Τετραπλασιάστηκαν οι εξαγωγές φυσικού αερίου το 2022 σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, καθώς το ελληνικό σύστημα μέσω του σταθμού της Ρεβυθούσας κάλυψε το κενό που δημιούργησε η μείωση ή διακοπή των εξαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου στην περιοχή. Αντίθετα η εγχώρια ζήτηση μειώθηκε κατά 19%.

Τα στοιχεία προκύπτουν από τον απολογισμό του ΔΕΣΦΑ για το 2022, σύμφωνα με τα οποία η συνολική ζήτηση (εγχώρια κατανάλωση και εξαγωγές) φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 11,11%, φθάνοντας τις 86,18 Τεραβατώρες (TWh) από 77,56 ΤWh το 2021. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 288,68% (από 7,6 TWh σε 29,54TWh) και κατευθύνθηκαν κυρίως προς τη Βουλγαρία από το σημείο διασύνδεσης στο Σιδηρόκαστρο, ενώ μικρότερες ποσότητες φυσικού αερίου εξήχθησαν και προς την Ιταλία μέσω του αγωγού TAP από τη Νέα Μεσημβρία.

Αντίστοιχα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου ανήλθαν σε 86,16 TWh, καταγράφοντας αύξηση 10,84% σε σύγκριση με τις 77,73 TWh το 2021. Οι μεγαλύτερες ποσότητες εισήλθαν στη χώρα από τον Τερματικό Σταθμό LNG της Ρεβυθούσας, που κάλυψε ποσοστό 44,2% των εισαγωγών, καταγράφοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με την περασμένη χρονιά. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε το σημείο εισόδου Σιδηροκάστρου που κάλυψε ποσοστό 34,34% των εισαγωγών (29,59 TWh), ενώ ακολούθησε το σημείο εισόδου στη Νέα Μεσημβρία, το οποίο, μέσω του αγωγού TAP, κάλυψε το 18,64% των εισαγωγών (16,06 TWh). Τέλος, οι Κήποι Έβρου κάλυψαν το 2,82% των εισαγωγών (2,43 Twh).

Εξαιρετικά κομβικός για τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού της χώρας και της ευρύτερης περιοχής ήταν σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ ο ρόλος της Ρεβυθούσας, που για πρώτη φορά από την έναρξη λειτουργίας της, υποδέχθηκε 78 δεξαμενόπλοια από 10 χώρες, τα οποία εκφόρτωσαν συνολικά ποσότητα ύψους 39,19 TWh LNG, έναντι περίπου 24,51 TWh από 35 δεξαμενόπλοια από 5 χώρες το 2021. Η αύξηση οφείλεται κυρίως σε φορτία LNG προερχόμενα από τις ΗΠΑ, τα οποία αυξήθηκαν κατά 63,55% σε σχέση με το 2021, αγγίζοντας τις 20,10 TWh, έναντι 12,29 TWh το προηγούμενο έτος, με τις ΗΠΑ να παραμένουν ο μεγαλύτερος εισαγωγέας LNG στη χώρα μας με ποσοστό 51,29%. Στη δεύτερη θέση βρέθηκε η Αλγερία (5,43 TWh), ενώ ακολουθούν η Αίγυπτος (4,93 TWh), η Νιγηρία (2,93 TWh), η Νορβηγία (2,13 TWh), η Ρωσία (2,03 TWh) και το Ομάν (1,03 TWh). Φορτία κάτω της 1 TWh εισήχθησαν επίσης από την Ισπανία (0,43 TWh), την Ινδονησία (0,11 TWh) και το Καμερούν (0,07 Twh).

Όσον αφορά τις κατηγορίες καταναλωτών φυσικού αερίου, το μεγαλύτερο τμήμα της εγχώριας κατανάλωσης (73,55%) αντιστοιχεί στην κατανάλωση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ ακολουθούν οι οικιακοί καταναλωτές και οι συνδεδεμένες στα δίκτυα διανομής επιχειρήσεις, με ποσοστό 21,50%, καθώς και οι εγχώριες βιομηχανίες, που συνδέονται απευθείας στο σύστημα υψηλής πίεσης του ΔΕΣΦΑ, με ποσοστό 4,95%.

Νέος ενεργειακός σχεδιασμός: Από ΑΠΕ το 80% της ηλεκτρικής ενέργειας το 2030

Την ίδια ώρα, ανανεώσιμες πηγές, αποθήκευση και εξοικονόμηση ενέργειας είναι τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται ο αναθεωρημένος ενεργειακός σχεδιασμός με ορίζοντα το 2030 που συζητήθηκε στην αρμόδια διυπουργική επιτροπή.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έγιναν γνωστές το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα προβλέπει σημαντική αναβάθμιση των στόχων τόσο για την διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών όσο και για την αποθήκευση και εξοικονόμηση ενέργειας σε σχέση με τον υφιστάμενο σχεδιασμό ενώ θα προσαρμοστεί ανάλογα ο σχεδιασμός των διαχειριστών των ενεργειακών δικτύων προκειμένου να διασφαλιστούν τα απαιτούμενα περιθώρια υποδοχής των νέων σταθμών ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας. Κατά τις ίδιες πληροφορίες, αλλά και τις επίσημες τοποθετήσεις της ηγεσίας του ΥΠΕΝ ως τώρα:

-Η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων ΑΠΕ (φωτοβολταϊκά, αιολικά χερσαία και υπεράκτια, υδροηλεκτρικά) αυξάνεται σε 28 γιγαβάτ έναντι 19 γιγαβάτ που προβλέπει ο υφιστάμενος σχεδιασμός.

-Οι μονάδες αποθήκευσης ενέργειας που είναι κρίσιμες για την ασφάλεια εφοδιασμού και τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των ΑΠΕ προβλέπεται να φτάσουν στα 8 γιγαβάτ.

-Το 80 % της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας το 2030 θα καλύπτεται από ΑΠΕ.

-Αναβαθμίζονται οι στόχοι για την ενεργειακή απόδοση με έμφαση στα κτίρια και τις μεταφορές.

-Διατηρείται το φυσικό αέριο ως καύσιμο μετάβασης μέχρι την επίτευξη της πλήρους απανθρακοποίησης.

Οι στόχοι του νέου ΕΣΕΚ προσδιορίζονται ως ένα βαθμό και από την Κοινοτική νομοθεσία που προβλέπει ότι η ΕΕ θα γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος ως το 2050 ενώ ως το 2030 οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να μειωθούν κατά τουλάχιστον 55 % σε σχέση με το 1990. Η ενεργειακή κρίση μετά την εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε την ΕΕ σε επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης. Τα εθνικά σχέδια για την ενέργεια και το κλίμα θα υποβληθούν στην ΕΕ ως τις 30 Ιουνίου και θα οριστικοποιηθούν έως τα μέσα του 2024.

Διαβάστε ακόμη: