Καθώς ο ελληνικός τουρισμός κατευθύνεται προς ακόμη ένα ιστορικό ορόσημο, με τις αφίξεις να εκτιμάται ότι θα ξεπεράσουν τα 37 εκατ. το 2025, το ενδιαφέρον της αγοράς και των αναλυτών μετατοπίζεται πλέον από το «πόσο» στο «πώς» και κυρίως στο «για πόσο». Η συνεχιζόμενη άνοδος δεν θεωρείται πλέον δεδομένη· αντίθετα, η συζήτηση επικεντρώνεται στις πραγματικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης και στα περιθώρια διατηρησιμότητάς της μέσα σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.

Σύμφωνα με την πρόσφατη μελέτη «Τάσεις του Επιχειρείν» της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, η ισχυρή πορεία της τελευταίας δεκαετίας δεν ήταν προϊόν συγκυρίας. Αντιθέτως, αποτέλεσε συνδυασμό της ανόδου της διεθνούς τουριστικής ζήτησης και της ουσιαστικής βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Σε μια περίοδο όπου ο παγκόσμιος τουρισμός μεγάλωσε κατά περίπου 25%, η χώρα κατάφερε όχι απλώς να ακολουθήσει, αλλά να υπεραποδώσει έναντι των άμεσων ανταγωνιστών της.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι από την αύξηση περίπου 13 εκατ. διεθνών αφίξεων την τελευταία δεκαετία, μόνο το 40% αποδίδεται στη συνολική μεγέθυνση της παγκόσμιας αγοράς. Ένα επιπλέον 20% συνδέεται με τη μετατόπιση της ζήτησης προς την ευρύτερη περιοχή Ευρώπης–Μεσογείου, ενώ το υπόλοιπο 40% αποτελεί καθαρό κέρδος μεριδίου για την Ελλάδα. Πρόκειται για ένδειξη ενίσχυσης της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας, η οποία πλέον καταλαμβάνει περίπου το 2,5% του παγκόσμιου τουρισμού, ποσοστό δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το γεωγραφικό της μέγεθος.

Η δυναμική αυτή επιβεβαιώθηκε και μέσα στο 2025. Παρά τις επιπτώσεις από τη σεισμική δραστηριότητα στη Σαντορίνη, που περιόρισε την άνοδο στο πρώτο εξάμηνο, το δεύτερο μισό του έτους κατέγραψε έντονη επιτάχυνση. Οι προκρατήσεις για το πρώτο τρίμηνο του 2026 κινούνται ήδη περίπου 10% υψηλότερα σε ετήσια βάση, ένδειξη ότι η ζήτηση παραμένει ισχυρή και δεν εμφανίζει σημάδια κόπωσης.

Ωστόσο, το περιβάλλον γίνεται όλο και πιο απαιτητικό. Στη βόρεια Μεσόγειο, χώρες όπως η Τουρκία και η Αλβανία αυξάνουν επιθετικά το μερίδιό τους, αξιοποιώντας επενδύσεις, ανταγωνιστικές τιμές και νέα τουριστικά προϊόντα. Στη νότια Μεσόγειο, αγορές όπως η Αίγυπτος, η Τυνησία και το Μαρόκο επανέρχονται δυναμικά, επωφελούμενες από χαμηλότερο κορεσμό και βελτιωμένη γεωπολιτική εικόνα. Την ίδια στιγμή, ώριμοι προορισμοί όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο δείχνουν να πλησιάζουν τα φυσικά όρια ανάπτυξής τους.

Η μέχρι σήμερα υπεραπόδοση της Ελλάδας στηρίχθηκε σε δύο βασικούς πυλώνες: την αναβάθμιση της ποιότητας του ξενοδοχειακού δυναμικού και την ενίσχυση των αεροπορικών συνδέσεων. Αυτά τα «καύσιμα» έφεραν τη χώρα στο σημερινό επίπεδο. Το επόμενο βήμα, όμως, απαιτεί ταχύτερη προσαρμογή στις νέες τάσεις. Οι ταξιδιώτες μεγάλων αποστάσεων, από αγορές όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία, αναμένεται να καλύψουν σημαντικό μέρος της νέας ζήτησης, ενώ η σταδιακή άμβλυνση της εποχικότητας δημιουργεί προϋποθέσεις για πιο ισορροπημένη κατανομή των αφίξεων μέσα στο έτος.

Το κρίσιμο ζητούμενο πλέον είναι η μετατροπή της αυξημένης ζήτησης σε διατηρήσιμη οικονομική αξία. Αυτό προϋποθέτει ανάδειξη νέων προορισμών πέρα από τα κορεσμένα νησιά και επαναφορά των επενδύσεων σε βασικές υποδομές στα προ κρίσης επίπεδα. Με άλλα λόγια, η επόμενη φάση του ελληνικού τουρισμού δεν θα κριθεί από τα ρεκόρ, αλλά από την ικανότητα της χώρας να διαχειριστεί την ίδια της την επιτυχία.

Διαβάστε ακόμη: