Σε λίγες μέρες ο αμερικανικός λαός θα κληθεί να αποφασίσει, σε μια από τις σημαντικότερες εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών, όχι μόνο για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και για το μέλλον ολόκληρου του πλανήτη. Οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ποιος εκ των δύο υποψηφίων Προέδρων θα καταφέρει να επικρατήσει έναντι του αντιπάλου του είναι εξαιρετικά επισφαλής, καθώς τα αποτελέσματα όλων των δημοσκοπήσεων βρίσκονται εντός του περιθωρίου του στατιστικού λάθους.
Η αρχική δυναμική που συγκέντρωσε η ανάδειξη της νυν αντιπροέδρου ως εκλεκτής των Δημοκρατικών φαίνεται να έχει εξασθενήσει, καθώς η Χάρις αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα αποδοχής από κρίσιμες δημογραφικές ομάδες, όπως τους άντρες ψηφοφόρους –έγχρωμους και λευκούς–, τους Άραβες και τους Λατίνους, αλλά και γενικά ψηφοφόρους στις κρίσιμες πολιτείες της Πενσιλβάνια, του Μίσιγκαν και του Γουισκόνσιν. Ταυτόχρονα, η στάση της αναφορικά με το Ισραήλ και τον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας αποξενώνει σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων των Δημοκρατικών. Αντίστοιχα, ο πρώην Πρόεδρος αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα να πείσει τις γυναίκες ψηφοφόρους, τους ψηφοφόρους των αστικών περιοχών και αυτούς με υψηλό επίπεδο μόρφωσης.
Με βάση τις πιο πρόσφατες μετρήσεις, η υποψήφια των Δημοκρατικών, Κάμαλα Χάρις, συγκεντρώνει ποσοστά οριακά υψηλότερα, σε κάποιες και οριακά χαμηλότερα, από τον Ντόναλντ Τραμπ σε εθνικό επίπεδο, όμως το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα κριθεί από τον συνολικό αριθμό των λαϊκών ψήφων υπέρ του κάθε υποψηφίου, αλλά από το ποιος εκ των δύο θα κερδίσει την πλειοψηφία στο Εκλεκτορικό Κολέγιο των ΗΠΑ. Εκεί ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ φαίνεται να έχει οριακό προβάδισμα στις περισσότερες από τις επτά κρίσιμες πολιτείες των ΗΠΑ, δηλαδή σε αυτές που δεν στηρίζουν παραδοσιακά είτε τους Ρεπουμπλικανούς είτε τους Δημοκρατικούς.
Σε αυτό το αβέβαιο και αμφίρροπο εκλογικό περιβάλλον, οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου για την ανάδειξη του νέου Προέδρου των ΗΠΑ καθίστανται το κομβικότερο γεγονός, όχι μόνον της χρονιάς που διανύουμε, αλλά και των επόμενων χρόνων, εφόσον το αποτέλεσμα των εκλογών θα έχει σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, όσο και σε διεθνές επίπεδο: πολλοί προσδίδουν σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση χαρακτηριστικά υπαρξιακού ζητήματος, καθώς θεωρούν ότι διακυβεύεται το μέλλον του δυτικού κόσμου και όχι μόνο.
Στο μεταξύ, ο πόλεμος στην Ουκρανία κλείνει σε λίγους μήνες τρία χρόνια, η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε απορρύθμιση και ενδεχομένως σε κρίση διαρκείας, η θερμοκρασία στην Κορεατική Χερσόνησο ανεβαίνει ανησυχητικά, η παγκόσμια οικονομία δοκιμάζεται από τον στασιμοπληθωρισμό και την ακρίβεια, που, συνδυαστικά με την ενεργειακή και επισιτιστική ανασφάλεια, οδηγούν εκατομμύρια ανθρώπους πιο κοντά στην ανέχεια. Για όλα τούτα είναι κρίσιμο το ερώτημα γύρω από το ποιες πολιτικές θα ακολουθήσει η νέα αμερικανική ηγεσία, όποια κι αν είναι αυτή.
Μια αμερικανική κυβέρνηση υπό την Κάμαλα Χάρις θα προσπαθήσει να συνεχίσει το έργο της προεδρίας Μπάιντεν για τη διαφύλαξη της διατλαντικής συμμαχίας και την παροχή βοήθειας στο Κίεβο. Ομοίως, στη Μέση Ανατολή, η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ αναμένεται να συνεχίσει να στηρίζει τις ενέργειες και τις επιλογές του Ισραήλ, παρά τις ολοένα αυξανόμενες αντιδράσεις τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η ενδεχόμενη επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ θα σηματοδοτήσει την αλλαγή στη στάση των ΗΠΑ έναντι της Ουκρανίας, καθώς ο πρώην πρόεδρος έχει ασκήσει κριτική στη βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία και έχει δηλώσει πως, αν εκλεγεί, θα δώσει ένα τέλος στον πόλεμο εντός 24ωρών.
