει την εξάρτησή της από το φυσικό αέριο και αυξάνει τις επενδύσεις στην παραγωγή καθαρής ενέργειας, οι κανόνες της αγοράς στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας δεν αποσυνδέουν πλήρως την τιμή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της πυρηνικής ενέργειας από τις υψηλότερες και πιο ασταθείς τιμές των ορυκτών καυσίμων, εμποδίζοντας τους τελικούς χρήστες να απολαύσουν πλήρως τα οφέλη της καθαρής ενέργειας στους λογαριασμούς τους

Η χρονοβόρα και αβέβαιη διαδικασία αδειοδότησης για νέα δίκτυα ενέργειας αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για την ταχύτερη εγκατάσταση νέας χωρητικότητας.

Οι επενδύσεις τόσο στην παραγωγή ενέργειας όσο και στα δίκτυα απαιτούν αρκετά χρόνια μεταξύ των μελετών σκοπιμότητας και της ολοκλήρωσης του έργου. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη διακύμανση στους χρόνους αδειοδότησης μεταξύ των κρατών μελών.

Η όλη διαδικασία χορήγησης αδειών για χερσαία αιολικά πάρκα μπορεί να διαρκέσει έως και 9 χρόνια σε ορισμένα κράτη μέλη, σε σύγκριση με λιγότερο από 3 χρόνια στα πιο αποδοτικά. Τα επίγεια ηλιακά φωτοβολταϊκά συστήματα μπορεί να χρειαστούν 3-4 χρόνια για να εγκριθούν σε ορισμένες χώρες, αλλά 1 έτος σε άλλες.

Τέλος, με την πάροδο του χρόνου η φορολογία της ενέργειας έχει καταστεί σημαντική πηγή εσόδων του προϋπολογισμού, συμβάλλοντας σε υψηλότερες τιμές λιανικής.

Ενώ η φορολογία μπορεί να αποτελέσει εργαλείο πολιτικής για την ενθάρρυνση της απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους φόρους και τα συστήματα ελάφρυνσης των τιμών.

Σε αντίθεση με την ΕΕ, οι ΗΠΑ δεν επιβάλλουν ομοσπονδιακούς φόρους στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ή φυσικού αερίου.

Διαβάστε ακόμη: