Ιταλικά, ισπανικά και ελληνικά κρατικά ομόλογα εξελίσσονται στους απροσδόκητους κερδισμένους των φετινών αναταράξεων στις αγορές χρέους, με ένα «αμείλικτο» ράλι να περιορίζει τις αποδόσεις και να μειώνει τις διαφορές (spreads) σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, γράφουν σε άρθρο του οι Financial Times.

Όπως αναφέρουν διαχειριστές ομολογιακών κεφαλαίων, η θεαματική μεταστροφή από την εποχή της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης αποδίδεται στην ισχυρότερη των προσδοκιών ανάπτυξη των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και στη μεγαλύτερη πολιτική βούληση για δημοσιονομική αλληλεγγύη εντός της Ένωσης.

Η Ιταλία δανείζεται πλέον με επιτόκιο μόλις 0,9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τη Γερμανία για δεκαετή ομόλογα – απόκλιση σχεδόν στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών. Η Ισπανία, μάλιστα, δανείζεται φθηνότερα από τη Γαλλία, με spread κάτω του 0,6%, παρά το ότι η τελευταία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης.

Ανάχωμα οι επενδύσεις του Μερτζ

Ανοδικά κινούνται οι αποδόσεις των γερμανικών ομολόγων, καθώς οι επενδυτές προεξοφλούν το σχέδιο του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτζ για ένα ιστορικό πρόγραμμα δαπανών ύψους 1 τρισεκατομμυρίου ευρώ για άμυνα και υποδομές, γεγονός που επίσης περιορίζει τα spreads με τις χώρες του Νότου.

Στην κορύφωση της κρίσης χρέους, οι αποδόσεις των λεγόμενων «περιφερειακών» οικονομιών της Ευρωζώνης είχαν εκτοξευθεί υπό τον φόβο χρεοκοπίας ή ακόμα και διάλυσης του ευρώ. Σήμερα, σύμφωνα με τον αναλυτή κρατικού χρέους της Pimco, Νίκολα Μάι, «ο βασικός λόγος ύπαρξης των spreads, που είναι ο κίνδυνος χρεοκοπίας ή διάλυσης, έχει υποχωρήσει σημαντικά». Ο ίδιος προβλέπει ότι αυτή η τάση σύγκλισης θα διατηρηθεί, αναφέρουν οι FT.

Το ελληνικό success story

Η Ελλάδα, η οποία υπήρξε το επίκεντρο της κρίσης και οδηγήθηκε σε διαδοχικά πακέτα διάσωσης, βλέπει πλέον τα spreads να περιορίζονται στις 0,7 ποσοστιαίες μονάδες. «Η άνοδος είναι αδιάκοπη», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φρέιζερ Λάντι, επικεφαλής σταθερού εισοδήματος της Aviva Investors.

Παρά τις γενικότερες ανησυχίες για το υψηλό παγκόσμιο δημόσιο χρέος, οι επενδυτές συνεχίζουν να «φορτώνουν» τα χαρτοφυλάκιά τους με ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου, αποδίδοντας την εμπιστοσύνη τους στη μακροπρόθεσμη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών στις χώρες αυτές, αλλά και στη μεταπανδημική τουριστική άνθηση που στηρίζει τις υπηρεσίες.

Ιδιαίτερα, η Ισπανία παρουσίασε ταχύτερη ανάπτυξη από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης το προηγούμενο έτος. Η Ιταλία, υπό την ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι, εμφανίζεται πιο συνετή και σταθερή δημοσιονομικά από τις προσδοκίες των αγορών, ενώ η Ελλάδα έχει καταγράψει συνεχή πρόοδο, που την οδήγησε σε αναβάθμιση επενδυτικής βαθμίδας το 2023.

Ο κοινός ευρωπαϊκός δανεισμός στη διάρκεια της πανδημίας, όπως και η προοπτική περαιτέρω ενοποίησης, έχουν ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών για μια κοινή ευρωπαϊκή πορεία στο μέτωπο του χρέους. Ορισμένοι Eυρωπαίοι ηγέτες προτείνουν μάλιστα την έκδοση κοινών ομολόγων για τη χρηματοδότηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών – παρότι κάποιες χώρες αντιτίθενται.

Μετατόπιση επενδυτών από τις ΗΠΑ

Από την άλλη, η μετάβαση σε περιβάλλον υψηλότερων αποδόσεων μετά την πανδημική στήριξη προσέλκυσε νέους αγοραστές στα ομόλογα του ευρωπαϊκού Νότου, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τις αναταραχές που επικρατούν στις αγορές των ΗΠΑ λόγω των απρόβλεπτων πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ.

«Το νέο περιβάλλον υψηλών αποδόσεων δημιουργεί “φρέσκια” ζήτηση για περιφερειακά ευρωπαϊκά ομόλογα, ιδίως τώρα που τα αμερικανικά, τα γερμανικά και τα βρετανικά ομόλογα είναι εξαιρετικά ευμετάβλητα λόγω ανησυχιών για υπερβάλλουσα προσφορά», εξηγεί ο Νικ Χέις, επικεφαλής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος στην Axa Investment Managers.

Ωστόσο, δεν λείπουν και οι φωνές με επιφύλαξη, καταλήγουν οι FT. Παρά την αισιοδοξία, αρκετοί επενδυτές υπογραμμίζουν ότι τα υψηλά επίπεδα χρέους –άνω ή κοντά στο 100% του ΑΕΠ σε Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία– ενδέχεται να επαναφέρουν ανησυχίες στο μέλλον.

Όπως σχολιάζει ο διαχειριστής κεφαλαίων Γκόρντον Σάνον της TwentyFour Asset Management, «είναι αφελές να πιστεύουμε πως οι πιο χρεωμένες χώρες είναι το κατάλληλο καταφύγιο ενόψει μιας περιόδου αυξανόμενης δημοσιονομικής πίεσης».

Διαβάστε ακόμη: