Έναν ανθεκτικό αγροτικό τομέα, που προσαρμόζεται στις τριπλές προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα και της μεταβαλλόμενης καταναλωτικής ζήτησης αποκαλύπτει η τελευταία έκθεση της Κομισιόν για τις γεωργικές προοπτικές της ΕΕ 2024-35.

 

Αν και η ΕΕ συνεχίζει να είναι καθαρός εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων διατροφής, παραμένοντας αυτάρκης στα περισσότερα προϊόντα, οι αξιοσημείωτες τομεακές αλλαγές περιλαμβάνουν μείωση της συνολικής παραγωγής κρέατος, σταθεροποίηση της παραγωγής δημητριακών και αύξηση της παραγωγής πουλερικών και οσπρίων.

Οι αβεβαιότητες σχετικά με τις μακροοικονομικές, εμπορικές και κλιματικές εξελίξεις εξακολουθούν να υφίστανται. Η έκθεση της Κομισιόν περιλαμβάνει βελτιώσεις για διάφορους περιβαλλοντικούς και κλιματικούς δείκτες, υπογραμμίζοντας τη μετάβαση προς έναν πιο περιβαλλοντικά βιώσιμο αγροτικό τομέα.

 

Ο αγροτικός τομέας της ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να είναι καθαρός εξαγωγέας αγροδιατροφικών προϊόντων και να συμβάλει στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, ενώ παράλληλα θα προσαρμοστεί σε προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η μεταβαλλόμενη καταναλωτική ζήτηση.

 

Προσαρμογή της γεωργίας της ΕΕ στις προκλήσεις

 

Σε αυτή την τελευταία της έκθεση για τις γεωργικές προοπτικές της ΕΕ, στην οποία παρουσιάζονται οι προβλέψεις της αγοράς για την ευρωπαϊκή γεωργία έως το 2035, αναφέρεαι ότι ο αγροτικός τομέας της ΕΕαναμένεται να συνεχίσει να είναι καθαρός εξαγωγέας αγροδιατροφικών προϊόντων και να συμβάλει στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, ενώ παράλληλα θα προσαρμοστεί σε προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η μεταβαλλόμενη καταναλωτική ζήτηση.

 

Το μακροοικονομικό περιβάλλον θεωρείται σταθερό, με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην ΕΕ να προβλέπεται να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα και τον πληθωρισμό να επιστρέψει στο επίπεδο-στόχο του 2%.

 

 

Ταυτόχρονα, η έκθεση προβλέπει αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα της ΕΕ: η κατανάλωση κρέατος αναμένεται να μειωθεί οριακά, κυρίως για το βόειο και το χοιρινό κρέας, των φυτικών πρωτεϊνών αναμένεται να αυξηθεί ενώ των γαλακτοκομικών προϊόντων αναμένεται να παραμείνει σταθερή.

 

Οι προβλέψεις για την αγορά, οι οποίες βασίζονται στις γεωργικές προοπτικές του ΟΟΣΑ για το 2024-33,  προβλέπουν ελαφρά πτώση των πραγματικών παγκόσμιων τιμών για τα κύρια αγροτικά προϊόντα και αυξανόμενη ζήτηση από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.

 

Οι προβλέψεις

 

Η χρήση της αρόσιμης γης της ΕΕ αναμένεται να αλλάξει εν μέρει προς το 2035. Προβλέπεται μετατόπιση της χρήσης γης από τα σιτηρά και την ελαιοκράμβη προς τη σόγια, άλλους ελαιούχους σπόρους και όσπρια, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης σιτηρών για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα.

 

Η έκταση της αγροτικής γης με μόνιμες καλλιέργειες αναμένεται να αυξηθεί, ενώ οι μόνιμοι βοσκότοποι και οι αγραναπαύσεις θα μπορούσαν να παραμείνουν σταθερές.

 

Οι αποδόσεις των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων προβλέπεται να αυξηθούν οριακά έως το 2035, χάρη στις θετικές εξελίξεις στη γεωργία ακριβείας, την ψηφιοποίηση και τη βελτίωση της υγείας του εδάφους, αντισταθμίζοντας την κλιματική αλλαγή, τη μειωμένη διαθεσιμότητα και την προσιτή τιμή των γεωργικών εισροών.

 

Η παραγωγή δημητριακών αναμένεται να ωθηθεί από τον αραβόσιτο και το κριθάρι, ενώ η παραγωγή σιταριού αναμένεται να ανακάμψει μετά από μείωση το 2024.

 

Τέλος, η παραγωγή ζάχαρης αναμένεται να μειωθεί αργά έως το 2035, λόγω της μείωσης της απόδοσης των ζαχαρότευτλων και της στροφής των καταναλωτών σε διατροφικές συνήθεις  με χαμηλότερη πρόσληψη ζάχαρης.

 

Ο γαλακτοκομικός τομέας της ΕΕ θα φτάσει σε ένα σημείο καμπής, όπου η μείωση των κοπαδιών αγελάδων γαλακτοπαραγωγής δεν θα αντισταθμίζεται πλέον από την αύξηση των αποδόσεων γάλακτος μεσοπρόθεσμα.

 

Η παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί. Ωστόσο, ο τομέας θα συμβάλλει όλο και περισσότερο στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα των συστημάτων διατροφής.

Εξειδικευμένες καλλιέργειες

 

Η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς έως το 2035, λόγω της αύξησης των αποδόσεων. Ωστόσο, η πτωτική τάση της κατανάλωσης ελαιολάδου στις κύριες παραγωγικές χώρες αναμένεται να συνεχιστεί, ενώ προβλέπεται ότι θα αυξηθεί σε άλλες χώρες της ΕΕ.

 

Επίσης, η παραγωγή και οι εξαγωγές οίνου της ΕΕ ενδέχεται να μειωθούν, λόγω της μειωμένης κατανάλωσης αλκοόλ από τις νεότερες γενιές και της μεταβολής των συνηθειών όσον αφορά τις περιστάσεις κατανάλωσης.

 

Η παραγωγή φρούτων και λαχανικών θα αντιμετωπίσει προκλήσεις που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα, αυξανόμενο ενεργειακό κόστος, περιορισμούς στη χρήση φυτοφαρμάκων και επιδημίες παρασίτων.

 

Παρ’ όλα αυτά, η κατανάλωση φρέσκων προϊόντων στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί, λόγω της αυξανόμενης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τα οφέλη μιας υγιεινής διατροφής.

Διαβάστε ακόμη