Στα αναρίθμητα ευρωπαϊκά μουσεία, τόσα πολλά που ακόμα και οι πιο ορκισμένοι εραστές των καλών τεχνών θα δυσκολευτούν να τα επισκεφθούν ένα προς ένα, μερικά από τα κορυφαία έργα τέχνης που εμπνεύστηκε ποτέ ο άνθρωπος στέκονται υπέροχα και ιδιοφυή στους αιώνες των αιώνων.

Μαγευτικά και σπουδαία, πρωτότυπα και διαχρονικά μέσα στην ανατριχιαστική παλαιότητα τους, παρακάτω θα βρείτε 10 από τα πιο αφοπλιστικά τέλεια έργα τέχνης που φιλοξενούνται σήμερα σε κάποια από τα πιο διάσημα μουσεία της Ευρώπης.

Η Δημιουργία του Αδάμ του Μιχαήλ Άγγελου – Καπέλα Σιξτίνα, Βατικανό


Σε ένα από τα μικρότερα κρατίδια του κόσμου, στο Βατικανό, μέσα στο παρεκκλήσι του Αποστολικού Παλατιού Καπέλα Σιξτίνα βρίσκεται από το 1512 ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα που έφτιαξε ποτέ ο άνθρωπος. Η οροφογραφία του Μιχαήλ Άγγελου εξιστορεί μέσα σε περίπου 1.000 τετραγωνικά, ολόκληρη τη δημιουργία του κόσμου με έναν τρόπο που δεν είναι εφικτό να περιγραφεί με λόγια.

Κριτικοί τέχνης έχουν παραδεχθεί ότι η δυναμική και η συγκλονιστική ομορφιά των 300 μορφών που είναι ζωγραφισμένες στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα ξεπερνούν σε ενέργεια και μαγεία ακόμα και τον πιο «υποψιασμένο» θεατή, ακόμα και τον πιο μυημένο φιλότεχνο στον κόσμο. Οι επισκέπτες που εισέρχονται στο παρεκκλήσι πολλές φορές δακρύζουν μπροστά σε αυτό το μοναδικό ανθρώπινο αριστούργημα, ενώ οι εργαζόμενοι στο μουσείο συχνά χρειάζεται να ζητήσουν ευγενικά από τους παρευρισκόμενους να κινηθούν λίγο πιο γρήγορα στον χώρο για αποφυγή συνωστισμού: οι επισκέπτες απλά μένουν αποσβολωμένοι με το στόμα ανοικτό και τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι κάτω από το έργο που ο σπουδαίος Μιχαήλ Άγγελος ζωγράφισε, μέσα σε 4 χρόνια, ανεβασμένος σε σκαλωσιά, μουρμουρίζοντας ότι «αυτή δεν ήταν η δουλειά του».

Ανάμεσα στις αναπαραστάσεις που διακοσμούν την οροφή της Καπέλα Σιξτίνα «Η Δημιουργία του Αδάμ» είναι σίγουρα η πιο αναγνωρίσιμη και χαρακτηριστική. Σήμερα θεωρείται έργο τόσο διάσημο και επιδραστικό που τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τη Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι και έχει τυπωθεί πάνω σε τετράδια, μολύβια και πάνινα τσαντάκια.

Πρόγευμα στη Χλόη του Édouard Manet – Μουσείο Ορσέ, Παρίσι


Τον έχουν αποκαλέσει «η στιγμή κατά την οποία γεννήθηκε ολόκληρη η μοντέρνα τέχνη». Ο πίνακας «Πρόγευμα στη Χλόη» του Γάλλου προ-ιμπρεσιονιστή Édouard Manet είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του 19ου αιώνα, το όχημα μέσω του οποίου καταργήθηκαν δύο από τις βασικότερες, παραδοσιακές τεχνικές στον κόσμο της παγκόσμιας ζωγραφικής: Η τρισδιάστατη προοπτική των μορφών και η θεματολογία, η οποία, έως τότε, περιστρεφόταν μόνο γύρω από «ευγενή», ηρωικά, ιστορικά ζητήματα.

Ο πίνακας με την ονομασία «Le Déjeuner sur l’Herbe» απεικονίζει μία παρέα στη γαλλική εξοχή να παίρνει το πρωινό της καθισμένη στο γρασίδι. Οι άντρες είναι ντυμένοι με κομψότατα κοστούμια εκείνης της περιόδου, ο ένας από αυτούς φοράει στο κεφάλι του ένα τουρμπάνι. Η γυναίκα που εμφανίζεται περίπου στο κέντρο του πίνακα δεν είναι άλλη από την όμορφη Victorine Meurent, αγαπημένο μοντέλο τoυ Manet και πιθανότατα η μοναδική γυναίκα στον κόσμο που αποτελεί κεντρική μορφή σε δύο από τους καταλυτικότερους πίνακες στην ιστορία της τέχνης. Η Meurent είναι το αισθησιακό, γυμνό μοντέλο και στη διάσημη «Ολυμπία», το έτερο αριστούργημα που φιλοτέχνησε ο κορυφαίος Γάλλος εικαστικός το 1863.

Σύμφωνα με τους κριτικούς εκείνης της εποχής η πλήρης απουσία προοπτικής στις ανθρώπινες μορφές ήταν αυτό που ξένισε τους θεατές στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κάνοντας τις φιγούρες στο «Πρόγευμα στη Χλόη» να μοιάζουν με σχέδια ξεκομμένα το ένα από το άλλο, σαν εμβόλιμες πραγματικότητες που δεν σχετίζονται πραγματικά μεταξύ τους. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η απουσία λεπτομέρειας ήταν εκείνη που επέτρεψε για πρώτη φορά στο κοινό να συνειδητοποιήσει μία νέα ουσία γύρω από την τέχνη της ζωγραφικής. Μία ουσία πέρα από τη μαγεία της λεπτομέρειας και της κλασικής αναπαράστασης. Την ουσία του αισθησιασμού, της καθημερινής θέρμης και των απέραντων συναισθημάτων.

Ο πίνακας βρίσκεται σε ένα από τα ωραιότερα και πιο σημαντικά μουσεία της Ευρώπης, στο Μουσείο Ορσέ του Παρισιού, γνωστό ευρέως και ως «το μουσείο των ιμπρεσιονιστών».

Ηλιοτρόπια του Vincent van Gogh – Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο


Το 1887 ο πιο διάσημος, ίσως, εικαστικός ολόκληρης της μοντέρνας ζωγραφικής, ο Vincent van Gogh που δεν έζησε αρκετά για να δει το όνομα του να γίνεται συνώνυμο του παγκόσμιου pop culture, άρχισε να ζωγραφίζει μία σειρά από έργα τα οποία απεικόνιζαν ηλιοτρόπια γερμένα στο έδαφος. Έναν χρόνο αργότερα, και αφού ο καλλιτέχνης είχε μετακομίσει από το Παρίσι στην Arles, μία νέα σειρά από σχέδια με θέμα τα ηλιοτρόπια πήρε σάρκα και οστά. Αυτή τη φορά τα «χρυσά» λουλούδια ήταν τοποθετημένα μέσα σε βάζο.

Οι επιβεβαιωμένες πληροφορίες αναφέρουν πως ο van Gogh ξεκίνησε να φιλοτεχνεί τα συγκεκριμένα σκίτσα προκειμένου να εντυπωσιάσει τον φίλο και μέντορα του Paul Gauguin, ο οποίος επρόκειτο να τον επισκεφτεί στην Arles. Περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη δημιουργία της δεύτερης σειράς από ηλιοτρόπια έχουν έρθει στο φως χάρη στην πυκνή αλληλογραφία του Ολλανδού εικαστικού με τον αδελφό του Theo, ένα ιστορικό, πια, ντοκουμέντο που έχει αποκαλύψει πολλές πληροφορίες για το συνολικό έργο του σπουδαίου πρόδρομου του εξπρεσιονισμού.

