Στην πρόταση δυσπιστίας που έχουν καταθέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τις πιέσεις που δέχεται ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να παραιτηθεί αναφέρονται σε εκτενές τους δημοσίευμα οι Financial Times.
Οι FT θυμίζουν ότι η σύγκρουση δύο τρένων κοντά στα Τέμπη στην κεντρική Ελλάδα, «τον Φεβρουάριο του 2023, που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, είναι ένα θεμελιώδες θέμα για τους Έλληνες, πυροδοτώντας εκτεταμένη οργή για τα χρόνια παραμέλησης, κακοδιαχείρισης και διαφθοράς που οδήγησαν στο ατύχημα και την αποτυχημένη έρευνα που ακολούθησε».
Υπογραμμίζουν παράλληλα, την πανελλαδική απεργία και μαζική διαμαρτυρία της περασμένης Παρασκευής, με αφορμή τη συμπλήρωση δύο ετών από την τραγωδία, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους δεκάδων πόλεων, «σε σκηνές που θυμίζουν τις βίαιες διαδηλώσεις που συνόδευσαν την ελληνική κρίση χρέους πριν από μια δεκαετία».
«Στην καλύτερη περίπτωση, παραμένει ένας αντιπερισπασμός. Στη χειρότερη περίπτωση, θα διαβρώσει περαιτέρω την αξιοπιστία της κυβέρνησής του».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα η τραγωδία των Τεμπών έχει προκαλέσει έντονη πολιτική αντιπαράθεση με τον Μητσοτάκη και το κόμμα του τη Νέα Δημοκρατία να δέχονται έντονη κριτική, εν μέσω αυξανόμενης κόπωσης και απογοήτευσης για την κεντροδεξιά κυβέρνησή του αναφορικά με «ανεκπλήρωτες υποσχέσεις για εκσυγχρονισμό των κρατικών θεσμών».
Η πρόταση μομφής που ζήτησε το ΠΑΣΟΚ και υποστηρίζεται από τρεις μικρότερες αριστερές ομάδες αναμένεται να αποτύχει, με τη Νέα Δημοκρατία να κατέχει μικρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο των 300 εδρών.
Οι προειδοποιήσεις των αναλυτών
Ωστόσο, οι αναλυτές προειδοποιούν ότι η κρίση που προκλήθηκε από την καταστροφή θα μπορούσε να καθορίσει το υπόλοιπο της θητείας του, υπογραμμίζει το δημοσίευμα. «Στην καλύτερη περίπτωση, παραμένει ένας αντιπερισπασμός. Στη χειρότερη περίπτωση, θα διαβρώσει περαιτέρω την αξιοπιστία της κυβέρνησής του», σχολιάζει στους FT, ο Wolfango Piccoli, συμπρόεδρος της εταιρείας συμβούλων Teneo.
«Τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατηγορούν την κυβέρνηση ότι καθυστερεί την απονομή της δικαιοσύνης, αποκρύπτει κρίσιμα στοιχεία και ότι δεν εφαρμόζει μεταρρυθμίσεις στον τομέα της ασφάλειας» συνεχίζει το άρθρο.
Και προσθέτει ότι ο Μητσοτάκης χαρακτήρισε την κίνηση ως πολιτικό τέχνασμα που επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την εθνική θλίψη. «Δύο χρόνια μετά την τραγωδία των Τεμπών, βιώνουμε ένα κοινό πένθος που ορισμένοι κύκλοι επιδιώκουν να μετατρέψουν σε σημείο διχασμού», είπε ο πρωθυπουργός στο κοινοβούλιο. «Βρίσκομαι εδώ σήμερα για να επιβεβαιώσω τη δέσμευση της κυβέρνησής μας στην αλήθεια και τη δικαιοσύνη».
«Αν δεν ξαναβρεί τη δυναμική του, ο Μητσοτάκης κινδυνεύει να παγιδευτεί στην πολιτική αδράνεια για τα επόμενα δύο χρόνια».
Επισήμανε την ανεξάρτητη έρευνα για τη μετωπική σύγκρουση επιβατικής αμαξοστοιχίας που μετέφερε κυρίως φοιτητές και εμπορευματικής αμαξοστοιχίας κοντά στην πόλη της Λάρισας, λέγοντας ότι επιβεβαιώνει την αιτία ως ανθρώπινο λάθος και μακροχρόνιες βλάβες υποδομής και όχι κυβερνητική αμέλεια.
«Ο κόσμος απαιτεί λογοδοσία, όχι απαραίτητα αλλαγή κυβέρνησης, αλλά βαθιά κάθαρση του συστήματος», αναφέρει από την πλευρά της η Λαμπρινή Ρόρη, επίκουρη καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει τη δύσκολη θέση της κυβέρνησης, με τον την κ. Ρόρη να σημειώνει πώς αντίθετα «τροφοδότησε την υποστήριξη σε αντικαθεστωτικά κόμματα — ειδικά την ακροδεξιά».
Τα μικρότερα κόμματα διαμαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της ακροδεξιάς Ελληνικής Λύσης και της ριζοσπαστικής αριστεράς Πλεύση Ελευθερίας, έχουν ενισχυθεί, αναφέρουν οι FT.
Παρά την αυξανόμενη κριτική, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί διψήφιο πλεονέκτημα έναντι της δεύτερης θέσης του ΠΑΣΟΚ, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις της Pulse research and consulting.
«Οι άνθρωποι δεν βλέπουν καμία ουσιαστική βελτίωση στις δημόσιες υπηρεσίες – τις μεταφορές, την υγειονομική περίθαλψη, τη δικαιοσύνη ή την εκπαίδευση», προσθέτει ο Piccoli. «Αν δεν ξαναβρεί τη δυναμική του, ο Μητσοτάκης κινδυνεύει να παγιδευτεί στην πολιτική αδράνεια για τα επόμενα δύο χρόνια».