Οι μηνιαίοι κατώτατοι μισθοί στις χώρες της Ε.Ε, κυμαίνονται από 332 ευρώ έως 2.202 ευρώ. Οι κατηγοριοποιήσεις της κλίμακας, απαντώνται στην γεωγραφία της γηραιάς ηπείρου. Οι ανατολικές χώρες είναι οι πιο φτωχές, ο νότος στη μέση, ενώ η κεντρική και βόρεια Ευρώπη υπερέχουν.
Από την 1η Ιανουαρίου 2021, 21 από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ έχουν θεσπίσει εθνικούς κατώτατους μισθούς, ενώ εξαίρεση αποτελούν η Δανία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία.
Τα 21 κράτη μέλη της ΕΕ που έχουν εθνικούς κατώτατους μισθούς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μπορούν να χωριστούν σε τρεις ξεχωριστές κατηγορίες βάσει του ύψους του μισθού.
Οι χαμηλόμισθοι
Από τα 21 κράτη της ΕΕ που θέσπισαν κατώτατους μισθούς, τα 10, που βρίσκονται μάλιστα στην Ανατολική Ευρώπη, είχαν κατώτατους μισθούς κάτω από 700 ευρώ το μήνα: Βουλγαρία (332 ευρώ), Ουγγαρία (442 ευρώ), Ρουμανία (458 ευρώ), Λετονία (500 ευρώ), Κροατία (563 ευρώ), Τσεχία (579 ευρώ), Εσθονία (584 ευρώ), Πολωνία (614 ευρώ), Σλοβακία (623 ευρώ) και Λιθουανία (642 ευρώ).
Η μεσαία κατηγορία
Στον ευρωπαϊκό νότο βρίσκονται τα 5 κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπου οι κατώτατοι μισθοί κυμαίνονταν από 700 ευρώ και λίγο πάνω από 1.100 ευρώ το μήνα: Ελλάδα (758 ευρώ), Πορτογαλία (776 ευρώ), Μάλτα (785 ευρώ), Σλοβενία ( 1.024 €) και Ισπανία (1.108 €).
Οι πλούσιοι της Ευρώπης
Στην Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη είναι συγκεντρωμένα τα πλούσια κράτη μέλη που οι κατώτατοι μισθοί τους οποίους έχουν θεσπίσει, κυμαίνονται από 1.500 ευρώ το μήνα μέχρι 2.202: Γαλλία (1.555 ευρώ), Γερμανία (1.614 ευρώ), Βέλγιο (1.626 ευρώ), η Ολλανδία (1.685 ευρώ), Ιρλανδία (1.724 ευρώ) και Λουξεμβούργο (2.202 ευρώ).
Κόστος ζωής ανά κράτος-μέλος
Η Εurostat διευκρινίζει ότι οι τεράστιες αυτές αποκλίσεις στο ύψος του κατώτατου μισθού περιορίζονται σημαντικά εάν ληφθεί υπόψη το κόστος ζωής σε κάθε κράτος-μέλος. Μάλιστα, φέρνει ως παράδειγμα μεταξύ του Λουξεμβούργου, όπου ο ονομαστικός κατώτατος μισθός είναι 6,6 φορές μεγαλύτερος από εκείνον της Βουλγαρίας, ωστόσο εάν μετατραπεί σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (ενιαίος τρόπος υπολογισμού του βιοτικού επιπέδου), τότε η διαφορά περιορίζεται σε 2,7 φορές.