Μαζί με την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, η Ελλάδα ανήκει στους μεγαλύτερους εξαγωγείς γιατρών και νοσηλευτών προς τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ, γεγονός το οποίο μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί στις χαμηλές αποδοχές και τις προβληματικές συνθήκες εργασίας στο εγχώριο σύστημα υγείας. Αντικατοπτρίζει όμως και την υψηλή αναλογία γιατρών ανά κάτοικο, η οποία με τη σειρά της εξηγεί και τις ελλείψεις εργατικών χεριών στον πρωτογενή τομέα. Διότι, στον αντίποδα, η ελληνική οικονομία εισάγει αλλοδαπούς για να τους απορροφήσει στον τουρισμό, στις κατασκευές και στη γεωργία.

Σύμφωνα και με τις νεότερες στατιστικές του ΟΟΣΑ –International Migration Outlook 2025– η χώρα μας «προμηθεύει» γιατρούς στα εθνικά συστήματα υγείας σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες επωφελούνται από την προσέλκυση ελληνικού υγειονομικού προσωπικού, παρότι με τη σειρά τους στέλνουν επίσης γιατρούς και νοσηλευτές σε άλλες χώρες. Καθαρά κερδισμένες από την κινητικότητα των εργαζομένων στον χώρο της υγείας, σε σχέση με κάθε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία και η Ελβετία. Περίπου στη μέση της τάσης βρίσκονται κράτη όπως η Γαλλία και η Αυστρία, καθώς χάνουν γιατρούς προς χώρες όπως η Ελβετία, όμως κερδίζουν από αγορές εργασίας όπως η Ιταλία, που είναι καθαρός «στρατολογητής» υγειονομικού προσωπικού από την Ελλάδα.

Πάντως η χώρα μας –μαζί με το Ισραήλ– παρουσιάζει σχετικά υψηλό ποσοστό επιστροφής γιατρών υπηκόων, οι οποίοι απέκτησαν στο εξωτερικό τα πτυχία τους, γεγονός που συνηγορεί στη διεθνοποίηση της ιατρικής και νοσηλευτικής εκπαίδευσης των τελευταίων δεκαετιών. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα διαθέτει την υψηλότερη αναλογία γιατρών ανά κάτοικο (6,6 ανά 1.000 κατοίκους), αν υπολογίσει κανείς τους γιατρούς που έχουν άδεια άσκησης επαγγέλματος, χωρίς να είναι απαραίτητα ενεργοί. Δεν ισχύει το ίδιο με την πυκνότητα των νοσηλευτών στον πληθυσμό, τομέας όπου η χώρα μας βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ.

Το μεγαλύτερο ποσοστό (35%) των Ελλήνων υπηκόων που μετανάστευσαν το 2023 απορροφήθηκε από την αγορά εργασίας της Γερμανίας. Η συνολική μετανάστευση Ελλήνων υπηκόων προς τις χώρες του ΟΟΣΑ μειώθηκε κατά 4% το ίδιο έτος.

Στο μεταξύ, η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ οι οποίες σημειώνουν τις πιο έντονες μειώσεις στα ποσοστά απασχόλησης των μεταναστών με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (-5,4 ποσοστιαίες μονάδες το 2024 σε σύγκριση με το 2023). Η Ελλάδα ανήκει επίσης στις τέσσερις χώρες με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας (15,4%) των μεταναστών συνολικά στις οικονομίες τους – είναι μάλιστα πρώτη στη μακροπρόθεσμη ανεργία των μεταναστών (60% των ανέργων μεταναστών).

Μετανάστες εργάτες είναι το 25% των αλλοδαπών που εισέρχονται στην Ελλάδα, η οποία κατά τα άλλα είδε αύξηση στις αιτήσεις ασύλου, τουλάχιστον το 2024: ο αριθμός των νέων αιτήσεων αυξήθηκε κατά 19%, φτάνοντας περίπου τις 69.000. Η πλειονότητα των αιτούντων προήλθε από τη Συρία (22.000), το Αφγανιστάν (15.000) και την Αίγυπτο (7.100).

Και πού δραστηριοποιούνται οι μετανάστες οι οποίοι απορροφώνται στην ελληνική αγορά εργασίας; Το 18,8% των απασχολουμένων μεταναστών στη χώρα μας δραστηριοποιείται στον τομέα της φιλοξενίας και της εστίασης. Το 17,3% στις κατασκευές, το 15% στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και το 9% στη γεωργία και την αλιεία.

Σημειωτέον, η Ελλάδα όρισε 89.290 θέσεις εργασίας που μπορούν να καλυφθούν από υπηκόους τρίτων χωρών το 2025, από τους οποίους 41.670 προορίζονται για εξαρτημένη απασχόληση, 45.620 για εποχική εργασία και μόλις 2.000 για πόστα υψηλής ειδίκευσης. Υπενθυμίζεται ότι το καλοκαίρι του 2024 ξεκίνησε η λειτουργία ψηφιακής πλατφόρμας για τη διευκόλυνση διμερούς συμφωνίας με την Αίγυπτο για την απασχόληση εποχικών εργατών στον τομέα της γεωργίας. Σε αντίστοιχες ενέργειες έχει προβεί η Ελλάδα με την Ινδία, επιχειρώντας να αντλήσει εργατικό δυναμικό για ανάλογες δραστηριότητες.

Διαβάστε ακόμη: