Σε πολλές εκθέσεις για την ελληνική οικονομία, ως ένα από τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα έχει αναδειχθεί το μέγεθος των επιχειρήσεων. Τελευταίο παράδειγμα η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία αναφέρεται εκτενώς στην λεγόμενη κατακερματισμένη επιχειρηματικότητα χαμηλής παραγωγικότητας.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η Ελλάδα έχει μεγάλο ποσοστό μικρών επιχειρήσεων και αυτοαπασχολουμένων.
Το 48,5% των εργαζομένων της μη χρηματοπιστωτικής επιχειρηματικής οικονομίας (non-financial business economy) της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό, ενώ το 28,7% των εργαζομένων στη χώρα, με βάση στοιχεία για το 2019, ήταν αυτοαπασχολούμενοι. Και στους δυο δείκτες, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία.
Το υψηλό μερίδιο απασχόλησης σε ατομικές και μικρές επιχειρήσεις σχετίζεται με την χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας, καθώς η παραγωγικότητα σχετίζεται θετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων.
Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλευτούν οικονομίες κλίμακας και τεχνολογίες αιχμής. Ως αποτέλεσμα, η μικρή επιχειρηματικότητα εστιάζεται κυρίως στην παροχή υπηρεσιών για εγχώρια κατανάλωση.
Το πρόβλημα οξύνεται στην Ελλάδα από το γεγονός ότι η παραγωγικότητα των μικρών επιχειρήσεων στη χώρα είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα, παράγονται €21,1 χιλ. ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά εργαζόμενο, στις μικρές επιχειρήσεις η παραγωγικότητα περιορίζεται σε €7,9 χιλ. ανά εργαζόμενο.
Έτσι, ενώ στο σύνολο του επιχειρηματικού τομέα η χώρα κατέχει την πέμπτη χαμηλότερη θέση σε όρους παραγωγικότητας εργασίας, στις μικρές επιχειρήσεις η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία. Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι συνέπεια αγκυλώσεων στην οικονομία που δημιουργούν κίνητρα στις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους.
Η εύλογη διαφωνία
Όπως είναι φυσικό, στις παρατηρήσεις αυτές της Επιτροπης Πισσαρίδη αντιδρούν οι ενώσεις των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη ΓΣΕΒΕΕ, η οποία σε σχετική έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι, το εν λόγω Σχέδιο φαίνεται να διακρίνεται από αμφισβητούμενες παραδοχές που επί μακρόν επικρατούν στον δημόσιο διάλογο και τον σχεδιασμό πολιτικών, δυσανάλογα προς τον βαθμό τεκμηρίωσής τους.
Η βασικότερη εξ αυτών που υιοθετείται, συνοψίζεται στην γνωστή παραδοχή ότι οι μικρές επιχειρήσεις στερούν από την ελληνική οικονομία υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας.
Η απόδοση της ευθύνης για την χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί μια διαχρονική παραδοχή που δεν έχει συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος της παραγωγικότητας.
Δεδομένου ότι τo Σχέδιο αναφέρεται στη «συμβατική» πλέον και διαχρονική παραδοχή περί πολύ μεγάλης αναλογίας πολύ μικρών επιχειρήσεων στην ελληνική οικονομία, αξίζει να υπογραμμισθεί ότι το σημερινό διεθνές ψηφιακό περιβάλλον διαμορφώνει νέες ευκαιρίες για τις μικρές επιχειρήσεις να αναπτύξουν δραστηριότητες επαυξημένης παραγωγικότητας σε συνδυασμό με προσαρμοστικότητα, ευελιξία και δυνατότητες παραγωγικής αναπροσαρμογής καθώς και αξιοποίηση προηγμένων άυλων παραγωγικών ικανοτήτων (intangible economy).
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, είναι η μονομερής, συστηματική και ατελέσφορη εστίαση στο μέγεθος των επιχειρήσεων που στερεί από τη συζήτηση τη δυνατότητα επεξεργασίας όλων αυτών των παραμέτρων (π.χ. αξιοποίηση νέων τεχνολογιών, ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων που θα επιτρέψουν την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας και τεχνολογιών αιχμής) που θα καθιστούσαν το μικρό μέγεθος «πλεονέκτημα» στη νέα σύγχρονη ψηφιακή οικονομία.
Η εμφατική σύνδεση χαμηλής παραγωγικότητας με τις μικρές επιχειρήσεις παραγνωρίζει ταυτόχρονα ότι το πρόβλημα της παραγωγικότητας συνδέεται στενά και με τον φαύλο κύκλο της από-επένδυσης, της δυσκολίας πρόσβασης σε χρηματοδότηση, της διαχρονικά προ-κυκλικής και υφεσιακής επίδρασης των ασκούμενων οικονομικών πολιτικών, όπως καθορίζονται πλέον από τα δομικά δημοσιονομικά πλεονάσματα, τον περιορισμό της εγχώριας κατανάλωσης κ.ο.κ.