Η ιταλική Serie A, σχεδόν παγκοσμίως αναγνωρισμένη ως το κορυφαίο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου στον κόσμο τη δεκαετία του 1990, αυτή την εποχή βρίσκεται πολύ πίσω από την Premier League της Αγγλίας και την La Liga της Ισπανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ένας αυξανόμενος αριθμός Αμερικανών επενδυτών, ωστόσο, πιστεύουν ότι με μια καλύτερη διαχείριση και σταθεροποιημένα οικονομικά μπορούν να φέρουν νέες δόξες στο ιταλικό ποδόσφαιρο και να αυξήσουν τα έσοδα των ομάδων.

Το τελευταίο “επεισόδιο” αφορά την 777 Partners, ιδιωτική επενδυτική εταιρεία με έδρα το Μαϊάμι, η οποία την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε ότι αγοράζει τη Τζένοα, σε μια συμφωνία που, σύμφωνα με άτομο με γνώση της συναλλαγής, αφορά το 99,9% του συλλόγου, με αξία 150 εκατομμύρια ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του χρέους.

Έξι από τις 20 ομάδες της Serie A, συν δύο άλλες ομάδες της Serie B, θα ελέγχονται τώρα από Αμερικανούς επενδυτές ή επενδυτικούς ομίλους, με όλες τις συμφωνίες να γίνονται μέσα στα τελευταία τρεισήμισι χρόνια. Τρεις προέρχονται από τον κόσμο των εταιρειών επιχειρηματικών κεφαλαίων και των hedge funds, μέρος μιας ευρύτερης τάσης που έχει ως αποτέλεσμα οι χρηματοδότες του ιταλικού ποδοσφαίρου να είναι πιο εξοικειωμένοι με περιουσιακά στοιχεία που αντιμετωπίζουν δυσκολίες παρά με αθλητικές ομάδες. Η τάση αυτή, ωστόσο, δημιουργεί προωθητική δυναμική για το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

Οι επενδυτές πιστεύουν ότι οι ιταλικές ομάδες υποτιμώνται σε σχέση με άλλα πρωταθλήματα, ιδιαίτερα μέσω μίας πτώσης τιμών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. “Βλέπουμε απλώς μια μεγαλύτερη ευκαιρία για επέκταση εδώ, λόγω του επιπέδου ανάπτυξης”, λέει στο Forbes ο Juan Arciniegas, διευθύνων σύμβουλος της 777 Partners. Υπάρχει όμως και πραγματικός κίνδυνος, τόσο όσον αφορά το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο γενικά, όσο και την Ιταλία ειδικότερα.

Οι Βορειοαμερικανοί ιδιοκτήτες στο ιταλικό ποδόσφαιρο

Οι ανακατατάξεις είναι προφανείς. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παγκόσμιο παιχνίδι και ολοένα επεκτείνεται. Νέες εταιρείες μπαίνουν στη μάχη για τα δικαιώματα των μεταδόσεων, τα οποία θα μπορούσαν να αυξήσουν τις αμοιβές και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες δημιουργούν νέες ροές εσόδων. Και η Serie A έχει ορισμένα πλεονεκτήματα εντός του κόσμου του ποδοσφαίρου.

Οι ομάδες της Ιταλίας λαμβάνουν τέσσερις επικερδείς θέσεις στο Champions League κάθε σεζόν, τον ίδιο αριθμό με την Premier League και τη La Liga και μία περισσότερη από τη γαλλική Ligue 1, ενώ το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα έχει ελάχιστο εγχώριο ανταγωνισμό, με το ποδόσφαιρο να είναι παγιωμένο ως το Νο. 1 άθλημα – περισσότερο από, ας πούμε, στην Αγγλία, όπου το ποδόσφαιρο βρίσκει αντίπαλο στα κρίκετ, τένις και ράγκμπι.

Στη συνέχεια, υπάρχει η ιστορία. Η Τζένοα, για παράδειγμα, ιδρύθηκε το 1893. Η Μίλαν, ιδιοκτησία της Elliott Management με έδρα τη Φλόριντα, έχει κερδίσει το Champions League (ή τον προκάτοχό του, Κύπελλο Πρωταθλητριών) επτά φορές, όντας δεύτερη σε κατακτήσεις μετά τη Ρεάλ Μαδρίτης.

Ωστόσο, η τρέχουσα ζήτηση για ιταλικούς συλλόγους αφορά σε μεγάλο βαθμό δύο παράγοντες, λένε οι επενδυτές. Ο πρώτος είναι η έλλειψη: απλώς δεν υπάρχουν τόσο πολλοί σύλλογοι κορυφαίας κατηγορίας σε όλη την Ευρώπη και οι κανόνες ιδιοκτησίας στη Γερμανία περιορίζουν περαιτέρω τους δυνητικούς επενδυτικούς στόχους, καθώς υπάρχει η απαίτηση για μερική ιδιοκτησία των συλλόγων της Bundesliga από τους φιλάθλους.

Εν τω μεταξύ, τα πρόσφατα οικονομικά προβλήματα στο ιταλικό ποδόσφαιρο, που επιδεινώθηκαν από την πανδημία, έφεραν πολλές ομάδες σε κατάσταση που απαιτούσε να τεθούν προς πώληση.

Ο άλλος μεγάλος παράγοντας είναι η τιμή. Σύμφωνα με τους Financial Times, η Elliott απέκτησε τη Μίλαν το 2018 ουσιαστικά για περίπου 400 εκατομμύρια ευρώ και η πανδημία μειώνει τις τιμές σε ορισμένα κλαμπ. Αντίθετα, η πιο ώριμη από οικονομικής άποψης Premier League, έχει οκτώ ομάδες αξίας άνω των 500 εκατομμυρίων δολαρίων και έξι άνω των 2 δισ. δολ., σύμφωνα με τη λίστα του Forbes με τις πιο πολύτιμες ομάδες ποδοσφαίρου το 2021.

Αλλά ακόμα και με αυτό το σαφώς κατώτερο σημείο εκκίνησης, το να αναδείξει ένας επενδυτής την αξία των ομάδων της Ιταλίας δεν θα είναι εύκολη. Ακόμα και επιτυχημένοι σύλλογοι της Serie A αντιμετώπισαν δυσκολίες να προσελκύσουν μεγάλους παγκόσμιους οίκους ως χορηγούς και η συντριπτική πλειονότητά τους παίζει σε γήπεδα ηλικίας πολλών δεκαετιών που θα φαίνονταν υποβαθμισμένα σύμφωνα με τα αμερικανικά πρότυπα, εμποδίζοντας τα έσοδα από παραχωρήσεις, πωλήσεις εμπορευμάτων και πολυτελείς σουίτες και αποτρέποντας τους συλλόγους από αύξηση των τιμών των εισιτηρίων πέρα από τα χαμηλά επίπεδα που είναι κοινά σε όλη την Ευρώπη.

Τα είδη αναβαθμίσεων που είναι συνηθισμένα στις πόλεις των ΗΠΑ είναι πιο δύσκολο να τεθούν σε ισχύ στην Ιταλία, όπου οι περισσότερες ομάδες λειτουργούν ως ενοικιαστές σε δημοτικά γήπεδα και οι προτάσεις για νέα γήπεδα γίνονται γραφειοκρατικοί εφιάλτες. Τα τελευταία δέκα χρόνια, μόνο τρία νέα γήπεδα έχουν κατασκευαστεί στην Ιταλία, σε σύγκριση με 153 συνολικά στην Ευρώπη, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Federazione Italiana Giuoco Calcio, του διοικητικού οργάνου του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Ο Αμερικανός δισεκατομμυριούχος Rocco Commisso λέει ότι ξεκίνησε μια προσπάθεια αντικατάστασης του 90χρονου σταδίου “Αρτέμιο Φράνκι” στη Φλωρεντία αμέσως μετά την αγορά της Φιορεντίνα τον Ιούνιο του 2019. Η διαδικασία έγκρισης από τις αρχές της πόλης παρατείνει ουσιαστικά την κατασκευή του τουλάχιστον για άλλα πέντε χρόνια, λέει.

“Είναι η τέλεια στιγμή, ελπίζουμε, για το πολιτικό σύστημα στην Ιταλία να καταλάβει ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν εάν θέλουν να έχουν μια Serie A που να ανταγωνίζεται πλήρως το αγγλικό, το ισπανικό και το γερμανικό ποδόσφαιρο”, λέει ο Commisso στο Forbes.

Αυτού του είδους τα μειονεκτήματα αναγκάζουν τις ιταλικές ομάδες να εξαρτώνται περισσότερο από τα έσοδα των μεταδόσεων από ό,τι οι σύλλογοι σε ανταγωνιστικά πρωταθλήματα, και ακόμη και εκεί, η Ιταλία υστερεί στις προσπάθειες για δημιουργία εσόδων. Η Serie A στόχευε σε αύξηση 20% στα εγχώρια τηλεοπτικά της δικαιώματα φέτος, ωστόσο κατέληξε να συμφωνήσει σε τριετή συμφωνία με την DAZN αξίας 995 εκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, μειωμένη κατά 13% από τα 1,14 δισεκατομμύρια δολάρια που είχε στο παρελθόν με τη Sky. Ήταν επίσης σημαντικά λιγότερα από τα 1,29 δισεκατομμύρια δολάρια που πήρε η Bundesliga από την DAZN και την Sky σε συμφωνία πέρυσι ή την αμοιβή της Premier League 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων από το εγχώριο πακέτο της.

Τα προβλήματα εσόδων επιδεινώνονται από τους κανονισμούς του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου για το Financial Fair Play, οι οποίοι αποσκοπούν να κρατήσουν τους συλλόγους μακριά από οικονομικά προβλήματα και ουσιαστικά απαιτούν από αυτούς να μην ξοδεύουν περισσότερα από όσα δημιουργούν. Στην πράξη, ωστόσο, οι κανόνες αναγκάζουν τις ομάδες με χαμηλά έσοδα να διατηρήσουν τις μισθοδοσίες τους χαμηλές, γεγονός που εμποδίζει τις επιδόσεις τους στο γήπεδο  -κάτι που με τη σειρά του διασφαλίζει ότι τα έσοδα θα παραμείνουν χαμηλά, με τον κύκλο να είναι άεναος.

“Στο τέλος της ημέρας, χωρίς έσοδα, δεν μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί”, λέει ο Commisso, ιδρυτής της αμερικανικής εταιρείας κατασκευής καλωδίων Mediacom, της οποίας το λογότυπο κοσμεί τις φανέλες της Φιορεντίνα. “Χωρίς τα έσοδα χορηγίας της Mediacom, δημιουργήσαμε πέρυσι λόγω του Covid και άλλων παραγόντων 72 εκατομμύρια ευρώ – δηλαδή λιγότερα από ό,τι πριν από δέκα χρόνια. Και αγωνιζόμαστε στην Ευρώπη με συλλόγους που βγάζουν 300, 400, 500, 600, 700 εκατομμύρια ευρώ”.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Commisso, ο οποίος σημειώνει ότι η προσωπική του ιστορία, του να είναι γεννημένος στην Ιταλία και να έχει παίξει ποδόσφαιρο στο πανεπιστήμιο Columbia τον διαφοροποιεί από τους άλλους Αμερικανούς ιδιοκτήτες και ο οποίος είπε ότι δεν ασχολείται με το άθλημα για να βγάλει χρήματα, εγκαταλείπει την προσπάθεια. Απλώς αναγνωρίζει ότι η επιτυχία θα πάρει χρόνο – και χρήμα. Ξεκινά με ένα προπονητικό κέντρο 70 εκατομμυρίων ευρώ που ονομάζεται Βιόλα Παρκ, το οποίο βρίσκεται υπό κατασκευή.

Οι εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων και τα hedge funds που έχουν μπει στο ιταλικό πρωτάθλημα μαζί του θα έχουν το ίδιο απόθεμα υπομονής; Ο Arciniegas, τουλάχιστον, λέει ότι η 777 είναι έτοιμη για την πρόκληση στη Τζένοα, προσθέτοντας: “Θα κάνουμε τη δουλειά… και νομίζω ότι υπάρχουν ευκαιρίες. Το γεγονός ότι ο σύλλογος έχει υπολειτουργήσει τα τελευταία χρόνια μάς έκανε ακόμα πιο ελκυστικό το να μπορέσουμε να κάνουμε τη διαφορά”.

Ωστόσο, ενδέχεται να έχουμε σύντομα ακόμη μια περίπτωση. Ο υπό οικονομική πίεση κινεζικός όμιλος ιδιοκτησίας της Ίντερ, Suning Holdings, ήρθε σε συμφωνία χρηματοδότησης 336 εκατομμυρίων δολαρίων τον Μάιο. Ο δανειστής, έτοιμος να αναλάβει τον σύλλογο εάν η Suning αποτύχει; Η Oaktree Capital, με έδρα το Λος Άντζελες.