Αναφορικά με τη Μέση Ανατολή, σε περίπτωση δεύτερης θητείας του Ντόναλντ Τραμπ, δεν εκτιμάται πως θα έχουμε κάποια δραματική διαφοροποίηση από την πρώτη θητεία του, κατά την οποία στήριξε πρακτικά άνευ όρων σε όλα τα ζητήματα την κυβέρνηση του Ισραήλ, με αποτέλεσμα την ουσιαστική υπονόμευση της λύσης του προβλήματος των δύο κρατών, η οποία αποτελεί μονόδρομο για μια διαρκή ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Το σημαντικότερο, όμως, είναι πως στο θέμα του Ιράν, ο Τραμπ έχει δημοσίως προτρέψει το Ισραήλ να πλήξει τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις. Και καθώς η έγκριση των Αμερικανών απαιτείται, τα δεδομένα θα αλλάξουν αν ο Τραμπ διαβεί το κατώφλι του Λευκού Οίκου: η Τεχεράνη θα κληθεί να αναθεωρήσει άμεσα την πολιτική της.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά από το 1998, η Αραβοαμερικανική Επιτροπή Πολιτικής Δράσης αρνήθηκε να στηρίξει επισήμως έναν από τους δύο υποψηφίους για την προεδρία των ΗΠΑ –συνήθως στήριζε Δημοκρατικούς υποψηφίους–, εξαιτίας της τυφλής υποστήριξης και των δύο υποψηφίων στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ σε Γάζα και Λίβανο.
Αναφορικά με το πώς θα επηρεαστεί η Ελλάδα και τα ελληνοτουρκικά από το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, εκτιμάται πως αμφότεροι οι υποψήφιοι ένοικοι του Λευκού Οίκου δεν θα έχουν σημαντικές διαφορές στη στάση τους έναντι της Αθήνας και της Άγκυρας. Αυτό που εκτιμάται ότι μπορεί να διαφέρει σημαντικά είναι το κατά πόσο θα είναι ο καθένας τους διατεθειμένος να επέμβει αποφασιστικά για να διατηρήσει τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο. Ούτε η Κάμαλα Χάρις αλλά ούτε και ο Ντόναλντ Τραμπ επιθυμούν τις εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς αμφότερες οι χώρες έχουν βαρύνουσα γεωπολιτική σημασία, για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά.
Η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει εξελιχθεί σε στρατηγικό εταίρο των ΗΠΑ στην περιοχή μας, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε ενεργειακό και διπλωματικό επίπεδο, ενώ η Τουρκία, παρά τις προβληματικές της επιλογές και ενέργειες, παραμένει χώρα με σημαντικό γεωπολιτικό εκτόπισμα και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή. Σε ενδεχόμενη εκλογή της, η Κάμαλα Χάρις εκτιμάται ότι θα επιζητήσει τη συνέχιση του διαλόγου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και θα επιχειρήσει να δράσει πυροσβεστικά σε περίπτωση που επιδεινωθούν οι σχέσεις Αθήνας και Άγκυρας. Αντιθέτως, ο συναλλακτικός Τραμπ, ο οποίος φλερτάρει και θαυμάζει τους απολυταρχικούς ηγέτες, είναι πιθανό να μην εμπλακεί σε μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση των διμερών εντάσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, εκτός εάν η κατάσταση κλιμακωθεί τόσο, ώστε η παρέμβαση του Λευκού Οίκου να κριθεί αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί μια πολεμική σύρραξη. Είναι σαφές πως με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ δεν θα υπάρχει πλαίσιο που θα διέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ωστόσο ο θαυμασμός του Τραμπ στο πρόσωπο του Ερντογάν δύσκολα θα υπερκεράσει τα αμερικανικά εθνικά συμφέροντα, δεδομένων των εξελίξεων σε Ουκρανία, Μέση Ανατολή, Βαλκάνια και Βόρεια Αφρική. Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να λησμονήσουμε και τον ισραηλινό παράγοντα σε αυτή την πολύπλοκη εξίσωση, καθώς οι σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ βρίσκονται σε μεγάλη κρίση λόγω του πολέμου στην Γάζα.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος που μπορεί να προκύψει από το αποτέλεσμα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου είναι μια Αμερική που, είτε για λόγους εσωτερικής αστάθειας είτε για λόγους πολιτικής απροθυμίας, θα απεμπολήσει τον ηγετικό της ρόλο στο διεθνές στερέωμα. Μια νέα περίοδος αμερικανικού απομονωτισμού θα ενθαρρύνει τον αναθεωρητισμό και θα δώσει ώθηση σε αυταρχικούς ηγέτες σε όλο τον κόσμο να αμφισβητήσουν το ισχύον παγκόσμιο status quo και να επιχειρήσουν την αποδόμηση της διεθνούς τάξης και των κανόνων που τη διέπουν, προκαλώντας με αυτόν τον τρόπο μια ευρύτερη αποσταθεροποίηση.