Πριν από 14 μήνες, τον Ιανουάριο του 2020, απηύθυνα κοινοβουλευτική ερώτηση με αντικείμενο τα κριτήρια και τον αριθμό των αστυνομικών που υπηρετούν στη συνοδεία ασφαλείας “επίσημων και ευπαθών στόχων”.
Η απάντηση στην ερώτησή μου ήταν απροσδόκητα φοβική. Με μια σαθρή νομική αιτιολόγηση, το Υπουργείο ισχυρίστηκε πως τέτοιου είδους πληροφορίες είναι απόρρητες για εμάς τους πληβείους. Έφτασαν στο σημείο να επικαλεστούν μάλιστα, στην απάντησή τους, ένα πρακτικό επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας από το 1981 (!!), το οποίο παρουσίασαν ως “Γνωμοδότηση”. Κείμενο που αφενός δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα και αφετέρου στερείται κανονιστικής ισχύος. Επανήλθα, με δεύτερη ερώτηση, τον Μάρτιο του 2020, ζητώντας συγκεκριμένες πληροφορίες. Η πολιτικά εξοργιστική απάντηση του Υπουργείου ήταν ακόμη χειρότερη : του τύπου “τα στοιχεία που ζητάτε είναι απόρρητα διότι είναι απόρρητα”. Είναι σαφές, από τις αποκαλύψεις των ημερών, ότι γύρω από τη διάθεση αστυνομικών σε ευπαθείς και επίσημους στόχους επικρατεί απαράδεκτη αδιαφάνεια, η οποία γίνεται ανεκτή, για να μην πω ότι εκπορεύεται, από το ίδιο το Υπουργείο. Η αδιαφάνεια, με τη σειρά της, φέρνει βεβαίως διαφθορά.
Δεν είναι, φυσικά, το θέμα η προστασία ενός γνωστού τηλεπαρουσιαστή, η οποία μπορεί να είναι ή να μην είναι δικαιολογημένη. Το θέμα είναι ότι με την απόκρυψη σημαντικών στοιχείων, κανείς από εμάς δεν μπορεί να εκφέρει άποψη για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος. Η απόφαση να αποσυρθεί η πολυπληθής φρουρά του συγκεκριμένου αποτελεί, φυσικά άμεση παραδοχή του λάθους. Έρχεται όμως καθυστερημένα, καθώς όταν το Υπουργείο ρωτήθηκε, απέφυγε τη βάσανο του κοινοβουλευτικού ελέγχου με κάθε τρόπο. Στην επίκαιρη ερώτηση που θα καταθέσω την επόμενη εβδομάδα, εκ νέου για το θέμα, ελπίζω το Υπουργείο να επιδείξει μεγαλύτερη προθυμία να μοιραστεί με την Εθνική Αντιπροσωπεία “μυστικά και ντοκουμέντα”.