Σήμερα υπάρχουν αρκετά αυθεντικά σχέδια των Ηλιοτρόπιων σε διάφορα μουσεία του πλανήτη, ενώ κάποια παραμένουν μέχρι και τώρα σε ιδιωτικές συλλογές. Το παλαιότερο ανάμεσα σε εκείνα που βρίσκονται τοποθετημένα σε μουσειακά ιδρύματα ανήκει στη μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, αφού πουλήθηκε το 1924 από τους υπεύθυνους της γκαλερί Ernest Brown & Phillips στην Τate Modern. Από εκεί πήρε τελικά τον δρόμο του για τη μεγάλη πινακοθήκη της Trafalgar Square.

 

 Ανατολή του Claude Monet – Μουσείο Μarmottan, Παρίσι


To έργο, το οποίο χάρισε το όνομα του στο κίνημα που άλλαξε ολοκληρωτικά την πορεία της μοντέρνας ζωγραφικής, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό τον Απρίλιο του 1894. Ο πίνακας που σόκαρε τους κριτικούς τέχνης στα τέλη του 19ου αιώνα, κάνοντας τους να σχολιάσουν ότι δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω πέρα από «μουτζούρες» πάνω σε καμβά, απεικονίζει το λιμάνι της Χάβρης, γενέτειρας του Claude Monet, την ώρα της ανατολής του ηλίου. Ο πίνακας αποτελεί τμήμα μίας σειράς από έργα τα οποία αποτυπώνουν το λιμάνι σε διαφορετικές ώρες της ημέρας – την αυγή, το πρωί, το σούρουπο και τη νύχτα. Μερικά από αυτά είναι ζωγραφισμένα από θέση μέσα στο νερό, ενώ άλλα έχουν φιλοτεχνηθεί από το δωμάτιο ενός ξενοδοχείου το οποίο αντίκρυζε τη θάλασσα.

Ο ίδιος ο Monet είχε πει ότι λίγο πριν τα εγκαίνια της έκθεσης του ζητήθηκε ένα όνομα για τον πίνακα και τότε εκείνος αισθάνθηκε πως ο τίτλος «Λιμάνι της Χάβρης» δεν θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια αυτό που ο ίδιος ήθελε να αποτυπώσει μέσα από το θολό, φευγαλέο εικαστικό στυλ το οποίο χαρακτήριζε τα έργα του. Έτσι τους είπε να γράψουν απλά «Impression», δηλαδή «Εντύπωση». Εκείνον τον Απρίλη, στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, οι περίπου 4.000 θεατές που ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τη φιλοσοφία του ιμπρεσιονισμού έφυγαν από την έκθεση έχοντας χαμένα τα λόγια τους. Μερικοί κατηγόρησαν τον καλλιτέχνη για «απάτη», ενώ κάποιοι δημοσιογράφοι δήλωναν πως ο τίτλος «Εντύπωση» είχε χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι τα έργα δεν είχα προλάβει να ολοκληρωθούν.

Λίγα χρόνια μετά τα πρωτοπόρα μυαλά της εποχής υποκλίθηκαν βαθιά μπροστά στη μεγαλοφυία του Monet, του Renoir, του Pissarro. O ιμπρεσιονισμός άλλαξε για πάντα τις τεχνικές, αλλά και το ζητούμενο, στη δημιουργία ενός έργου τέχνης. Μαζί με αυτά λέγεται πως «νίκησε» και τους απανταχού κριτικούς, κάνοντας τους να νιώσουν λίγοι και ανήμποροι μπροστά στο άφταστο μεγαλείο του.

Γκερνίκα του Pablo Picasso- Μουσείο Reina Sofia, Μαδρίτη


Για πολλούς το πιο «δυνατό και συγκινητικό αντι-πολεμικό έργο που φιλοτεχνήθηκε ποτέ», η Γκερνίκα του Pablo Picasso, έχει ύψος 3,49 μέτρα και μήκος 7,76 μέτρα, αποτελώντας έναν από τους σπουδαιότερους πίνακες που ζωγράφισε ποτέ ο καλλιτέχνης που αποτελεί για πολλούς τη σημαντικότερη μορφή των εικαστικών τεχνών στον 20ο αιώνα.

