Μιλώντας στο συνέδριο του Economist, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου Μυτιληναίος, Ευάγγελος Μυτιληναίος, έκανε λόγο για στρατηγική αδράνεια και ενεργειακή ανεπάρκεια που πλήττει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, ασκώντας δριμεία κριτική στις δομικές αδυναμίες της ΕΕ.

Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος ξεκαθάρισε ότι η Ευρώπη βρίσκεται στη γωνία. Αφού σημείωσε ότι τα τελευταία 80 χρόνια η Ευρώπη γνώρισε ευημερία και έγινε η πιο μεγάλη ήπια δύναμη του κόσμου, μαζί με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Την τελευταία 3ετία, όμως, αυτή η ήπια ισχύς σε πλανητικό επίπεδο υποχώρησε και πλέον αυτό που μετρά είναι η σκληρή ισχύς. Η Ευρώπη όμως δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό. «Αντί να έχουμε λοιπόν ΗΠΑ, Κίνα και ΕΕ, στην προμετωπίδα, η Ευρώπη πλέον έχει αντικατασταθεί από τη Ρωσία» εξήγησε ο πρόεδρος της Metlen.

«Στην Ευρώπη λοιπόν αντιμετωπίζουμε διλήμματα. Η δική μου γενιά δεν τα αντιμετώπισε ποτέ. Τα είχαμε διαβάσει μόνο σε βιβλία. Είχαμε πολέμους εκτός της ηπείρου, είχαμε σημαντικά οικονομικά προβλήματα και προκλήσεις» συνέχισε, τονίζοντας ότι αυτό πλέον έχει αλλάξει.
Εστιάζοντας στον τρόπο λήψης αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο κ. Μυτιληναίος αναφέρθηκε στα συμβούλια υπουργών, τα οποία όταν πρόκειται να λάβουν σημαντικές αποφάσεις για την Ευρώπη, αναλαμβάνει δράση η πολιτική, προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία. Σε αυτό το σημείο άφησε νέες αιχμές κατά της Φον ντερ Λάιεν, τονίζοντας ότι η επικεφαλής της Κομισιόν λειτουργεί «σαν να είναι πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι».

Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ προχωρούν συνεχώς μπρος τα εμπρός τα τελευταία χρόνια. Δαπανούν πολλά χρήματα σε έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία. Αυτό έχει δημοσιονομικό αποτύπωμα, καθώς παράγει μεγάλα ελλείμματα. Οι Αμερικανοί, όμως, έχουν το δολάριο και κινούνται μπροστά. Αντίθετα, στην Ευρώπη «είχαμε κάθε είδους σύμφωνα σταθερότητας και κάθε είδους συνταγματικά εμπόδια από τη Γερμανία», με αποτέλεσμα να μην δαπανηθούν χρήματα στους ξεκάθαρους στόχους που αναφέρονται στην έκθεση Ντράγκι.

Σε ό,τι αφορά την παραγωγικότητα, το πρώτο ζήτημα είναι το θέμα της ενέργειας. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι πόλεμοι είχαν να κάνουν με την ενέργεια. Η Ευρώπη είναι ο μεγάλος χαμένος, δεν έχουμε δικούς μας πόρους, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε συνθήκες πράσινης μετάβασης παρά πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να προκύψουν μεγαλύτερα προβλήματα παρά λύσεις. Δεν έχουμε επαρκείς επενδύσεις στα δίκτυα και οι τιμές δεν είναι χαμηλότερες. Την ίδια στιγμή προσπαθούμε να ανταγωνιστούμε την Κίνα, που έχει τόσα άλλα πλεονεκτήματα (σ.σ. χρήση χάλυβα χωρίς περιορισμούς, παραγωγή φωτοβολταϊκών με πολύ χαμηλό κόστος)» συνέχισε.

Και υπογράμμισε με νόημα: «Η ενέργεια είναι πολιτικό ζήτημα. Ποιος θα λύσει αυτό το πρόβλημα; Έχουμε ηγέτες στην Ευρώπη, όπως ο Ντράγκι, που έσωσε την ήπειρο την προηγούμενη δεκαετία. Νομίζω πώς όχι».

Σε ερώτηση για τους δασμούς Τραμπ, απάντησε ότι οι δασμοί δεν είναι τεχνικής φύσεως ζήτημα, αλλά βαθιά πολιτικό ζήτημα. Είναι σαν τις κυρώσεις. Και έδωσε ως παράδειγμα την Ισπανία που είπε ότι δεν θα δαπανήσει πάνω από 2% του ΑΕΠ και ο Τραμπ σε απάντηση είπε «θα σε τιμωρήσω με μεγαλύτερους δασμούς».

Σε αυτό το σημείο, όμως, τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να διατηρήσει τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Και αυτό, καθώς ειδικά στην άμυνα θα χρειαστούν τουλάχιστον 15 χρόνια για να μπορέσει να σταθεί με επάρκεια. «Η Ευρώπη απειλείται να τιμωρηθεί, γιατί ήταν τόσο συγκαταβατική τα τελευταία 50 χρόνια με τις ΗΠΑ να της προσφέρουν δωρεάν ασφάλεια, τη Ρωσία να της παρέχει πολύ χαμηλή ενέργεια και την Κίνα να αποτελεί την τεράστια αγορά για εξαγωγές. Όμως, πλέον, αυτό έχει αλλάξει. Οι ΗΠΑ καλούν την Ευρώπη να συμμετάσχει στον λογαριασμό. Και αυτό είναι λογικό. Να πληρώσουμε εμείς, δηλαδή, οι Ευρωπαίοι, κάτι που αποφεύγαμε για δεκαετίες. Την ίδια στιγμή η ρωσική ενέργεια έχει εξαφανιστεί και καλούμαστε να πληρώσουμε τρεις φορές πάνω. Η Κομισιόν είναι χαρούμενη που η Ευρώπη είναι ενεργειακά ανεξάρτητη, ωστόσο δεν λέει ότι πληρώνουμε τρεις φορές παραπάνω».

Ντράγκι: Η Ευρώπη πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της

«Η Ευρώπη πρέπει να επανεφεύρει τον εαυτό της». Με αυτή τη φράση-καμπανάκι, ο Μάριο Ντράγκι έθεσε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου την επείγουσα ανάγκη βαθιών τομών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο στην άμυνα όσο και στην ενέργεια.

Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας περιέγραψε μια Ευρώπη που, χωρίς κοινή εξωτερική πολιτική, ενιαίο ενεργειακό σχεδιασμό και ουσιαστική επένδυση στη βιομηχανική της βάση, κινδυνεύει να παραμείνει αδύναμη σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τη σκληρή ισχύ.

Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε η επισήμανσή του για την αλλαγή στάσης της Γερμανίας, χώρας όπου μέχρι πρόσφατα η οποιαδήποτε πολιτική σύνδεση με τις ένοπλες δυνάμεις θεωρούταν πολιτικά τοξική. «Μέχρι πριν λίγα χρόνια, αν ένας πολιτικός στη Γερμανία φωτογραφιζόταν δίπλα σε οτιδήποτε στρατιωτικό, θα έχανε ψήφους», ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως πλέον η νέα ηγεσία έχει επαναπροσδιορίσει ριζικά τη στρατηγική της, ακόμα και σε θέματα δημοσιονομικής πειθαρχίας.

Ο κ. Ντράγκι υπογράμμισε επίσης ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας περνά μέσα από την τεχνολογία: την τεχνητή νοημοσύνη, την κυβερνοασφάλεια, το cloud computing και τις δορυφορικές επικοινωνίες. «Καμία από αυτές τις προκλήσεις δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί σε εθνικό επίπεδο», είπε, τονίζοντας την ανάγκη για βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Κόστος ενέργειας και ανταγωνιστικότητα

Αναφερόμενος στον τομέα της ενέργειας, ο Μάριο Ντράγκι προειδοποίησε ότι η εκτόξευση των τιμών απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά και την ίδια τη μετάβαση προς μια πράσινη οικονομία. «Η αγορά ενέργειας χρειάζεται αναμόρφωση. Δεν είναι δυνατόν οι ΑΠΕ όπως τα υδροηλεκτρικά να αποτιμώνται με βάση τις τιμές του φυσικού αερίου», είπε, παραδεχόμενος ότι μια τέτοια αλλαγή θα συναντήσει σοβαρές αντιδράσεις.

Αναφέρθηκε, επίσης, στη μελέτη που παρουσίασε πρόσφατα στην Κομισιόν, η οποία, όπως είπε, συγκροτήθηκε με τη συμβολή επιχειρηματιών, οικονομολόγων και θεσμικών οργάνων. Αν και οι πρώτες αντιδράσεις εστιάζουν στο υψηλό κόστος και τις δυσκολίες υλοποίησης, τόνισε ότι «έχουμε 450 εκατ. από τους πιο εύπορους καταναλωτές στον πλανήτη, αλλά δεν έχουμε μια πραγματικά ενιαία αγορά».

Διαβάστε ακόμη: