Παρόλο που οι ελληνικές τράπεζες δεν διαθέτουν τους όγκους των δανείων των ευρωπαϊκών τραπεζών προκειμένου να επωφεληθούν από τα επιτόκια, ξένοι οίκοι, όπως η Morgan Stanley αναμένει, όπως θα δούμε, οφέλη από την αύξηση επιτοκίων και την διαφορά ( spread ) μεταξύ καταθέσεων και δανείων.
Συγκεκριμένα, επειδή οι τράπεζες δανείζονται στις καταθέσεις για τις κοντινές διάρκειες και δανείζουν με υψηλότερα επιτόκια ( σε μακρινές διάρκειες λ.χ στεγαστικά ) προκύπτει μια διαφορά που δίνει 20-30 εκατ. ευρώ για την καθεμιά.
Ειδικότερα, για μια κίνηση 50 πόντων στην καμπύλη των επιτοκίων, το καθαρό επιτοκιακό έσοδο των τραπεζών ενισχύεται κατά 2% – 3%.
Με τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες να έχουν καθαρά επιτοκιακά έσοδα περί το 1,5 δις. ευρώ, η αύξηση αυτή μεταφράζεται σε άμεσα κέρδη 20 – 30 εκατ. ευρώ για την καθεμία.
Η κίνηση των 50 πόντων στην καμπύλη των επιτοκίων έχει ήδη πραγματοποιηθεί, αφού με το διαφαινόμενο τέλος της εποχής των αρνητικών επιτοκίων (σ.σ. η προθεσμιακή αγορά τιμολογεί σχεδόν δύο αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ εντός του 2022, με σωρευτική αύξηση κατά 0,45 ποσοστιαίες μονάδες), τα swaps του ευρώ για διάρκεια 2 ετών έχουν ενισχυθεί κατά 43 πόντους από το τέλος του 2021 (ήταν στο -0,30% και τώρα στο 0,13%), για διάρκεια 3ετίας κατά 50 πόντους (από το -0,15% στο 0,35%) και για διάρκεια 5ετίας κατά 55 πόντους (από το 0 στο 0,55%).
Από την άλλη πλευρά διαχειριστές κεφαλαίων επισημαίνουν στο radar, ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν διαθέτουν τους όγκους των δανείων που διαθέτουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Για παράδειγμα τα νέα στεγαστικά για την περίοδο 2021-2022 υπολογίζονται σε 2,2 δισ. ευρώ.
Εαν υπολογιστούν βεβαίως τα ενήμερα στεγαστικά τότε με την αύξηση των επιτοκίων θα υπάρχει κάποιο όφελος.
Η Morgan Stanley επισημαίνει θετικό «καταλύτη» για τις ελληνικές τράπεζες από τα υψηλότερα επιτόκια καθώς:
1) Το 85% των δανειακών χαρτοφυλακίων στην Alpha Bank και το 90% στην Eurobank και στην Τράπεζα Πειραιώς είναι κυμαινόμενου επιτοκίου,
2) ενώ το 73% των καταθέσεων στην Eurobank, και το 78% – 79% σε Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς είναι τρεχούµενων λογαριασµών, υποδηλώνοντας μικρότερη πίεση στις καταθέσεις για re-pricing.
Συνεπώς, κάθε αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης αναμένεται να προσθέτει περίπου 2% στα καθαρά έσοδα από τόκους για το 2023 για την Alpha και την Πειραιώς και περίπου 4% για τη Eurobank, ενώ μεταφράζεται σε μια θετική επίπτωση σε επίπεδο καθαρών εσόδων 6%, 8% και 10% αντίστοιχα για τη χρήση του 2023, σύμφωνα με τη Morgan Stanley.
Ελκυστικές οι τράπεζες για την JP Morgan
Η JP Morgan συνεχίζει να δηλώνει ότι προτιμά τις ελληνικές τράπεζες, καθώς οι μονοψήφιοι δείκτες NPE είναι πλέον σταθερά ορατοί και οι προοπτικές ανάπτυξης δανεισμού και ROTE έχουν βελτιωθεί ορατά. Μετά από +27% απόδοση από την αρχή του έτους, οι μετοχές διαπραγματεύονται πλέον με αποτίμηση στο 0,56x σε όρους P/TBV έναντι 0,90x στο μέσο όρο της Ευρωζώνης, κάτι που θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω καθώς βελτιώνεται η εμπιστοσύνη της αγοράς για ROTE 8-10%.
Η επίδραση των ομολόγων
Οι αυξανόμενες αποδόσεις δημιουργούν βραχυπρόθεσμη κεφαλαιακή πίεση. Όμως αυτή η πίεση είναι ακόμα διαχειρίσιμη. Μάλιστα, η JP Morgan υπολογίζει την επίδραση στις 40 μ.β. κατά μέσο όρο στους δείκτες CET1 των τραπεζών από τις 21 Σεπτεμβρίου έως σήμερα, υψηλότεροι στη Eurobank στις 70 μονάδες βάσης και χαμηλότερη στην Εθνική με 10 μ.β.Και η εκτίμηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη τους μηχανισμούς αντιστάθμισης κινδύνου που ενδέχεται να διαθέτουν οι τράπεζες.
Το «BIG BANK» του Χρηματιστηρίου και η απόβαση αμερικανικών κεφαλαίων!