Η ιστορία αυτού του αριστουργήματος αποτυπωμένο με γκρίζο, λευκό και μαύρο χρώμα, είναι η εξής: Kατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου, στις 26 Απριλίου του 1937, τα ναζιστικά στρατεύματα της Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας βομβάρδισαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς τη μικρή πόλη Γκερνίκα, στην περιοχή των Βάσκων της βόρειας Ισπανίας, έπειτα από συνεννόηση με τους Ισπανούς Εθνικιστές. Ο Picasso απεικονίζει αυτό το άγριο έγκλημα πολέμου με έναν μαινόμενο ταύρο, ένα άλογο που χλιμιντρίζει, μία γυναίκα που ουρλιάζει, έναν διαμελισμένο στρατιώτη και ένα νεκρό μωρό παραδομένα στις φλόγες.

Μετά την ολοκλήρωση του το έργο παρουσιάστηκε στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού εκείνης της χρονιάς και στη συνέχεια σε μουσειακά ιδρύματα άλλων χωρών. Τα έσοδα από την περιοδεία του πίνακα χρησιμοποιήθηκαν για την ανακούφιση των πληγέντων του Ισπανικού Εμφυλίου. Χάρη στο έργο του Picassο η Ευρώπη συνειδητοποίησε ξανά έπειτα από 18 χρόνια την ωμή βαρβαρότητα του πολέμου, γεγονός που, ωστόσο, δεν θα μπορούσε με τίποτα να προετοιμάσει κανέναν αρκετά για τη φρίκη που θα επακολουθούσε δύο χρόνια αργότερα, με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Κραυγή του Edvard Munch – Εθνική Πινακοθήκη, Όσλο


«Ένα απόγευμα περπατούσα σε ένα μονοπάτι, η πόλη ήταν από τη μία μεριά και τα φιόρδ ακριβώς από κάτω. Ήμουν κουρασμένος και άρρωστος. Σταμάτησα και κοίταξα για λίγο προς τα φιόρδ – ο ήλιος έδυε και τα σύννεφα είχαν πάρει ένα κοκκινωπό χρώμα. Αισθάνθηκα ένα ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση, μου φάνηκε ότι άκουσα καθαρά αυτή την κραυγή. Ζωγράφησα αυτή ακριβώς την εικόνα, ζωγράφισα τα σύννεφα κόκκινα σαν το αληθινό αίμα. Κι όλο αυτό έγινε Η Κραυγή», γράφει στο ημερολόγιο του ο Edvard Munch στις 22 Ιανουαρίου του 1892 για τον διασημότερο και πιο επιδραστικό πίνακα του.

Αρκετά χρόνια αργότερα οι θεωρητικοί τέχνης διατύπωσαν αρκετές ακόμα, διαφορετικές απόψεις, σχετικά με το πώς μπορεί να εμπνεύστηκε ο Munch τον πίνακα που θεωρείται ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του εξπρεσιονισμού. Κάποιοι υποστήριξαν πως το κόκκινο του ουρανού σχετίζεται με τη δυνατή έκρηξη του ηφαιστείου Krakatoa στην Ινδονησία, ένα συμβάν που «πότισε» τον ουρανό στο δυτικό ημισφαίριο της γης τις χρονιές 1883 και 1884. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η μορφή που πρωταγωνιστεί στον πίνακα δεν είναι απλά η μορφή ενός άνδρα σε κατάσταση πλήρους απόγνωσης και υπαρξιακής κρίσης, αλλά μία φιγούρα βασισμένη σε κάποια περουβιανή μούμια την οποία, σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Munch είχε δει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1889. Η συγκεκριμένη μούμια είχε θαφτεί σε στάση που θυμίζει πολύ την κεντρική φιγούρα της Κραυγής, με τα χέρια να κρατούν το πρόσωπο και το στόμα ανοικτό. Μάλιστα, η συγκεκριμένη μούμια είχε επηρεάσει πάρα πολύ και τον καλό φίλο του Munch, Paul Gauguin, που τη χρησιμοποίησε ως «μοντέλο» σε 20 πίνακες του.

Ο πίνακας βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Όσλο, ενώ μία ακόμα από τις αυθεντικές εκδοχές του έργου υπάρχει στου μουσείο Munch στη νορβηγική πρωτεύουσα.

Η Νίκη της Σαμοθράκης – Λούβρο, Παρίσι


Ανεβαίνοντας μία από τις πολλές σκάλες που συναντούν οι επισκέπτες μέσα στο επιβλητικό μουσείο του Λούβρου ένα θεϊκό γλυπτό καθηλώνει την ψυχή και το βλέμμα όποιου το αντικρύζει. Το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης στέκεται μεγαλειώδες και πανέμορφο στην κορυφή της σκάλας, με το φως να πέφτει πάνω του απ’ όλα τα γύρω παράθυρα, να διαχέεται και να ακτινοβολά πάνω στο γλυπτό απ’ όλες τις κατευθύνσεις.

Τοποθετημένο στο τεράστιο μουσείο του Παρισιού από το 1884, η φτερωτή Θεά Νίκη εντοπίστηκε στο ιερό των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης μαζί με άλλα δύο αντίστοιχα γλυπτά, τα οποία αναπαριστούν την ίδια θεότητα. Το δεύτερο εντοπίστηκε από αυστριακούς αρχαιολόγους και βρίσκεται στο μουσείο Kunsthistorisches Museum της Βιέννης και το τρίτο, που βρέθηκε από την αμερικανική αποστολή του Karl Lehmann και της Phyllis Williams-Lehmann το 1949, στο αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης.

Ο καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το άγαλμα κάπου ανάμεσα στα τέλη του 3ου αιώνα και τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. πάνω σε κατάλευκο παριανό μάρμαρο, παραμένει άγνωστος. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι το γλυπτό είναι δημιουργία της ελληνιστικής περιόδου. Οι αρχαιολόγοι θεωρούν πιθανότερη ημερομηνία για τη δημιουργία της πανέμορφης Νίκης το 190 π.Χ. και πιστεύουν πως κατασκευάστηκε για να τιμήσει τόσο τη φτερωτή θεά όσο και μία συγκεκριμένη ελληνική ναυμαχία, αν και παραμένει αβέβαιο το ποια μπορεί να ήταν αυτή.

Σήμερα, στο Μουσείο του Λούβρου είναι τοποθετημένο σε ψηλή βάση που με τη σειρά της είναι στερεωμένη σε μαρμάρινη πλώρη πλοίου. Το δεξιό φτερό του αγάλματος βρέθηκε σχεδόν διαλυμένο και αποτελεί πρόσθετο έργο ανασύστασης από εμπειρογνώμονες του Λούβρου. Το άγαλμα εικάζεται ότι κατακρημνίστηκε και έσπασε εξαιτίας μεγάλου σεισμού τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Πριν από λίγα χρόνια, είχε προκύψει στους αρχαιολογικούς κύκλους της Ευρώπης ένα αρκετά μεγάλο debate γύρω από την πρόσφατη συντήρηση του αγάλματος καθώς οι υπεύθυνοι του Λούβρου επέλεξαν να «καθαρίσουν» το γλυπτό, δίνοντας του ξανά λευκό χρώμα, μία διαδικασία που αφαίρεσε από τη Νίκη όλη τη γοητευτική, κιτρινισμένη πατίνα ολόκληρων αιώνων.

Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι – Λούβρο, Παρίσι


Οι θεατές σοκάρονται μόλις μπουν στη μεγάλη αίθουσα του Λούβρου όπου φιλοξενείται η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, για πάρα πολλούς «ο πιο διάσημος πίνακας σε ολόκληρο τον κόσμο». Οι πολύ μικρές διαστάσεις του καμβά έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με τον ηχηρό, τεράστιο μύθο που είναι χτισμένος γύρω από το συγκεκριμένο αναγεννησιακό αριστούργημα, το οποίο εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να κρύβει μέσα του ερωτηματικά και μυστήρια που δεν έχουν αποσαφηνιστεί.

