Η εδώ και δέκα χρόνια πτωτική τάση που υπάρχει στα επιτόκια σημαίνει ότι η αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και άλλοι φορείς μπορεί να υποτιμούν το πραγματικό μελλοντικό οικονομικό κόστος της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα του Σαν Φρανσίσκο.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν χρησιμοποιεί μια εκτίμηση 50 δολαρίων ανά τόνο για να υπολογίσει το «κοινωνικό κόστος των αερίων του θερμοκηπίου» στις διαδικασίες υιοθέτησης μέτρων και λήψης αποφάσεων αδειοδότησης.
Η τιμή λαμβάνει υπόψιν τις οικονομικές ζημίες που σχετίζονται με την αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα, τιμωρώντας τους ρυπαίνοντες και δίνοντας κίνητρα για επενδύσεις σε μη ρυπογόνες εναλλακτικές λύσεις.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους συντάκτες της μελέτης, αυτή η εκτίμηση δεν λαμβάνει υπόψη μια μακροχρόνια τάση προς χαμηλότερο κόστος δανεισμού καθώς η γήρανση του πληθυσμού, η βραδύτερη αύξηση της παραγωγικότητας και η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας περιορίζουν την παγκόσμια ζήτηση.
Διαπιστώνουν μάλιστα, ότι μια εκτίμηση εναρμονισμένη με τις πραγματικές τάσεις στα πραγματικά επιτόκια θα έχει κόστος ανά τόνο 100 δολάρια.
«Για να αξιολογηθούν σωστά οι πιθανές μελλοντικές οικονομικές απώλειες από την κλιματική αλλαγή, πρέπει να υπολογιστούν με βάση συγκρίσιμες αξίες σε σημερινά δολάρια», έγραψαν οι οικονομολόγοι της Fed από το Σαν Φρανσίσκο, Glenn Rudebusch και Michael Bauer. Προσθέτουν επίσης, ότι συνυπολογίζοντας τα χαμηλά επιτόκια, το κόστος της κλιματικής αλλαγής υποτιμάται, «κι αυτό είναι σημαντικό για τις επιλογές πολιτικής για το κλίμα».