Η συγκίνηση και η αγωνία που μπορεί να προσφέρει ένας αγώνας, το αποτέλεσμα του οποίου μπορεί να ανατραπεί σε μια στιγμή, είναι ίσως από τους λόγους που κάνουν το άθλημα τόσο δημοφιλές.
Το ζήτημα είναι, ωστόσο, ότι αυτή η αίσθηση του απρόβλεπτου, που μπορεί να κάνει τον οπαδό μιας αουτσάιντερ ομάδας να ζήσει τη συγκίνηση μιας απροσδόκητης νίκης, μάλλον έχει αρχίσει να χάνεται. Σχετικές αναφορές γίνουνται στον Τύπο για το πώς οι αγώνες γίνονται όλο και πιο προβλέψιμοι και για το ότι δύσκολα μια μικρή ομάδα μπορεί να τα βάλει με έναν σύλλογο που έχει χτίσει μια ομάδα εκατομμυρίων. Και, τώρα, υπάρχουν και στοιχεία που υποδηλώνουν ότι αυτή η αίσθηση είναι σωστή: τα αποτελέσματα των αγώνων γίνονται όλο και πιο προβλέψιμα.
Πρόκειται για τα αποτελέσματα μιας έρευνας που διεξήγαγαν οι ερευνητές Victor Martins Maimone και Taha Yasseri, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, οι οποίοι εξέτασαν τα αποτελέσματα περίπου 88.000 αγώνων που διεξήχθησαν μέσα σε 26 χρόνια, από το 1993 μέχρι το 2009, σε 11 ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (Σκωτία, Ελλάδα, Τουρκία, Ισπανία, Βέλγιο, Αγγλία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία). Οι ερευνητές ανέπτυξαν ένα απλό μοντέλο με βάση τα αποτελέσματα των αγώνων και άλλες συγκεκριμένες παραμέτρους που αφορούν τις ομάδες, όπως το αν παίζουν εκτός ή εντός έδρας, το οποίο έπειτα εφάρμοσαν στους αγώνες για να δουν κατά πόσο μπορεί να προβλέψει αυτά τα αποτελέσματα.
Το μοντέλο που δημιούργησαν είναι απλούστερο από αυτά που χρησιμοποιούν τα γραφεία στοιχημάτων, ώστε να μπορεί να εφρμοστεί σε βάθος χρόνου σε περισσότερους αγώνες, δηλαδή και σε αναμετρήσεις για τις οποίες τα στοιχεία δεν ήταν ακόμα τόσο λεπτομερή. Παρόλ’ αυτά, οι ερευνητές κατάφεραν να προβλέψουν κατά 75% τα αποτελέσματα των αγώνων.
Στο 80% η προβλεψιμότητα των αγώνων
Το πιο ενδιαφέρον όμως στοιχείο δεν ήταν η επιτυχία του μοντέλου, αλλά το γεγονός ότι αυτή αυξανόταν όσο οι προβλέψεις του αφορούσαν πιο πρόσφατους αγώνες. Για παράδειγμα, η έκβαση των αγώνων της Bundesliga μπορούσε να προβλεφθεί με 60% επιτυχία το 1993, ενώ για το 2019 αυτό το ποσοστό ήταν 80%. Οι ερευνητές διευκρινίζουν ότι αυτό δεν οφείλεται στο ότι υπάρχουν περισσότερα δεδομένα για τους πιο πρόσφατους αγώνες, αφού το μοντέλο τους είχε εκπαιδευτεί να χρησιμοποιεί τα ίδια στοιχεία για οποιονδήποτε αγώνα.
Για να κατανοήσουν λοιπόν γιατί συμβαίνει αυτό, εξέτασαν τι έχει αλλάξει μέσα στον χρόνο, που να οδηγεί στο να έχει γίνει το ποδόσφαιρο περισσότερο προβλέψιμο, τη στιγμή, μάλιστα που θα περίμενε κανείς ότι όλες οι επενδύσεις και η ανάπτυξη των συλλόγων θα έπρεπε να είχαν κάνει το άθλημα ακόμα πιο συναρπαστικό και απρόβλεπτο.