Το βέβαιο είναι πως ο πίνακας αναπαριστά τη Λίζα ντελ Τζοκόντο, τη σύζυγο του Φρανσέσκο ντελ Τζιοκόντο, σε έναν σχετικά μικρό καμβά διαστάσεων 77 x 53 εκατοστά. Ο ντα Βίντσι ξεκίνησε να ζωγραφίζει το έργο το 1503, αλλά, φαίνεται ότι το άφησε ημιτελές μετά από 4 χρόνια δουλειάς, κάτι που έτσι κι αλλιώς συνήθιζε με σχεδόν όλα τα έργα του. Ο κορυφαίος εικαστικός και εφευρέτης πήρε στη συνέχεια μαζί του τον μισοτελειωμένο πίνακα από τη Φλωρεντία στο Παρίσι και τα στοιχεία δείχνουν ότι τελικά ολοκλήρωσε το έργο στη γαλλική πρωτεύουσα, έχοντας τύψεις για το γεγονός ότι άφηνε ανολοκλήρωτα όλα τα έργα του. Παρόλα αυτά υπάρχει και ο αντίλογος που υποστηρίζει πως το έργο, αν και αριστουργηματικό, παραμένει ημιτελές.

Μέχρι και σήμερα ατελείωτες θεωρίες γύρω από το μειδίαμα της Τζοκόντα, γύρω από το φόντο του πίνακα, ακόμα και γύρω από το πρόσωπο το οποίο ποζάρει σε αυτόν, διατυπώνονται σε μελέτες σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Σίγκμουντ Φρόιντ είχε υποστηρίξει πως ο Λεονάρντο αποτύπωσε στη μορφή της Μόνα Λίζα την ανάμνηση της μητέρας του, ενώ άλλοι θεωρητικοί πως δεν πρόκειται για τη μορφή μίας γυναίκας, αλλά ενός άνδρα.

Νωρίς το πρωί, στις 21 Αυγούστου του 1911 ένας Γάλλος ζωγράφος, ο Louis Béroud, μπήκε στην αίθουσα Salon Carré του Λούβρου, όπου εκτίθονταν ο πίνακας για περίπου 5 χρόνια. Τότε βρέθηκε μπροστά σε ένα σοκαριστικό θέαμα. Ο πίνακας δεν ήταν στη θέση του και στο σημείο υπήρχαν μόνο τέσσερις πάσσαλοι καρφωμένοι στον τοίχο. Αμέσως έτρεξε για να ενημερώσει το προσωπικό ασφαλείας και το Λούβρο έκλεισε για μία ολόκληρη εβδομάδα προκειμένου να διευκολυνθεί η έρευνα γύρω από την κλοπή. Η υπόθεση είχε περιπλεχτεί τόσο πολύ που ακόμα και ο Pablo Picasso ανακρίθηκε από την αστυνομία, όντας ένας από τους βασικούς υπόπτους. Ωστόσο λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, απαλλασσόμενος από τις κατηγορίες. Τελικά ο αληθινός ένοχος ήταν ο Ιταλός υπάλληλος του Λούβρου Vincenzo Peruggia, ο οποίος πίστευε ακράδαντα πως το έργο έπρεπε να επιστραφεί στην πατρίδα του, την Ιταλία. Συνελήφθη δύο χρόνια αργότερα όταν προσπάθησε να πουλήσει το έργο στην πινακοθήκη Ουφίτσι στη Φλωρεντία.

Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι του Johannes Vermeer – Μουσείο Mauritshuis, Χάγη


Πιθανότατα ο πιο διάσημος πίνακας του κορυφαίου Φλαμανδού ζωγράφου Johannes Vermeer, το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι, έγινε αρχικά γνωστός σε όλο τον πλανήτη λόγω των σημαντικών εκφραστικών ομοιοτήτων του με με τη Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι.

Φιλοτεχνημένο πάνω σε έναν καμβά ακόμα μικρότερο από αυτόν της διάσημης Τζοκόντα (διαστάσεων 44,5 x 39 εκατοστά), ο πίνακας του Vermeer ανήκει στη λεγόμενη Χρυσή Περίοδο της Ολλανδικής Ζωγραφικής (Dutch Golden Age) η οποία εκτείνεται σε ολόκληρο τον 17ο αιώνα. Πρόκειται για την εποχή κατά την οποία έκαναν την εμφάνιση τους μερικά από τα εντυπωσιακότερα έργα των μεγάλων Φλαμανδών εικαστικών, ανάμεσα τους «Η Τύφλωση του Σαμσόν» του Ρέμπραντ και ο «Ταύρος» του Paulus Potter.

