Ασυνήθιστη συμπεριφορά σε σύγκριση με ανάλογες περιόδους στο παρελθόν επέδειξε η χρηματιστηριακή αγορά, κατά τις τελευταίες προ των πασχαλινών εορτών συνεδριάσεις.
Οι ήπιες ανοδικές τάσεις αφενός και ο υψηλός τζίρος αφετέρου εκπλήττουν και ενισχύουν την αίσθηση ότι το χρηματιστήριο «έχει κέφια» εν μέσω προεκλογικής περιόδου και ίσως οι 1.100 μονάδες να είναι θέμα μερικών ημερών.
Δίχως άλλο πρόκειται για στοιχεία που δεν πρέπει να παραγνωρίζονται, αποκτούν μάλιστα πολύ μεγαλύτερη σημασία διότι το ενδιαφέρον εκδηλώνεται για μετοχές υψηλής εμπορευσιμότητας η διακύμανση των οποίων εξ αιτίας της ευρύτερης διασποράς τους δύσκολα χειραγωγείται.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια αβέβαιη προεκλογική περίοδο που ουδείς μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αν θα ολοκληρωθεί στις 21 Μαΐου ή θα απαιτηθεί και δεύτερος γύρος εκλογών για το σχηματισμό κυβέρνησης. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα τι πραγματικά συμβαίνει;
Η απάντηση δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, αφού προκύπτει από τον συνδυασμό πολλών επιμέρους παραγόντων. Γεγονός είναι ότι το ελληνικό χρηματιστήριο ευνοείται τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες: Μόλις προχθές o οίκος Fitch εκτίμησε ότι τα χειρότερα για τις αγορές «είναι πίσω».
Όχι πως οι αβεβαιότητες δεν εκλείπουν, τις επαναλαμβάνουν άλλωστε οι μόνιμες «Κασσάνδρες» των αγορών. Σε αντίθεση, πληθαίνουν οι θετικές εκτιμήσεις έστω και αν αυτές συνοδεύονται από αρκετές υποσημειώσεις.
Οι εξελίξεις δείχνουν, πάντως, ότι οι επενδυτές δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα αν η Standard & Poor’s θα επισημοποιήσει την επενδυτική βαθμίδα την άλλη Παρασκευή, κυρίως λόγω προεκλογικής περιόδου. Αυτό θεωρείται δεδομένα για τους επόμενους μήνες όπως έχει προαναγγείλει ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Και το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας; Αυτό δεν έχει διαγραφεί εντελώς, αλλά μοιάζει να επηρεάζει πολύ λιγότερο το μέλλον. Όταν οι αεροπορικές κρατήσεις προς τους ελληνικούς τουριστικούς προορισμούς καταγράφουν πρωτοφανή πληρότητα μέχρι και τον ερχόμενο Οκτώβριο και τα κρουαζιερόπλοια αποβιβάζουν στα νησιά μας «μιλιούνια» επισκέπτες, το πρόβλημα εντοπίζεται στην άρτια εξυπηρέτησή τους και όχι στην παράταση της προεκλογικής περιόδου για μερικές επιπλέον εβδομάδες.
Τα εύσημα του ΔΝΤ
Όχι άδικα: Παρά την εναλλαγή δύο κυβερνήσεων η ελληνική οικονομία έδειξε τα τελευταία χρόνια σημαντική δυναμική, αυτό αν το επιτρέψουν οι εξωτερικές συνθήκες πρόκειται να συνεχιστεί και τα επόμενα. Το πιστοποιεί και το ΔΝΤ που αναμένει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 0,4% του ΑΕΠ εφέτος και θα αυξηθεί στο 1,4% το 2024, ενώ θα συνεχίσει να αυξάνεται για να φθάσει στο 2% το 2028.
Αν ληφθούν υπόψη και οι τόκοι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να έχει έλλειμμα 3,7% του ΑΕΠ, το οποίο θα μειωθεί στο 2,8% το 2024 και στο 1,9% σταδιακά έως το 2028.
Η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών αναμένεται να προκύψει από τη μεγαλύτερη μείωση των δημοσίων δαπανών σε σχέση με τα δημόσια έσοδα. Οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθούν από 55,5% του ΑΕΠ πέρυσι στο 50,3% φέτος και στο 47% το 2024 και να συνεχίσουν να μειώνονται για να φτάσουν το 43,7% το 2028.
Από την άλλη πλευρά, τα έσοδα αναμένεται να μειωθούν από 51,5% πέρυσι στο 47,9% εφέτος και σταδιακά στο 43% το 2028.
Για το δημόσιο χρέος το Ταμείο προβλέπει ότι θα μειωθεί περαιτέρω εφέτος στο 166% του ΑΕΠ και θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται στο 160,5% το 2024 για να φθάσει το 143,6% το 2028. Το ΔΝΤ υπογραμμίζει τη μεγάλη μείωση του ελληνικού χρέους πέρυσι στο 177,4% από 200,7% του ΑΕΠ το 2021, στην οποία συνέβαλαν η ισχυρή ανάπτυξη και ο πληθωρισμός.
Οι χώρες με υψηλά αρχικά επίπεδα χρέους, σε συνδυασμό με έναν απρόσμενο πληθωρισμό και ισχυρή ανάπτυξη, όπως η Ελλάδα, είχαν σημαντική μείωση του χρέους, αναφέρει στην έκθεσή του το Ταμείο.
Morgan Stanley: Γιατί δεν κινδυνεύουν οι τράπεζες
Υπό αυτά τα δεδομένα θετικά αντιμετωπίζουν οι διεθνείς οίκοι και τις ελληνικές μετοχές. Η Morgan Stanley δεν βλέπει για τις τράπεζες κάποιο σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στις εκτιμήσεις για τα μεγέθη τους από το “πάγωμα” των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια.
Όπως σημειώνει, έπειτα από συζητήσεις που είχε με τις ελληνικές τράπεζες, ξεκινώντας από τον Μάιο, θα διατηρήσουν τα επιτόκια στα ενήμερα στεγαστικά δάνεια σταθερά περίπου στα επίπεδα του Μαρτίου και αυτό αποτελεί πρωτοβουλία που έλαβαν ώστε να στηρίξουν τους δανειολήπτες και να περιορίσουν πιθανούς κινδύνους στην ποιότητα του ενεργητικού.
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, το μέτρο του παγώματος των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια δεν θα έχει καμία επίδραση στις προοπτικές του guidance των διοικήσεων για το 2023.
Για όλες τις ελληνικές τράπεζες η καθοδήγηση του 2023 βασίζεται σε επιτόκιο της ΕΚΤ 2,5%-2,8%, επομένως δεν υπάρχει αρνητικός αντίκτυπος λόγω αυτού του μέτρου και επομένως στις εκτιμήσεις των αναλυτών για τα μεγέθη τους, όπως σημειώνει.
Ωστόσο, θα περιορίσει περαιτέρω ανοδικά περιθώρια από τις αυξήσεις επιτοκίων στο χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων πέραν του 3%. Τα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν περίπου το 26% των συνολικών δανείων του κλάδου στην Ελλάδα.
Παράλληλα, το ενδιαφέρον για τις ελληνικές μετοχές παραμένει ζωηρό. Πέραν των τραπεζών εντοπίζεται στις μετοχές της Ενέργειας και των Πετρελαίων (Motor Oil, ΕΛ.ΠΕ., Τέρνα Ενεργειακή, Μυτιληναίος) στις υποδομές (ΕΛΛΑΚΤΩΡ, Ιντρακάτ, ΓΕΚ Τέρνα), στα χαρτιά του ομίλου Στασινόπουλου (Βιοχάλκο, Cenergy κ.λ.π.), αλλά και στην ΕΧΑΕ, την Jumbo και την Aegean.
Τι μπορεί να «φρενάρει» την άνοδο
Όπως έδειξαν τα πρακτικά της συνεδρίασης Μαρτίου της Fed αρκετοί αξιωματούχοι της εξέτασαν το ενδεχόμενο παύσης των αυξήσεων των επιτοκίων μέχρι να καταστεί σαφές ότι η κατάρρευση δύο περιφερειακών τραπεζών δεν θα προκαλούσε ευρύτερη χρηματοπιστωτική πίεση, αλλά ακόμη και αυτοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο υψηλός πληθωρισμός παραμένει κορυφαία προτεραιότητα.
Μάλιστα, το επιτελείο της Fed είπε ότι πλέον συμπεριλαμβάνει μία “ήπια ύφεση” που θα ξεκινήσει αργότερα φέτος “δεδομένων των εκτιμήσεων για τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις των πρόσφατων εξελίξεων στον τραπεζικό τομέα”.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αναφορικά με τις μελλοντικές κινήσεις της τράπεζας οι αξιωματούχοι της Fed δήλωσαν ότι λόγω έντονης αβεβαιότητας θα παρακολουθούν στενά τις εισερχόμενες πληροφορίες.
Νωρίτερα, η νέα μέτρηση του δείκτη τιμών καταναλωτή είχε αναπτερώσει αρχικά τις ελπίδες ότι η Federal Reserve θα επιλέξει ηπιότερη στάση στα επιτόκια τους επόμενους μήνες, καθώς ο ετήσιος πληθωρισμός στις ΗΠΑ επιβράδυνε σημαντικά τον Μάρτιο, ενώ σε μηνιαία βάση η αύξηση που εμφάνισε ήταν μικρότερη από τις εκτιμήσεις.
Αυτές τις μέρες αναμένονται και τα πρώτα ιδιαίτερα σημαντικά εταιρικά αποτελέσματα, με τους τραπεζικούς κολοσσούς JPMorgan Chase, Wells Fargo και Citigroup να παρουσιάζουν τις επιδόσεις τους στο πρώτο τρίμηνο, όπως και το μεγαθήριο της υγειονομικής περίθαλψης United Health.