Μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να επικαιροποιήσουν το επενδυτικό αφήγημα του εγχώριου πιστωτικού συστήματος και να «τροφοδοτήσουν» με νέα καύσιμα τις μετοχικές αποδόσεις μέχρι το τέλος του έτους θα έχουν τις επόμενες εβδομάδες οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζικών ομίλων.

Και οι τέσσερεις τραπεζίτες – Χρήστος Μεγάλου (Τράπεζα Πειραιώς), Φωκίων Καραβίας (Eurobank), Παύλος Μυλωνάς (Εθνική Τράπεζα) και Βασίλης Ψάλτης (AlphaBank) – ξεκίνησαν αυτή την εβδομάδα και θα ολοκληρωθούν στο τέλος του έτους μπαράζ επαφών με ξένους επενδυτικούς κολοσσούς σε όλα τα μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα του πλανήτη.

Στις αποσκευές τους μεταφέρουν ένα πλούσιο επενδυτικό αφήγημα που μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει την σταθερή και επαναλαμβανόμενη κερδοφορία των επόμενων ετών, την έκρηξη της πιστωτικής επέκτασης για φέτος, τις υψηλές μερισματικές αποδόσεις για τους μετόχους και φυσικά τα σχέδια στρατηγικής ανάπτυξης που θα τρέξουν τους επόμενους μήνες.

Όπως σημειώνει έμπειρος αναλυτής «οι ελληνικές τράπεζες ξαναμπαίνουν στο επενδυτικό ραντάρ της διεθνούς κοινότητας μετά τις ανακοινώσεις ισχυρών αποτελεσμάτων α’ εξαμήνου που ολοκληρώθηκαν στα τέλη Ιουλίου-αρχές Αυγούστου και εν μέσω της έντονης κινητικότητας που αναπτύσσουν μέχρι το κλείσιμο της φετινής χρονιάς».

Τα ραντεβού

Τα ραντεβού με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα ξεκίνησαν μέσα στην εβδομάδα – στις 3 και 4 Σεπτεμβρίου – με τη συμμετοχή των ελληνικών τραπεζών στα συνέδρια Global Emerging Markets της UBS και της Citi στη Νέα Υόρκη.

Σήμερα θα μεταβούν στο Λονδίνο προκειμένου να συμμετάσχουν στο συνέδριο CEEMEA Financial Symposium της Goldman Sachs και μία μέρα αργότερα στις 10 του ίδιου μήνα θα βρεθούν στο Παρίσι στο ετήσιο φθινοπωρινό συνέδριο για τις ευρωπαϊκές αγορές της Keppler.

Η επενδυτική περιοδεία θα συνεχιστεί ο τριήμερο 16-18 Σεπτεμβρίου, στο κορυφαίο συνέδριο της Bank of America στο Λονδίνο (Financial CEO Conference), όπου θα δώσουν το «παρών» οι διευθύνοντες σύμβουλοι και των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών.

Στη συνέχεια, στις 11-12 Νοεμβρίου, ακολουθεί το αντίστοιχο χρηματοοικονομικό συνέδριο της UBS στο Λονδίνο που φέρνει στο επίκεντρο τις εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χρηματοοικονομικό χώρο εστιάζοντας σε ζητήματα κανονιστικής συμμόρφωσης, τεχνολογικού μετασχηματισμού και βιώσιμης ανάπτυξης.

Αμέσως μετά, στις 19-21 Νοεμβρίου, πραγματοποιείται το JP Morgan European Financials Conference, επίσης στο Λονδίνο, προσελκύοντας διεθνείς επενδυτές που αναζητούν ευκαιρίες σε τραπεζικούς και ασφαλιστικούς ομίλους.

Ο Δεκέμβριος ξεκινά με το κλασικό συνέδριο που συνδιοργανώνουν η Morgan Stanley και το Ελληνικό Χρηματιστήριο (1-2 Δεκεμβρίου) στο Λονδίνο, όπου οι ελληνικές εισηγμένες εταιρείες θα έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνήσουν άμεσα με σημαντικούς διεθνείς θεσμικούς επενδυτές.

Τέλος, στις 8 Δεκεμβρίου η σκυτάλη περνά στη Νέα Υόρκη με το Capital Link Greece Forum, το οποίο αποτελεί καθιερωμένο θεσμό προβολής της ελληνικής οικονομίας και κεφαλαιαγοράς στην αμερικανική επενδυτική κοινότητα.

Συνολικά, το πρόγραμμα των roadshows προσφέρει μια καλή αλληλουχία γεγονότων που ενισχύουν τη διεθνή εικόνα του ελληνικού χρηματοοικονομικού κλάδου και δημιουργούν προοπτικές συνεργασίας με θεσμικούς επενδυτές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Παράλληλα με τα μεγάλα διεθνή επενδυτικά συνέδρια σε Ευρώπη και Αμερική, οι επαφές με τους ξένους επενδυτές θα συνεχιστούν και στην Αθήνα, σε κατ’ ιδίαν ραντεβού που θα έχουν με τις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, σημαντικοί επενδυτές που πρόκειται να φέρουν διεθνείς οίκοι: Συγκεκριμένα στις 30 Σεπτεμβρίου έχει κλεισμένα ραντεβού για πελάτες της η JP Morgan, η Autonomous και η Jefferies στις 8 Οκτωβρίου ενώ τον κύκλο θα κλείσει η Citi στις 10 Οκτωβρίου.

Τα ισχυρά «χαρτιά»

Και οι τέσσερεις Έλληνες τραπεζίτες θα έχουν την ευκαιρία να παρουσιάσουν το αφήγημα τους αν και τρία μέτωπα θα είναι κοινά:

Το πρώτο μέτωπο αφορά στον ρυθμό της αύξησης που προβλέπουν για την πιστωτική τους επέκταση μέχρι το τέλος του 2025.

Η αύξηση των νέων δανείων για το πρώτο εξάμηνο είναι ήδη θεαματική, με ρυθμό μακράν υψηλότερο αυτού των άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών και κυρίως στις επιχειρηματικές χορηγήσεις.

Τον Ιούνιο η Ελλάδα εμφάνισε την τρίτη υψηλότερη επίδοση στην ευρωζώνη, όσον αφορά τον ρυθμό πιστωτικής επέκτασης στο σύνολο του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα, με ετήσια αύξηση 11,1%.

Στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 2,9%. Ήδη μέχρι το τέλος του α’ εξαμήνου 2025 οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες είχαν καλύψει το 75% των ετήσιων στόχων για τα νέα δάνεια που είχαν θέσει για τη φετινή χρονιά και προχώρησαν σε αναβαθμίσεις των στόχων αυτών.

Η Eurobank στοχεύει πλέον για το σύνολο του 2025 σε νέα δάνεια 4 δισ. ευρώ από 3,5 δισ. που ήταν ο αρχικός στόχος, η Εθνική Τράπεζα αναβάθμισε το συγκεκριμένο στόχο σε πάνω από 2,5 δισ. ευρώ από 2 δισ. στην αρχή της χρονιάς, η Πειραιώς σε πάνω από 3 δισ. ευρώ όταν στην αρχή του χρόνου ανέμενε 2,5 δισ. ευρώ, ενώ η Alpha Bank διατηρεί τον στόχο της για εκταμιεύσεις δανείων της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ.

Η αγορά, πάντως, εκτιμά συνολικά συντηρητικούς τους στόχους των τραπεζών και αναμένει άνετη εκ νέου υπέρβασή τους, με την αναμενόμενη καθαρή πιστωτική επέκταση να ξεπερνά τα 13 δισ. ευρώ.

Σταθερά υψηλά κέρδη

Το δεύτερο ισχυρό επιχείρημα έχει να κάνει με την διατηρήσιμη υψηλή κερδοφορία που θα επιτύχει και φέτος το εγχώριο πιστωτικό σύστημα.

Οι ξένοι επενδυτές βάζουν στο μικροσκόπιο την συμβολή των επιτοκιακών εσόδων στο μείγμα κερδών της κάθε τράπεζας, καθώς τα επιτόκια κινούνται πλέον σε χαμηλές πτήσεις. Οι Έλληνες τραπεζίτες θα μεταφέρουν την ικανοποίησή του για τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση των παρεμβατικών δεικτών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τα τέλη της εφετινής χρονιάς.

Αυτήν τη στιγμή η πλειονότητα των οικονομολόγων αναμένει ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει αμετάβλητη κατά τις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Ευρωτράπεζας τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο. Με βάση τις ίδιες εκτιμήσεις οι κεντρικοί τραπεζίτες θα προχωρήσουν σε μείωση των επιτοκίων του ευρώ στην τελευταία συνάντησή τους για το 2025, τον ερχόμενο Δεκέμβριο, κατά 25 μονάδες βάσης.

Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν το σύνολο του β΄ εξαμήνου της εφετινής χρήσης οι τράπεζες θα πορευτούν με το κόστος του χρήματος σταθερό.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα λειτουργήσει υποστηρικτικά στα έσοδά τους από τόκους, που αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος της οργανικής τους κερδοφορίας.

Ανταμοιβή μετόχων

Η ανταμοιβή των μετόχων με τα ποσοστά διανομής κερδών μετά το 2025, μέσω μετρητών, προμερισμάτων και επαναγορών μετοχών θα αποτελέσει το τρίτο διαπραγματευτικό ατού των τραπεζιτών.

Σύμφωνα με όσα έχουν ανακοινώσει οι τράπεζες προσδοκούν να αυξήσουν τις διανομές μερισμάτων (pay out ratio) το 2025 κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα, προαναγγέλλοντας τη διανομή μεταξύ 50% έως και πάνω από το 60% των κερδών της χρήσης έναντι 30% έως 50% το 2023.

Ο στόχος για την κερδοφορία του 2025 έχει ανέβει στα 4,7 δισ. ευρώ ανεβάζοντας και τον στόχο για τη διανομή μερίσματος κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ έναντι 1,9 δισ. ευρώ το 2024 και 873 εκατ. ευρώ το 2023.

Με το pay out ratio να ενδέχεται να ξεπεράσει το 60%, όπως ανακοίνωσε η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, και πάνω από το 50% για Eurobank, ενώ Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς, οι ελληνικές τράπεζες μπαίνουν στο κλαμπ των ευρωπαϊκών χωρών και δη των τραπεζών του Νότου, όπως οι ιταλικές που αναμένεται να διανείμουν αυξημένα μερίσματα που ξεπερνούν το 70%.

Τα επιχειρηματικά σχέδια των τεσσάρων

Παράλληλα, η κάθε μία τράπεζα έχει να παρουσιάσει το δικό της ενδιαφέρον επιχειρηματικό πλάνο.

Η επενδυτική προοπτική διαφοροποιείται για κάθε μία από τις τράπεζες, αναλόγως του τι θα πράξουν. Όλες οι τράπεζες έχουν ένα story να καταγράψουν, ωστόσο η διαφοροποίηση των κινήσεών τους και οι εργασίες που θα διασφαλίσουν τη διατηρησιμότητα των κερδών τους αποτελούν κεντρικό ζητούμενο.

Η Alpha Bank θα βρεθεί στο επίκεντρο των επενδυτικών επαφών μετά την πρόσφατη αύξηση του ποσοστού της UniCredit στο 26% και τη διαφαινόμενη γρήγορη περαιτέρω επαύξηση της συμμετοχής της ιταλικής τράπεζας στο 29,9%, όπως έχει αιτηθεί από τον SSM και την ΤτΕ.

Το πράσινο φως στο σχετικό αίτημα αναμένεται σύντομα από τους επόπτες, ενώ έχουν ξεκινήσει τα σενάρια για τις επόμενες κινήσεις της UniCredit, καθώς δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η UniCredit να επιδιώξει να ανεβάσει το ποσοστό της μέχρι το 33%, συμμετοχή η οποία θα την υποχρεώσει να προβεί σε δημόσια πρόταση για την εξαγορά της Alpha Bank.

Βέβαια οι διοικήσεις των δύο τραπεζών έχουν δημοσίως τοποθετηθεί υπέρ της ανεξαρτησίας της Alpha Bank, ωστόσο όπως λένε ανεξάρτητες πηγές από τον κλάδο, «ποιος μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας απορρόφησης στο περιβάλλον συγκέντρωσης που διαμορφώνεται στη Γηραιά Hπειρο;».

Σημειώνουν δε πως ήδη, στη βάση του αρχικού deal, οι θυγατρικές τους στη Ρουμανία συγχωνεύτηκαν και δημιουργήθηκε το τρίτο μεγαλύτερο σχήμα στην τοπική αγορά. Επιπλέον, η Alpha Bank έχει ήδη αρχίσει να αποκομίζει οφέλη από την ενεργή συμμετοχή της στο πανευρωπαϊκό δίκτυο της UniCredit, ανοίγοντας νέους δρόμους για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της διεθνώς.

Η Eurobank από την πλευρά της, η οποία παρουσιάζει το μεγαλύτερο εκτόπισμα εκτός Ελλάδος μεταξύ των 4 μεγάλων του κλάδου, έχει να επιδείξει την ισχυρότερη διαφοροποίηση εσόδων και κερδών λόγω της απόκτησης της Ελληνικής Τράπεζας στην Κύπρο, καθώς και της τοποθέτησής της στην αγορά της Βουλγαρίας.