Οι ισχυρές ομάδες
Οι αναλύσεις τους έδειξαν ότι μέσα στα χρόνια οι ισχυρές ομάδες κερδίζουν συχνότερα και οι αδύναμες λιγότερο συχνά. Μάλιστα, καθώς οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται στα οικονομικά για τον υπολογισμό των ανισοτήτων του πλούτου, χαρακτηρίζουν το συμπέρασμά τους ως το αντίστοιχο του «οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι». Εξάλλου, παρατήρησαν ακόμα ότι αυτή η ανισότητα μάλλον είναι αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου: οι δυνατότερες ομάδες βγάζουν περισσότερα χρήματα, γεγονός που τους δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσουν ακριβότερους παίκτες, άρα να φτιάξουν μια ακόμα δυνατότερη ομάδα, άρα να κερδίσουν περισσότερα χρήματα.
Επιπλέον, παρατήρησαν ότι έχει σχεδόν εξανεμιστεί και το πλεονέκτημα της έδρας, που μπορούσε να προσφέρει κάποιες αναπάντεχες νίκες σε μικρότερες ομάδες οι οποίες έπαιζαν με τη δυνατή στήριξη των οπαδών τους. Ενώ δηλαδή τη δεκαετία του 1990 μια ομάδα είχε 30% περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει από ό,τι συνήθως, αν αγωνιζόταν στην έδρα της, αυτό το ποσοστό έχει πέσει στο 15% όταν μιλάμε για πιο πρόσφατες σεζόν. Εν ολίγοις, μια ισχυρή ομάδα το πιθανότερο είναι ότι θα κερδίσει, όπου και αν παίζει, και αυτό φαινεται ότι οφείλεται στο ότι με τα χρόνια οι μετακινήσεις και τα ταξίδια έγιναν ευκολότερα, οι συνθήκες για τους παίκτες που παίζουν εκτός έδρας καλύτερες – έχουν δηλαδή ελαχιστοποιηθεί οι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την απόδοσή τους. Επιπλέον, εξακολουθεί να ισχύει παράλληλα ότι οι δυνατές ομάδες συνεχίζουν να γίνονται δυνατότερες.
Αν και οι επιστήμονες παραδέχονται ότι στην έρευνά τους υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, όπως το ότι εξέτασαν μόνο έντεκα πρωταθλήματα και μόνο μέχρι το 1993, σημειώνουν ότι τα αποτελέσματά τους είναι έγκυρα, ειδικά όσον αφορά τις μεγαλύτερες λίγκες, όπως της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Αγγλίας.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το ερώτημα που αναδύεται είναι κάπως φιλοσοφικό. Συνεχίζοντας την εξέλιξή του στο ίδιο στυλ, θα εξακολουθήσει το ποδόσφαιρο να είναι συναρπαστικό; Πόσο ευχαριστημένο ή συγκινημένο μπορεί να νιώσει το φίλαθλο κοινό, όταν παρακολουθεί αγώνες των οποίων το αποτέλεσμα είναι λίγο πολύ αναμενόμενο; Τι σημαίνει αυτό για τη βιομηχανία των στοιχημάτων, για τα εισιτήρια, για τα έσοδα των ομάδων;
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι πρέπει να υπάρξουν ρυθμίσεις σχετικά με τα έσοδα των συλλόγων, τους μισθούς των παικτών, τα έξοδα, ότι θα πρέπει να μπουν κάποια πλαφόν, ώστε να μην καταλήξει τελικά η επιτυχία του αθλήματος σε οικονομικούς όρους, να γίνει η αρχή του τέλους της δημοφιλίας του. Γιατί όσο ικανοί και αν είναι οι – celebrity πλέον – παίκτες, το πιθανότερο είναι το κοινό να μην ειναι διατεθειμένο να παρακολουθήσει έναν αγώνα του οποίου η έκβαση είναι αναμενόμενη.