Ερασιτεχνική παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, η δραστηριότητα της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα, με τους περισσότερους ιδιοκτήτες που εκμεταλλεύονται την περιουσία τους να το πράττουν ως συμπλήρωμα των εσόδων τους και όχι ως επαγγελματική ενασχόληση. Ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, με την Αττική και ιδίως το κέντρο της Αθήνας, αλλά και περιοχές υψηλής τουριστικής κίνησης, όπως η Μύκονος, να ξεχωρίζουν.

Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, σύμφωνα με τα στοιχεία από την πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ), στο σύνολο της χώρας, μόλις το 18,6% των καταχωρισμένων αγγελιών βραχυχρόνιας μίσθωσης αφορά ακίνητα υπό επαγγελματική διαχείριση, τα οποία δηλαδή είτε ανήκουν είτε τα διαχειρίζεται κάποια εταιρεία. Μάλιστα, αν εξαιρεθεί από τα αποτελέσματα αυτά η Αττική, το ποσοστό αυτό μειώνεται ακόμα περισσότερο, σε μόλις 12,4%. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα στοιχεία, η διείσδυση των επαγγελματιών έχει διπλασιαστεί από το 2018 μέχρι σήμερα σε πανελλαδικό επίπεδο.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι, ακόμα και μεταξύ των εταιρειών, περίπου το 50% δεν ελέγχει πάνω από δύο ακίνητα. Μαζί με το αντίστοιχο ποσοστό των ιδιωτών οικοδεσποτών, το 98% του συνόλου διαχειρίζεται μέχρι δύο ακίνητα, επομένως δεν εμπίπτει στις υποχρεώσεις και στις δεσμεύσεις που εγκαινιάστηκαν πέρυσι. Δηλαδή, δεν υποχρεούνται στη σύσταση εταιρείας ή στο τέλος επιτηδεύματος ανά ακίνητο, που έχουν επιβληθεί σε όσους διαχειρίζονται από τρία ακίνητα και πάνω.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία που προκύπτουν για τα έσοδα των ιδιοκτητών από τη βραχυχρόνια μίσθωση. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΟΠΑ, για το έτος 2023, υπολογίζεται ότι ένας ιδιώτης εισέπραξε περίπου 7.500 ευρώ, ή περίπου 628 ευρώ τον μήνα ανά ακίνητο. Αντιστοίχως, το καθαρό κέρδος του, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών εξόδων και του φόρου, δεν ξεπερνάει τα 4.369 ευρώ ανά ακίνητο, ή 366 ευρώ τον μήνα, ποσό που ασφαλώς δεν αρκεί για να βιοποριστεί κανείς.

Ωστόσο, στην Αττική κι ακόμα περισσότερο στο κέντρο της Αθήνας, όπως επίσης και στη Μύκονο, φαίνεται πως η βραχυχρόνια μίσθωση έχει προσλάβει χαρακτήρα πιο επαγγελματικό. Σε αντίθεση με τον εθνικό μέσο όρο του 18,6%, στην Αττική, το 38,1% των ενεργών αγγελιών καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης ή ανήκει σε επαγγελματίες και εταιρείες, με το υπόλοιπο 61,9% να ανήκει σε ιδιώτες.

Στο κέντρο της Αθήνας η εικόνα είναι ακόμα πιο «επαγγελματική», καθώς ένα στα δύο ακίνητα το διαχειρίζεται επαγγελματίας, ή 50,1%, έναντι 49,9% των ιδιωτών. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι το 81,2% των εταιρειών (416 οικοδεσπότες συνολικά) διαχειρίζεται πάνω από τέσσερα ακίνητα, με την εκτίμηση των μελετητών να κάνει λόγο για 15 καταχωρίσεις κατά μέσον όρο ανά εταιρεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία, το μέσο ετήσιο εισόδημα ανά ακίνητο στο κέντρο της Αθήνας ανέρχεται σε 9.064 ευρώ, ή 755 ευρώ/μήνα για έναν ιδιώτη, αλλά εκτοξεύεται σε 1.315 ευρώ για μια εταιρεία. Αυτό οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι οι εταιρείες διαχειρίζονται πολύ πιο ποιοτικά ακίνητα και σε πιο εμπορικές τοποθεσίες και ο δεύτερος στην ίδια την επαγγελματική διαχείριση, που αποδίδει περισσότερο.

Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Δουκίδη, «η συντριπτική πλειονότητα των παρόχων είναι ιδιώτες με μια καταχώριση που παρέχει ένα μικρό αλλά κρίσιμο εισόδημα σε πολλές χιλιάδες ελληνικές οικογένειες. Οι βραχυχρόνιες μισθώσεις αντιπροσωπεύουν μόνο το 2,9% του συνολικού αριθμού κατοικιών της χώρας και δεν έχουν σημαντική επίδραση στην προσφορά στέγης».

Διαβάστε ακόμη: