Με το γενικό συμπέρασμα ότι οι αρνητικές τιμές, οι περικοπές «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και η ανάγκη για τον βέλτιστο συνδυασμό των τεχνολογιών ΑΠΕ συνιστούν την νέα «κανονικότητα» της αγοράς των ΑΠΕ σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η νέα μελέτη της Aurora Energy Research αναγνωρίζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης της «πράσινης» οικονομίας στο σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς, ξεχωρίζοντας, μεταξύ άλλων, την δυναμική της Ελλάδας.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έκθεσης «European Renewables Market Overview Report» που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει το υψηλότερο μερίδιο φωτοβολταϊκής παραγωγής στην Ευρώπη μέχρι το 2050, γεγονός που υπογραμμίζει ότι η ελληνική αγορά παραμένει ελκυστική με ευκαιρίες παρά τα ρίσκα και τις προκλήσεις που την συνοδεύουν.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι οι συντάκτες της έκθεσης επιχειρούν μια ολιστική προσέγγιση και εκτίμηση των ευρωπαϊκών αγορών ξεχωρίζοντας «μακροσκοπικά» τα βασικά σημεία των αγορών χωρίς να εστιάζουν σε επιμέρους πλευρές που μπορεί να χαρακτηρίζουν τις επιμέρους αγορές.
Υπό αυτό το πρίσμα, τα συμπεράσματα της έκθεσης αποτυπώνουν την τάση της αγοράς με την υποσημείωση ότι η όποια επιτάχυνση ή επιβράδυνση καθώς και η όποια διαφοροποίηση από αγορά σε αγορά έγκειται περισσότερο στην διαχείριση των ρίσκων και των ευκαιριών ως προς την αγορά των ΑΠΕ παρά σε ριζικά διαφορετικά μοντέλα αγοράς ή σε διαφορετικά ρίσκα, κινδύνους και προκλήσεις.
Μιλώντας για την ελληνική αγορά και τις προοπτικές που έχει θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι αυτή αποτελεί μέρος της ευρύτερης αγοράς της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπου τα οικονομικά των ΑΠΕ δείχνουν εξαιρετικά ανταγωνιστικά νούμερα με τους αναλυτές να κάνουν λόγο για ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης σε σειρά βαλκανικών χωρών και με ειδική μνεία στην περίπτωση της Ρουμανίας, όπου, όπως εκτιμάται, αναμένεται να εξελιχθεί μέσα στα επόμενα 2-3 χρόνια σε μία από τις πιο hot αγορές της Ευρώπης.
Οι ευκαιρίες
Ενδεικτικά, η μελέτη αναγνωρίζει τις εξής ευκαιρίες στην περίπτωση της Ελλάδας:
Δεύτερον, ο συνδυασμός έργων αποθήκευσης με έργα ΑΠΕ (περιπτώσεις «colocation) βρίσκεται ανάμεσα στις επιλογές των επενδυτών με μια σειρά νομοθετικά και άλλα σχήματα να προωθούν τέτοιες συνέργειες, βελτιώνοντας την οικονομική απόδοση των έργων σε σύγκριση με τις αυτόνομες μπαταρίες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αγορά διατηρεί ακόμη επιφυλάξεις, ιδίως στην περίπτωση των εν λειτουργία έργων, καθώς προκύπτουν αβεβαιότητες ως προς τα τελικά έσοδα των μπαταριών και επομένως για την βιωσιμότητα των έργων σε σχέση με το κόστος της επένδυσης.
Μια τρίτη παράμετρος που αξιολογείται ως ευκαιρία στην περίπτωση της ελληνικής αγοράς αφορά στις στρατηγικές διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων που ολοένα και περισσότερο κερδίζουν έδαφος μεταξύ των παικτών της αγοράς με ήδη καταγεγραμμένα παραδείγματα σε ελληνικές επιχειρήσεις.
Μια πρόσθετη παράμετρος αφορά στο μηχανισμό αποζημίωσης ισχύος (capacity markets) όπου αν και δεν έχει θεσπισθεί ακόμη, εντούτοις συμπεριλαμβάνεται στο σχεδιασμό του επόμενου διαστήματος. Οι συντάκτες της έκθεσης αναγνωρίζουν το θετικό «αποτύπωμα» που δύναται να έχει κάτι τέτοιο στα οικονομικά των μονάδων που για την ώρα η ελληνική αγορά εμφανίζει ένα μικρό μειονέκτημα, όπως αναφέρεται, σε σχέση με τις άλλες αγορές που έχουν προχωρήσει με τις μονάδες εκεί να επωφελούνται από ορισμένα σταθερά έσοδα, βελτιώνοντας σημαντικά τον δείκτη βιωσιμότητάς τους.
Μια τελευταία παράμετρος αφορά στην πολιτική βούληση της κυβέρνησης να προωθήσει τους στόχους της ενεργειακής μετάβασης με ορίζοντα το 2030 και το 2050, όπως αποτυπώνεται στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα. Ειδικότερα σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει ένα υποστηρικτικό πρόγραμμα δημοπρασιών για μπαταρίες, ωστόσο παραμένει υστέρηση ως προς την υποστήριξη των PPAs.
Το τελευταίο συμπέρασμα σχετικά με τις διμερείς συμβάσεις προκύπτει σε αντιπαραβολή με άλλες χώρες που έχουν λάβει μέτρα, διαμορφώνοντας ουσιαστικά ζήτηση για πράσινα PPAs, πράγμα που δυνητικά θα μπορούσε να συμβεί με την ελληνική πρόταση για το green pool της βιομηχανίας, η οποία τελικά απορρίφθηκε από την Κομισιόν.
Οι κίνδυνοι
Ως προς τους κινδύνους της ελληνικής αγοράς, όπως προαναφέρθηκε, η έκθεση δεν εκτιμά κάτι μοναδικό σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές παρά αξιολογεί το βάθος και την έκταση των κινδύνων σε συνάρτηση τόσο με την υφιστάμενη πραγματικότητα όσο και με την αντιμετώπιση των εν λόγω προκλήσεων.
Ένα πρώτο ζήτημα αφορά την προοπτική κορεσμού της αγοράς όπου το φαινόμενο, αν και ισχύει παντού, εμφανίζεται με μεγαλύτερη ένταση σε Ελλάδα, Ρουμανία καθώς και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης λόγω ευνοϊκών συντελεστών φορτίου και χαμηλών λειτουργικών δαπανών. Επιπρόσθετα, οι αρνητικές τιμές όπως και οι «οικονομικές περικοπές» συμπληρώνουν το παζλ των κινδύνων στην ελληνική περίπτωση πλην όμως συνιστούν εξ’ ορισμού προκλήσεις για την αγορά των ΑΠΕ.
Η διαφορά έγκειται, όπως σημειώθηκε, στο τρόπο διαχείρισης ανά περίπτωση, όπου το «case» της Ελλάδας, αν και επισημαίνεται ως κίνδυνος, εμφανίζεται σε καλύτερη μοίρα έναντι άλλων αγορών. Για παράδειγμα, ο μεγάλος όγκος έργων ΑΠΕ με σταθερές τιμές απομειώνει τον κίνδυνο των αρνητικών τιμών σε σχέση με άλλες αγορές που ο μεγαλύτερος όγκος «πράσινων» μονάδων δραστηριοποιούνται απευθείας στην αγορά.
Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για ένα σύνθετο και πολυπαραγοντικό ζήτημα που σίγουρα δεν μπορεί να εξαντληθεί ως προς την αξιολόγησή του στην μία ή την άλλη παράμετρο προκειμένου να βγει ένα ασφαλές συμπέρασμα ως προς την εξέλιξη των αρνητικών τιμών και των οικονομικών περικοπών τα επόμενα χρόνια.
Ένας τελευταίος παράγοντας που επιδρά στην προοπτική του «πράσινου» επενδυτικού ενδιαφέροντος σχετίζεται με την διαθεσιμότητα του δικτύου όπου αυτονόητα «η αναμονή για σύνδεση στο δίκτυο σε συνδυασμό με την ανεπαρκή επέκταση του δικτύου εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη έργων ΑΠΕ.
Διαβάστε ακόμη
- Αποκάλυψη: Ο Ηλίας Ξηρουχάκης στον Τειρεσία με απολαβές άνω των 250.000 ευρώ
- Το μεγάλο φαβορί Τασούλας, ο Βενιζέλος και το αουτσάιντερ από την Κεντροαριστερά
- Αυτά είναι τα μεγάλα έργα που ολοκληρώνονται το 2025 και αλλάζουν τις μετακινήσεις μας
- Κρυπτονομίσματα: Σε ισχύ ο νέος ελληνικός κανονισμός – Τι περιλαμβάνει