Για πάρα πολλά χρόνια το έργο δεν είχε όνομα και αναφέρεται σε ιστορικά αρχεία με διαφορετικούς τίτλους. Πλέον αποκαλείται απ’ όλους «Το Κορίτσι με το Μαργαριταρένιο Σκουλαρίκι» εξαιτίας του χαρακτηριστικού κοσμήματος που κρέμεται από το αυτί της κοπέλας που πόζαρε στον Vermeer το 1665.

Το μαγευτικό, ολοζώντανο βλέμμα του κοριτσιού, η διάχυση του φωτός και οι λεπτομερής απόδοσης στις πτυχώσεις του ρούχου, βασικά χαρακτηριστικά της φλαμανδικής ζωγραφικής, κάνουν το έργο του Vermeer ένα από τα λαμπρότερα και πιο καθηλωτικά παραδείγματα των εικαστικών τεχνών της βορειοδυτικής Ευρώπης στα μέσα του 17ου αιώνα.

Φιλοξενείται στο μουσείο Mauritshuis της Χάγης μαζί με άλλα σημαντικά έργα σπουδαίων Φλαμανδών καλλιτεχνών.

Σύνθεση σε Κόκκινο, Κίτρινο και Μπλε του Piet Mondrian, Gemeentemuseeum, Χάγη


Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σύγχρονης ολλανδικής ζωγραφικής, ο κορυφαίος Piet Mondrian, θεωρείται παράλληλα μία από τις σπουδαιότερες μορφές στην τέχνη του 20ου αιώνα. Το όνομα του έχει συνδεθεί με τα τρία κινήματα που άλλαξαν ολοκληρωτικά τα δεδομένα των εικαστικών τεχνών, αυτά του κυβισμού, του εξπρεσιονισμού και του ιμπρεσιονισμού, όμως ο μεγάλος Ολλανδός καλλιτέχνης έχει υπάρξει περισσότερο επιδραστικός, σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω του καίριου ρόλου του στην ανάπτυξη της αφηρημένης τέχνης.

Ο Mondrian υπήρξε βασικός εμπνευστής του κινήματος “De Stijl” (στα ελληνικά σημαίνει «Το Στυλ») μίας σχολής που έφερε μεγάλες αλλαγές στην προσέγγιση της τεχνικής αλλά και του θέματος στη σύγχρονη, ευρωπαϊκή ζωγραφική. Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Picasso και τον Braque, ο Mondrian επέστρεψε την Ολλανδία λίγο πριν το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί, στη μικρή πόλη Leiden, εμπνεύστηκε μαζί με άλλους εικαστικούς και αρχιτέκτονες την φιλοσοφία του “De Stijl, γνωστό και ως «Νεοπλαστικισμός», ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υποστήριζε πως η ζωγραφική πρέπει να είναι όσο πιο λιτή και βασική γίνεται, αποτινάσσοντας από πάνω της οτιδήποτε περιττό και αχρείαστο. Μέσω της τεχνικής της απόλυτης αφαίρεσης, ο Mondrian και οι συνοδοιπόροι του δημιούργησαν ένα νέο κίνημα βασισμένο μόνο στις δύο απόλυτες, συμπαντικές, για εκείνους, αλήθειες: τη μορφή και το χρώμα.

Ο ίδιος ο Μοντριάν είχε αναλύσει επακριβώς την ιδέα πίσω από τη γέννηση του Νεοπλαστικισμού σε ένα μεγάλο δοκίμιο με τίτλο “Neo-Plasticism in Pictorial Art”. Το έργο «Σύνθεση σε Κόκκινο, Κίτρινο και Μπλε» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του συγκεκριμένου ρεύματος και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και σπουδαία έργα ολόκληρου του 20ου αιώνα, μία στιγμή η οποία ανέτρεψε, εκ νέου, σύσσωμη την πορεία των παγκόσμιων εικαστικών τεχνών.