Το «πάγωμα» των επιτοκίων στα ενήμερα στεγαστικά δάνεια από τις ελληνικές τράπεζες δεν θα έχει επιπτώσεις στις αξιολογήσεις τους, εκτιμούν οι αναλυτές του αμερικανικού οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings.

«Η Eurobank (BB-/Stable), η Εθνική Τράπεζα (BB-/Stable), η Alpha Bank (B+/Stable) και η Τράπεζα Πειραιώς (B/Positive) ανακοίνωσαν πρόσφατα ότι θα απορροφήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων στα εξυπηρετούμενα εγχώρια στεγαστικά δάνεια λιανικής για 12 μήνες από τον Μάιο του 2023.

Τα επιτόκια θα περιοριστούν στο επιτόκιο αναφοράς του τέλους Μαρτίου 2023 μείον περίπου 20 μ.β. Οι δανειολήπτες θα εξακολουθήσουν να επωφελούνται εάν τα επιτόκια πέσουν κάτω από το ανώτατο όριο», σημειώνει η Fitch.

Αποτυπώνοντας τα υπέρ και τα κατά, η Fitch τονίζει ότι η ενεργοποίηση του συγκεκριμένου μέτρου θα μετριάσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων περιορίζοντας τις πληρωμές των υψηλών δόσεων από τους δανειολήπτες που δυσκολεύονται με ένα υψηλότερο κόστος διαβίωσης.

Παράλληλα, η εφαρμογή του «πλαφόν» θα έχει ως αποτέλεσμα την αναταξινόμηση των δανείων σε «δάνεια με καθυστέρηση», καθώς θα εφαρμοστεί μονομερώς από τις τράπεζες. Το ανώτατο όριο δημιουργεί επίσης ένα κίνητρο για πειθαρχία στο σκέλος της κουλτούρας πληρωμών, καθώς ισχύει μόνο για τα ενήμερα δάνεια.

Οι κίνδυνοι για τις τράπεζες

Σημειώνεται ωστόσο, ότι μέσω του μέτρου αποκρύπτεται εν μέρει, η πραγματική ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και θα μπορούσε να δημιουργήσει κινδύνους στην ποιότητα του ενεργητικού, εάν τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αυξηθούν σημαντικά μετά τη λήξη του «πλαφόν». Εάν από την άλλη, το μέτρο επεκταθεί, υπάρχει αυξημενος κίνδυνος οι τράπεζες να επαναταξινομήσουν τα υψηλότερου ρίσκου δάνεια, τα οποία εξαρτώνται από το «πλαφόν» για να παραμείνουν ενήμερα.

Όσον αφορά την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι θα παραμείνει υγιής, με το λειτουργικό κέρδος/σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό στο 1,8% περίπου το 2023, παρά τα διαφυγόντα έσοδα από τόκους ύψους 100 εκατ. ευρώ έως 175 εκατ. ευρώ από μια αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μ.β.- 50 μ.β.

Διαβάστε περισσότερα