Η Ελλάδα υπερ-αποδίδει έναντι των περισσοτέρων οικονομιών της Ευρωζώνης, λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της πολύ ισχυρής τουριστικής σεζόν, ενώ παράλληλα πετυχαίνει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους, κατά 50 και πλέον ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του 206% του ΑΕΠ που σημειώθηκε το 2020, επισημαίνει η Fitch Ratings σε σημερινή ανάλυσή της.
Η Ελλάδα, μαζί με την Κύπρο και την Πορτογαλία ήταν οι μοναδικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης που αναβαθμίστηκαν από τη Fitch κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους. Τώρα, η Fitch αξιολογεί την Ελλάδα με ΒΒ+ και σταθερές προοπτικές (ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα), με το επόμενο review να έχει προγραμματιστεί για την 1η Δεκεμβρίου. Συνολικά, η Fitch χαρακτηρίζει τις προοπτικές για όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης σταθερές, καθώς μόνο η Ιρλανδία έχει θετικές προοπτικές, ενώ το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν αρνητικές.
Τα δημόσια οικονομικά και ειδικά οι δείκτες του χρέους αποτελούν τον βασικό παράγοντα που επηρεάζει τις αξιολογήσεις της Fitch, με τον οίκο να σημειώνει ότι κατά τη διάρκεια του 2022, οι ισχυροί ονομαστικοί ρυθμοί ανάπτυξης αύξησαν τα έσοδα και βοήθησαν να μειωθούν οι δείκτες του χρέους, αλλά φέτος, τα δημοσιονομικά ζητήματα γίνονται πιο έντονα, λόγω των συνεχιζόμενων πιέσεων στις δαπάνες, από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και όχι μόνο. Έτσι, ο οίκος περιμένει δημοσιονομική προσαρμογή στην Ευρώπη το 2024-2025, όμως τονίζει ότι αυτή θα επιτευχθεί με δύσκολες αποφάσεις πολιτικής και συνεχιζόμενη αβεβαιότητα γύρω από τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ε.Ε.
Και ενώ η Fitch επισημαίνει ότι κάποια από τα προσχέδια κρατικών προϋπολογισμών για το 2024 δεν θέτουν φιλόδοξους στόχους, την ώρα που η αύξηση των αποδόσεων οδηγεί σχεδόν όλες τις χώρες σε υψηλότερο κόστος τόκων, οι προβλέψεις του οίκου για την Ελλάδα είναι ενθαρρυντικές.
Η Fitch περιμένει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή θα συνεχιστεί το 2023, με το πρωτογενές πλεόνασμα να αυξάνεται στο 1,2% του ΑΕΠ, λόγω της ισχυρής αύξησης των εσόδων και του περιορισμού των δαπανών. Ο οίκος μιλά για ένα φιλόδοξο δημοσιονομικό σχέδιο που στοχεύει σε πλεονάσματα 2,5% του ΑΕΠ το 2024-2026, εν μέρει λόγω της βελτιωμένης είσπραξης εσόδων. Οι όποιοι κίνδυνοι εντοπίζονται από τους αναλυτές στο μέτωπο των δαπανών.
Έτσι, το βασικό σενάριο της Fitch μιλά για μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ πάνω από 50 μονάδες βάσης έως το 2025, από το υψηλό του 206% το 2020. Πρακτικά, η Ελλάδα πετυχαίνει μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους από όλες τις χώρες που αξιολογεί η Fitch, αν και εξακολουθεί να εμφανίζει χρέος τριπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο των χωρών που αξιολογούνται με ΒΒ. «Οι σταθερές συνθήκες χρηματοδότησης, οι περιορισμένες ανάγκες μετακύλισης χρεών και οι μεγάλες θέσεις σε ρευστό (35 δισ. ευρώ), θα συνεχίσουν να στηρίζουν τη διαχείριση του χρέους», επισημαίνουν οι αναλυτές.
Στο μακροοικονομικό μέτωπο, η ανάπτυξη της Ελλάδας αναμένεται να ξεπεράσει τους ρυθμούς των περισσοτέρων χωρών της Ευρωζώνης, λόγω των αυξανόμενων επενδύσεων και της πολύ ισχυρής αύξησης του τουρισμού το 2023. Σε συνδυασμό με τον σχετικά σταθερό πληθωρισμό και τη συνεχιζόμενη απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, η Ελλάδα θα διατηρήσει μια μέση ανάπτυξη 2% το 2023-2025, σύμφωνα με τους αναλυτές.
Κατόπιν τούτων, η Fitch εντοπίζει τους εξής παράγοντες που επιδρούν θετικά στην αξιολόγηση της Ελλάδας:
• Δημόσια οικονομικά: Εμπιστοσύνη στη μετεκλογική δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα οδηγήσει το χρέος σε ένα σταθερό πτωτικό μονοπάτι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
• Μακροοικονομικά: Βελτίωση των μεσοπρόθεσμων επιδόσεων και των δυνητικών ρυθμών ανάπτυξης, με ώθηση από τις υψηλότερες επενδύσεις και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Στους πιθανούς αρνητικούς παράγοντες, ο οίκος συγκαταλέγει μια πιθανή διατηρήσιμη ανοδική τάση του χρέους (όπως π.χ. εξαιτίας μιας δημοσιονομικής χαλάρωσης, αδύναμης ανάπτυξης ή εμφάνισης υποχρεώσεων που σχετίζονται με τον τραπεζικό κλάδο) καθώς και ένα νέο σοκ για την ελληνική οικονομία που θα πλήξει την ανάκαμψη.