Δεν πρόκειται για μια νέα πρακτική. Κατά καιρούς αποκαλύπτονται ολόκληρες επιχειρήσεις παραποίησης και πλαστογραφίας έργων τέχνης, όπως έγινε τον περασμένο μήνα στη Ρώμη, όπου κατασχέθηκαν περισσότεροι από 70 πλαστοί πίνακες που αποδίδονταν σε αξιόλογους καλλιτέχνες, από τον Pissarro έως τον Picasso, τον Rembrandt και άλλους, μαζί με υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για απομίμηση παλαιών καμβάδων, υπογραφές καλλιτεχνών και σφραγίδες γκαλερί που δεν λειτουργούν πλέον καθώς και ψεύτικα πιστοποιητικά γνησιότητας.

Στόχος των απατεώνων είναι πιθανοί αγοραστές, συνήθως μέσω διαδικτυακών πλατφορμών.  

Τον προβληματισμό γύρω από τη γνησιότητα και την αξία ενός πίνακα, έρχεται να ενισχύσει η διχογνωμία για κορυφαία έργα τέχνης, όπως ανάμεσα στην εικαστικό και ιστορικό, Ευφροσύνη Δοξιάδη και της Εθνικής Πινακοθήκης, για τον πίνακα Σαμψών και Δαλιδά, που αποδίδεται στον Φλαμανδό δάσκαλο του 17ου αιώνα Peter Paul Rubens και αγοράστηκε από το μουσείο του Λονδίνου το 1980 έναντι 2,5 εκατομμυρίων λιρών (τότε η δεύτερη υψηλότερη τιμή που καταβλήθηκε ποτέ για πίνακα σε δημοπρασία). Η κ. Δοξιάδη συμπεραίνει ότι είναι τρεις αιώνες νεότερος από τη χρονολογία 1609-10 που βρίσκεται δίπλα του στον τοίχο της γκαλερί και δεν έχει την αξία που του αποδίδεται.

Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το 2021 η ελβετική εταιρεία Art Recognition, η οποία διαπίστωσε, με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, ότι υπάρχει 91% πιθανότητα ο Σαμψών και η Δαλιδά να είναι έργο κάποιου άλλου εκτός του Rubens. Ο ισχυρισμός της ότι η πινελιά που βλέπουμε στον πίνακα είναι χονδροειδής και εντελώς ασύμβατη με τη ρευστή ροή του χεριού του Φλαμανδού δασκάλου αμφισβητείται έντονα από την Εθνική Πινακοθήκη, η οποία εμμένει στην απόδοσή του.

Με την εφαρμογή πιο εξελιγμένων εργαλείων ανάλυσης σε πίνακες και σχέδια των οποίων η νομιμότητα αμφισβητείται εδώ και καιρό, όπως για παράδειγμα το σχέδιο με κιμωλία και μελάνι La Bella Principessa που αποδίδεται στον Leonardo da Vinci, αλλά και σε εκείνα των οποίων η εγκυρότητα δεν αμφισβητήθηκε ποτέ, φαίνεται ότι η συζήτηση για το θέμα έχει ανάψει για τα καλά, προβληματίζοντας όσους θέλουν να επενδύσουν σε αυτόν τον τομέα.

Ακολουθούν πέντε απλοί κανόνες για να εντοπίσει κανείς  ένα ψεύτικο αριστούργημα.

Κανόνας 1: Οι χρωστικές ουσίες δεν λένε ποτέ ψέματα

Ένας «επιτυχημένος» πλαστογράφος έργων τέχνης δεν αρκεί να προσεγγίσει τις κουκκίδες ενός Georges Seurat ή τις πυκνές εκφραστικές δίνες του Vincent van Gogh. Πρέπει να γνωρίζει  ιστορία και χημεία. Οι χρωστικές ουσίες προκάλεσαν την καταστροφή το 2006, του Γερμανού πλαστογράφου τέχνης Wolfgang Beltracchi και της συζύγου του Helene. Είχαν καταφέρει να πουλήσουν αυτοσχέδια μοντερνιστικά αριστουργήματα για εκατομμύρια ευρώ, προτού τους προδώσει η απρόσεκτη χρήση μιας χρωστικής ουσίας που είχε βγει αργότερα από τη χρονολογία που απέδιδαν στο έργο.

Κανόνας 2: Κρατήστε το παρελθόν στο παρόν

Ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα γλυπτό ή ένα σχέδιο χωρίς βαρύ ιστορικό παρελθόν είναι ύποπτο. Ή μάλλον, θα έπρεπε να είναι. Έχει παρατηρηθεί ότι συλλέκτες δεν δίνουν την απαιτούμενη σημασία για την ύπαρξη οποιουδήποτε ίχνους προέλευσης των πινάκων, της προηγούμενης ιδιοκτησίας τους, του ιστορικού των εκθέσεων και των αποδείξεων των πωλήσεων, με αποτέλεσμα να εξαπατηθούν, όπως συνέβη σε σειρά πλαστών έργων του Ολλανδού Johannes Vermeer που δημιούργησε το Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι.

Κανόνας 3: Κλείστε τα μάτια

Η ταυτόχρονα μελετημένη και ενστικτώδης πινελιά των καλλιτεχνών και η σχεδιαστική τους ικανότητα είναι κάτι σαν δακτυλικά αποτυπώματα πάνω σε καμβάδες και χαρτιά. Η ελαφρότητα του αγγίγματος του ενός καλλιτέχνη και η στιβαρότητα της πινελιάς ενός άλλου είναι εξαιρετικά δύσκολο να παραποιηθούν. Με προσεκτικότερη εξέταση από τους ειδικούς η παραποίηση μπορεί να ανιχνευθεί από τον τρόπο αποτύπωσης των σχεδίων.

Κανόνας 4: Πηγαίνετε βαθύτερα

Επί 20 χρόνια, από τη δεκαετία του 1990, η γνησιότητα μιας νεκρής φύσης που φέρεται να έχει φιλοτεχνηθεί από τον Vincent van Gogh επιβεβαιωνόταν και διαψευόταν συνεχώς από τους ειδικούς. Όμως μια ακτινογραφία που έγινε το 2012 έλυσε τις απορίες, όταν αποκάλυψε ότι ο καλλιτέχνης, για λίγες δεκάρες, επαναχρησιμοποίησε έναν καμβά στον οποίο είχε δημιουργήσει μια εντελώς άλλη εικόνα, στην οποία κάνει ρητή αναφορά σε μια επιστολή του Ιανουαρίου του 1886. «Αυτή την εβδομάδα», σημειώνει ο Van Gogh στον αδελφό του Theo, «ζωγράφισα κάτι μεγάλο με … δύο παλαιστές… και μου αρέσει πολύ να το κάνω αυτό».

Ήταν σαν να πρόβλεπε την επακόλουθη επιστημονική διαμάχη για τη γνησιότητα του έργου που θα προκαλούσε με τον καιρό ο πίνακας, διασώζοντας το έργο από άδικους ισχυρισμούς περί παρανομίας και φωτίζοντας την πτυχή ενός ανήσυχου μυαλού που παλεύει για πάντα με τον εαυτό του, απελπισμένο να επιβιώσει.

Κανόνας 5: Οι λεπτομέρειες που προδίδουν

Ως τελευταία δικλείδα ασφαλείας για την αυθεντικότητα ενός έργου τέχνης, ελέγξτε την ορθογραφία. Με τον τρόπο αυτό θα είχε γλιτώσει ο συλλέκτης Pierre Lagrange 17 εκατομμύρια δολάρια, την τιμή που πλήρωσε το 2007 για μια κατά τα άλλα συναρπαστική πλαστογραφία ενός μικρού πίνακα 12x18in (30x46cm) που αποδόθηκε ψευδώς στον Αμερικανό αφηρημένο εξπρεσιονιστή Jackson Pollock. Ο Pollock έχει μια εκπληκτικά ευανάγνωστη υπογραφή, ένα αλάνθαστο «c» πριν από το τελικό «k».

Η πρόχειρη υπογραφή ήταν μόνο μία από τις πολλές παραλείψεις σε έργα που αποδόθηκαν λανθασμένα στους Rothko, De Kooning, Motherwell και άλλους, τα οποία η γκαλερί Knoedler & Co, ένα από τα παλαιότερα και πιο αξιόλογα ιδρύματα τέχνης της Νέας Υόρκης, κατάφερε να πουλήσει για 80 εκατομμύρια δολάρια. Τα πλαστά έργα είχε προμηθεύσει ένας ύποπτος έμπορος που ισχυριζόταν ότι προέρχονταν από έναν αινιγματικό συλλέκτη, τον «κύριο Χ».

Η γκαλερί έκλεισε μετά από 165 χρόνια λειτουργίας, ενώ ο ύποπτος δράστης των πλαστογραφιών, ένας αυτοδίδακτος Κινέζος 70 ετών με το όνομα Pei-Shen Qian, ο οποίος λειτουργούσε ένα εργαστήριο πλαστογραφίας στο Κουίνς, εξαφανίστηκε.

Διαβάστε ακόμη: