Αντίστροφη μέτρηση στην Ελλάδα για να λειτουργήσει το δορυφορικό Ίντερνετ ευρείας χρήσεως του Έλον Μασκ.
Με κοινή υπουργική απόφαση που υπέγραψαν ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Θοδωρής Λιβάνιος, και ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Ταγαράς, κατόπιν εισήγησης της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.
Δορυφορικό Ίντερνετ: Αντίστροφη μέτρηση για την Ελλάδα
Ειδικότερα,η υπ’ αρ.57/ΦΕΚ Β’ 4938/25-10-2021 Κοινή Υπουργική Απόφαση:
Επικαιροποιεί την ειδική διαδικασία για την αδειοδότηση της εγκατάστασης τυποποιημένων κατασκευών κεραιών και θεσπίζει νέο κανονιστικό πλαίσιο για την τοποθέτηση των τυποποιημένων κεραιών που πληρούν συγκεκριμένες τεχνικές προδιαγραφές ασφαλείας. Οι κεραίες που περιγράφονται παραπάνω θα χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες προκειμένου να παρέχουν στους καταναλωτές υπηρεσίες ίντερνετ μέσω δορυφόρου, εξασφαλίζοντας σταθερή σύνδεση σε υψηλές ταχύτητες και χαμηλό χρόνο απόκρισης.
Οι χρήστες για να συνδεθούν χρειάζονται ένα δορυφορικό πιάτο όπως αυτά της δορυφορικής τηλεόρασης για να αποκτήσουν σύνδεση με τους δορυφόρους της Starlink οι οποίοι με τη σειρά τους συνδέονται με έναν επίγειο σταθμό ο οποίος αναμένεται να αναπτυχθεί άμεσα είτε στη Νεμέα, είτε στις Θερμοπύλες.
Με την ΚΥΑ που συνυπέγραψαν ο @th_livanios και ο @TagarasNikos εκσυγχρονίζουμε το θεσμικό πλαίσιο για την παροχή υπηρεσιών δορυφορικού Ίντερνετ.@KostasSkrekas @EETT_GR https://t.co/JMyvA8p6zD pic.twitter.com/g6M9flvH5s
— Kyriakos Pierrakakis (@Pierrakakis) November 1, 2021
Ο επίγειος σταθμός με τη σειρά του συνδέεται με τη ραχοκοκαλιά του παγκόσμιου διαδικτύου.
Τι είναι το δορυφορικό Ίντερνετ
H Starlink ιδρύθηκε το 2015 και το 2018 το πρόγραμμά της ήταν ήδη σε τροχιά γύρω από τη Γη. Η τελευταία εκτόξευσή της πραγματοποιήθηκε στις 7 Απριλίου 2021, με την εταιρεία να έχει ξεκινήσει να οικοδομεί μια μικρή αυτοκρατορία και να αριθμεί αυτή τη στιγμή 1.445 μικροδορυφόρους, ενώ ο στόχος είναι ο αριθμός αυτός να φτάσει τους 42.000 μέχρι το 2027.
Το σύστημα της Starlink βασίζεται στην επικοινωνία των μικροδορυφόρων της με εξοπλισμό μικρού μεγέθους, ο οποίος εγκαθίσταται στον χώρο του τελικού χρήστη/καταναλωτή, αντίστοιχο της συνδρομητικής τηλεόρασης. Επίσης, για να αναπτυχθεί σε μια χώρα χρειάζεται να χτίσει και έναν σταθμό βάσης, ο οποίος συνδέεται με σύνδεση υπερυψηλής ταχύτητας στο Διαδίκτυο.
Στην αρχική (Beta) έκδοση η υπηρεσία της Starlink υπόσχεται ταχύτητες 100 Mbps.
Και αν τα νούμερα αυτά δεν εντυπωσιάζουν τόσο πολύ, η εκτόξευση επιπλέον δορυφόρων και εγκατάσταση περισσότερων σταθμών βάσης αναμένεται να βελτιώσουν περαιτέρω την ταχύτητα. Σύμφωνα με κατά καιρούς δηλώσεις της εταιρείας μάλιστα, θα μπορούσε να παρέχει ταχύτητα άνω του 1 Gbps, η οποία μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 10 Gbps.
Οι δοκιμές μέχρι στιγμής δείχνουν τις τεράστιες δυνατότητες που έχει η Starlink:
Στη Νέα Υόρκη έχει καταγραφεί ταχύτητα για κατέβασμα δεδομένων 209 Mbps, ενώ χρήστης στη Γιούτα μέτρησε σε τεστ την ταχύτητά του στα 215 Mbps. Εντυπωσιακές είναι και οι ταχύτητες σε θερμοκρασίες παγετού ή με έντονους ανέμους και χιονόπτωση, καθώς μπορούν ακόμα και σε τέτοιες αντίξοες συνθήκες να πιάσουν μέχρι 175 Mbps. Ήδη μετρά περισσότερους από 10.000 χρήστες παγκοσμίως.
Στην Beta έκδοση το κόστος του τερματικού εξοπλισμού είναι 500 δολάρια και το μηνιαίο κόστος σύνδεσης για τον καταναλωτή αναμένεται να φτάνει τα 100 δολάρια. Η συνεχιζόμενη έρευνα, όμως, αλλά και η πρόσβαση σε μεγάλα αγοραστικά κοινά αναμένεται να μειώσουν σημαντικά τα παραπάνω κόστη, ειδικά σε ό,τι αφορά τις πάγιες μηνιαίες δαπάνες.
Έλον Μασκ: Δεν σταματά στις οικιακές συνδέσεις
Ο Έλον Μασκ, όμως, δεν σταματά στις οικιακές συνδέσεις. Οπως έχει ο ίδιος πει, επόμενος στόχος είναι να λαμβάνουν το σήμα από τους δορυφόρους και κινούμενα οχήματα, όπως πλοία, αεροπλάνα, φορτηγά, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για ένα μέλλον με «παγκόσμιο Ιντερνετ» σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Το μεγάλο όμως πλεονέκτημα της υπηρεσίας Starlink σε σύγκριση με τις παραδοσιακές δορυφορικές υπηρεσίες που βασίζονται σε γεωστατικούς δορυφόρους είναι η μικρή καθυστέρηση. Ως αποτέλεσμα της μικρότερης απόστασης από τη Γη στην οποία κινούνται οι μικροδορυφόροι της Starlink, οι καθυστερήσεις κυμαίνονται μεταξύ 20 και 40 millisecond (60 φορές μικρότερη σε σχέση με τους γεωστατικούς δορυφόρους), με προοπτικές σημαντικής περαιτέρω βελτίωσης.