Η δεύτερη και σαφώς πιο αξιόλογη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s, σαφώς αποτελεί ένα σημαντικό επίτευγμα για τη χώρα, ειδικά μετά τις μεγάλες περιπέτειες που υπέστη εξαιτίας της χρεοκοπίας της επί σειρά ετών, με οδυνηρά αποτελέσματα σε οικονομία, κοινωνία και επιχειρήσεις.

Εξ αυτού και μόνο του λόγου αναμένεται από σήμερα με μεγάλο ενδιαφέρον η αντίδραση της ελληνικής αγοράς ομολόγων, αλλά και του Χρηματιστηρίου, με δεδομένη πλέον την αναβάθμιση της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα.

Βέβαια, οι διεθνείς εξελίξεις και η συγκυρία δεν αποτελούν το ιδανικότερο περιβάλλον για την αξιοποίηση αυτού του ιδιαίτερα σημαντικού γεγονότος.

Αλλά, ήδη η Ελλάδα αποκόμισε αξιοσημείωτα οφέλη κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου αναμονής σε πολλά επίπεδα, με κυριότερο ίσως το όφελος σε επίπεδο χρέους.

Οι νουνεχείς, τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αγορά ευρύτερα, δεν περιμένουν να εισρεύσουν κρουνοί κεφαλαίων από τη μία ημέρα στην άλλη και θέτουν ως ορίζοντα αλλαγής σελίδας το διάστημα των έξι περίπου μηνών από σήμερα, προκειμένου να διαπιστωθεί στην πράξη ότι η χώρα εισπράττει και διατηρεί τα οφέλη που στερήθηκε για 13 χρόνια.

Η επόμενη ημέρα βρίσκει ωφελημένο το Δημόσιο, που θα έχει πλέον ευνοϊκότερες συνθήκες δανεισμού, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό στην προσπάθεια της χώρας να μειώσει όσο είναι δυνατόν το συνολικό κόστος του δανεισμού του, το πιθανότερο με την προσφυγή στις αγορές με φθηνότερο κόστος και συγχρόνως την αντικατάσταση παλαιότερων και ακριβότερων εκδόσεων.

Κερδισμένες φυσικά και οι τράπεζες, καθώς διαθέτουν μεγάλο αριθμό κρατικών χρεογράφων, τα οποία, με την άνοδο των τιμών τους θα αυξήσουν τις αποτιμήσεις των χαρτοφυλακίων τους και η διαφορά θα ενισχύσει, σε λογιστική βάση, τα κέρδη στους ισολογισμούς τους. Πέραν του ότι θα μπορούν να δανείζονται φθηνότερα και οι ίδιες πλέον σε κάθε έξοδό τους στις αγορές.

Κερδισμένες και οι ελληνικές επιχειρήσεις, που θα μπορούν πλέον να προσφεύγουν για φθηνότερο δανεισμό στις ξένες αγορές, ειδικά αν οι ξένοι οίκοι αναβαθμίσουν και κάποιες εξ αυτών.

Βέβαια, οι διαχειριστές κεφαλαίων συνήθως δεν βιάζονται στις όποιες επιλογές τους, ειδικά τώρα που η κατάσταση στη Μέση Ανατολή αντί να ηρεμεί, περιπλέκεται, με τους φόβους γενικότερης σύρραξης να εντείνονται.

Επιπλέον, αυτό που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι το γεγονός ότι η διαδικασία αντικατάστασης των επενδυτών που πραγματοποιούν βραχυχρόνιες τοποθετήσεις, με μακροχρόνιους επενδυτές δεν γίνεται αυτομάτως. Οι όποιες νέες τοποθετήσεις θα γίνουν σταδιακά, αυτό είναι βέβαιο.

Εξάλλου, η αναβάθμιση, τυπικά και ουσιαστικά, δεν ολοκληρώθηκε, καθώς απομένει και η αξιολόγηση του οίκου Fitch, την 1η Δεκεμβρίου, οπότε θα συμπληρωθούν οι τρεις αξιολογήσεις από αναγνωρισμένους από την ΕΚΤ οίκους, που είναι απαραίτητες και θα απομείνει μόνη η Moody’s για να μας αναβαθμίσει.

Πάντως, με δεδομένο ότι από τα 400 και πλέον δισ. ευρώ του χρέους της χώρας σε ομόλογα, μόνο ένα 10% περίπου βρίσκεται στις αγορές και σε ιδιώτες, ενώ τα υπόλοιπα στην ΕΚΤ και σε ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες, αυτό το γεγονός εκτιμάται ότι θα αποτελέσει καθοριστικό στοιχείο στις όποιες επιλογές των ξένων επενδυτών.

Αν, λοιπόν, η αναβάθμιση αυξήσει τη ζήτηση ελληνικών ομολόγων, τότε οι τιμές τους θα πάρουν την ανιούσα και οι αποδόσεις τους θα μειωθούν, δρώντας ευεργετικά για το σύνολο του ελληνικού χρέους.

Διαβάστε ακόμη: