Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε την εκταμίευση 43 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα κατευθυνθούν στην βιομηχανία των ημιαγωγών για την μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από την Ασία στον στρατηγικό αυτό τομέα που πλήττεται από ελλείψεις.
«Ορίσαμε ως στόχο να φθάσουμε το 20% της παγκόσμιας αγοράς μέχρι το 2030», δηλαδή, δύο φορές περισσότερο από σήμερα, δήλωσε η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Σε μία αγορά που θα διπλασιασθεί σε μέγεθος μέχρι το 2030, αυτό σημαίνει τον τετραπλασιασμό της παραγωγής ημιαγωγών στο ευρωπαϊκό έδαφος.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, στην αιχμή της έρευνας για τα chips, είδε το μερίδιό της στην αγορά να μειώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, στο μόλις 9% της παγκόσμιας παραγωγής, επεσήμανε η πρόεδρος της Κομισιόν.
Ομως, η έλλειψη ημιαγωγών, που έχει φρενάρει την αυτοκινητοβιομηχανία εδώ και τρία χρόνια με την αναγκαστική διακοπή λειτουργίας ορισμένων μονάδων παραγωγής, έχει προκαλέσει ηλεκτροσόκ. Οι γεωπολιτικές εντάσεις περί την Κίνα, καθώς και η πανδημία, οδήγησαν στην συνειδητοποίηση της ανάγκης παραγωγής στην Ευρώπη ημιαγωγών που τώρα εισάγονται από την Ταϊβάν και την Κορέα.
Σε σημείο ώστε να πεισθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να χαλαρώσει τους αυστηρούς περιορισμούς επί των κρατικών επιδοτήσεων και να υιοθετήσει μία επεμβατική βιομηχανική πολιτική σε μία ήπειρο κατά παράδοσιν πολύ ανοικτή στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.
«Για πρώτη φορά, η Ευρώπη εξελίσσει τους κανόνες για την πολιτική ανταγωνισμού, κυρίως για τις κρατικές επιδοτήσεις », εξήγησε ο Τιερί Μπρετόν, που ηγείται της πρωτοβουλίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Οι ημιαγωγοί είναι απαραίτητοι στην κατασκευή πλήθους αντικειμένων καθημερινής χρήσης, όπως τα κινητά τηλέφωνα, αλλά επίσης κέντρα αποθήκευσης δεδομένων, στην καρδιά της ψηφιακής οικονομίας που βρίσκεται σε άνθηση. Τον περασμένο χρόνο, οι ημιαγωγοί αντιπροσώπευαν μία αγορά 600 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με το Yole Développement.
«Διπλή εξάρτηση»
Το σχέδιο, το οποίο πρέπει να εγκριθεί από τις χώρες μέλη και από το Ευρωκοινοβούλιο, προβλέπει 11 δισεκατομμύρια ευρώ σε επιδοτήσεις, δηλαδή σχεδόν το ήμισυ προερχόμενο από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και το άλλο ήμισυ από τα κράτη μέλη, για την χρηματοδότηση της έρευνας για τις πλέον καινοτόμες τεχνολογίες και πιλοτικές γραμμές για την προετοιμασία της βιομηχανοποίησης.
Για να επιτραπεί η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων πολύ μεγάλου μεγέθους, οι Βρυξέλλες θα επιτρέψουν επιπλέον 30 δισεκατομμύρια ευρώ κρατικών επιδοτήσεων των κρατών μελών να κατευθυνθούν προς βιομηχανικές εταιρείες του τομέα, περιλαμβανομένων ξένων ομίλων όπως η αμερικανική Intel, που σχεδιάζει να επενδύσει στην Ευρώπη.
Ταμείο ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ θα συσταθεί για να υποστηρίξει τις start-up του τομέα.
Αυτοί οι πόροι δημόσιας κατ’ ουσίαν χρηματοδότησης θα προσελκύσουν ένα ακόμη σημαντικότερο ποσόν σε ιδιωτικές επενδύσεις, ελπίζει η Κομισιόν.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο ανταγωνίζεται το σχέδιο των ΗΠΑ, που επιδιώκουν επίσης τον επαναπατρισμό παραγωγικών δραστηριοτήτων στο έδαφός τους. Την Παρασκευή, η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε νομοσχέδιο που προβλέπει χρηματοδότηση ύψους 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων (45 δισεκατομμυρίων ευρώ) για τον επαναπατρισμό της παραγωγής των ηλεκτρονικών τσιπ.
«Η Ευρώπη έχει σήμερα μεγάλη καθυστέρηση ως προς τα μέσα παραγωγής», τονίζει η Εμιλί Ζολιβέ, διευθύντρια ημιαγωγών για την Yole Développement. Το σχέδιο που ανακοινώθηκε σήμερα είναι «ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά πρέπει να το συγκρίνουμε με ό,τι γίνεται αλλού στον κόσμο, κυρίως στην Ασία», εξηγεί τονίζοντας ότι ο ταϊβανέζικος όμιλος TSMC θα επενδύσει μόνος του 36 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο για το 2022.
Η Ευρώπη πάσχει σήμερα από «μία διπλή εξάρτηση» στον τομέα των ημιαγωγών , εξηγεί η ειδικός. Από την μία πλευρά, εξάρτηση από τις ΗΠΑ που σχεδιάζουν τα τσιπ, με εταιρείες όπως οι Intel, Micron, Nvydia και AMD. Από την άλλα πλευρά, εξάρτηση από την Ασία όπου γίνεται το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής, στην Ταϊβάν, με την TSMC, αλλά επίσης στην Κορέα με ηγετικές στον τομέα εταιρείες όπως οι Samsung και SK Hynix και, όλο και περισσότερο στην Κίνα.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση εξαρτάται από την Ταϊβάν για περισσότερο από το ήμισυ των αναγκών της, τόνισε ο Τιερί Μπρετόν. Εξ ου και ένα σημαντικό οικονομικό ρίσκο, για παράδειγμα, αν ξεσπούσε ένοπλη σύρραξη με την Κίνα. «Αν η Ταϊβάν δεν είχε πλέον την δυνατότητα να κάνει εξαγωγές, σχεδόν το σύνολο των εργοστασίων στον κόσμο θα σταματούσε να λειτουργεί σε διάστημα τριών εβδομάδων», προειδοποίησε.