Στην Κύπρο η Eurobank έλαβε τις εποπτικές εγκρίσεις για τη συγχώνευση Eurobank Cyprus και Ελληνικής και ολοκλήρωσε τη νομική συγχώνευσή τους, δημιουργώντας έναν ηγετικό χρηματοπιστωτικό οργανισμό στην Κύπρο, που θα αποτελέσει «κλειδί» για το άνοιγμα της Eurobank στις πολλά υποσχόμενες αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ινδίας.

Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι το ενεργητικό της έχει πλέον ξεπεράσει τα 100 δισ. ευρώ, ενώ το ήμισυ της κερδοφορίας της προέρχεται από το εξωτερικό.

Στην Τράπεζα Πειραιώς οι προβολείς των ξένων επενδυτών θα πέσουν στην εξαγορά της Εθνικής Ασφαλιστικής, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του προσεχούς διμήνου με τη λήψη των απαιτούμενων εποπτικών εγκρίσεων.

Ο αντίκτυπος του deal είναι πολύ σημαντικός και έχει αποτυπωθεί ανάγλυφα στην αναβάθμιση των στόχων της Διοίκησης της Πειραιώς για την τριετία 2026-2028. Ενώ σύμφωνα με τους στόχους που είχε ανακοινώσει η διοίκηση με τα αποτελέσματα 2024, τα καθαρά κέρδη από προμήθειες προς τα καθαρά έσοδα υπολογίζονταν σε περίπου 25% ετησίως για το 2026, 2027 και 2028, μετά την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής αναμένονται σε 28% ετησίως στην τριετία.

Κατόπιν, η Πειραιώς θα υποβάλει αίτημα στον SSM για τη λήψη καθεστώτος Danish Compromise, προκειμένου να ενοποιήσει την Εθνική Ασφαλιστική με τη μέθοδο του σταθμισμένου σε κίνδυνο ενεργητικού και όχι με αφαίρεση του κόστους κτήσης από τα κεφάλαιά της.

Σημειώνεται ότι η Πειραιώς αναμένεται να λανσάρει επισήμως εντός του Σεπτεμβρίου και τη νέα ψηφιακή τράπεζα Snappi.

Η Εθνική Τράπεζα, τέλος, έχει «ζεστάνει» τους επενδυτές με την προοπτική υψηλών διανομών κερδών (άνω του 60%), αλλά τούς κρατά σε αναμονή για το πώς θα αξιοποιήσει το υψηλό κεφαλαιακό της «μαξιλάρι».

Η διοίκηση της τράπεζας δεν έχει δεσμευτεί για το timing των όποιων κινήσεων εξαγορών, ενώ δεν έχει αποκλείσει την εξαγορά τράπεζας, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει συμβατότητα στο corebanking system.

Οι πληροφορίες επιμένουν ότι με όπλο την υψηλή ρευστότητα και την σταθερή κεφαλαιακή επάρκεια είναι θέμα χρόνου ο Διευθύνων Σύμβουλος Π. Μυλωνάς να ολοκληρώσει κάποιες στρατηγικές κινήσεις, πιθανότατα στον ασφαλιστικό κλάδο.

Ο αστάθμητος παράγοντας

Παρά το γενικότερα θετικό κλίμα οι Έλληνες τραπεζίτες δεν παραγνωρίζουν ότι η χώρα μας δεν αποτελεί μια απομονωμένη τραπεζική κοινότητα και μπορεί ανά πάσα στιγμή να επηρεαστεί από τις γενικότερες διεθνείς εξελίξεις.

Για παράδειγμα, τονίζει στην «a» τραπεζική πηγή «οι πρόσφατες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη Γαλλία έχουν επιπτώσεις τόσο για τις τράπεζές της όσο και για ολόκληρο το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Ήδη προσθέτει, το κόστος ιδίων κεφαλαίων για τις γαλλικές τράπεζες αυξήθηκε σημαντικά (περίπου 100 μ.β.) έναντι μόλις 20 μ.β. για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λόγω ανησυχιών για ενδεχόμενη υποβάθμιση της χώρας, την άμεση έκθεση σε κρατικό χρέος και τον κίνδυνο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας. Mια τέτοια αβεβαιότητα μπορεί, πέρα από τα προβλήματα στην οικονομία, να επηρεάσει συνολικά το επενδυτικό τοπίο, ιδίως όταν και οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις προμηνύονται σημαντικές» καταλήγει η ίδια πηγή.

Διαβάστε ακόμη: