Εξαιρετικά αισιόδοξη εμφανίζεται η γαλλική Credit Agricole για την ανάκαμψη της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Το σενάριό της για το 2022 χαρακτηρίζεται από ζωηρή αύξηση τόσο της επιχειρηματικής δραστηριότητας όσο και του πληθωρισμού.
Μετά την πτώση του ΑΕΠ κατά 7,8% το 2020, οι οικονομολόγοι της γαλλικής τράπεζα εκτιμούν την εγχώρια ανάπτυξη σε 8,8% φέτος και 5,5% το 2022, αρκετά πάνω από το consensus των οικονομολόγων και κοντά στο πάνω εύρος των προβλέψεων.
Πιο αναλυτικά, η Credit Agricole εκτιμά ότι η εγχώρια ανάπτυξη διαμορφώθηκε σε 1,3% το τρίτο τρίμηνο και +0,7% το τέταρτο τρίμηνο του έτους.
Το οικονομικό κλίμα, παρ’ όλα αυτά, είναι δύσκολο να αναλυθεί, λόγω του σημερινού πλεονάσματος ζήτησης-προσφοράς και των ανισορροπιών που προκύπτουν. Προφανώς, προκύπτει το εξής ερώτημα: πόσο θα διαρκέσουν αυτές οι ανισορροπίες, συμπεριλαμβανομένου του πληθωρισμού;
Κλειδί η προσφορά
To θέμα είναι αν αυτό το πλεόνασμα ζήτησης είναι προσωρινό, που δημιουργείται από καταναλωτικές συμπεριφορές που επιτέλους απελευθερώθηκαν, ή από πιο ριζικές αλλαγές στη δομή της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Τα ερωτήματα αυτά μπορούν να τεθούν επίσης για την προσφορά.
Οι συνέπειες στο σενάριο ανάπτυξης και πληθωρισμού θα εξαρτηθούν από τις απαντήσεις σε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα. Η θεμελιώδης παραδοχή του σεναρίου μας είναι η εξής: παρά την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών μετακινήσεων που σχετίζονται με μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, την ψηφιοποίηση και τον αντίκτυπο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στις αλυσίδες εφοδιασμού, οι οποίες επηρεάζουν την κατανομή των συντελεστών μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, οι περιορισμοί σήμερα εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό παροδικοί στον ορίζοντα του σεναρίου της τράπεζας.
Μετά την ύφεση του φθινοπώρου και του χειμώνα (-0,4%και -0,3% QoQ), η επαναλειτουργία των επιχειρήσεων στα τέλη Απριλίου προκάλεσε την ανάκαμψη του ΑΕΠ υψηλότερα του αναμενόμενου το 221ο τρίμηνο (2,2% για το τρίμηνο). Η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης ήταν ισχυρή (3,7%), αλλά οι δαπάνες των νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι 6% κάτω από τα προ της κρίσης επίπεδα. Οι επενδύσεις συνέχισαν να έχουν θετική τάση (1,1%).
Η μελέτη της τράπεζας αναφέρει πως δύο δυνάμεις, κινούν τις παραγωγικές επενδύσεις (+0,9%) και τις κατασκευαστικές επενδύσεις (1,3%): οι πρώτες εξακολουθούν να καλύπτουν τη διαφορά, ενώ οι δεύτερες την έχουν ήδη καλύψει (3,2% κάτω και 1,2% πάνω από τα αντίστοιχα προ κρίσης επίπεδα). Οι κατασκευές ήταν ιδιαίτερα έντονες στη Γαλλία και την Ιταλία- επωφελήθηκαν από τα κεφάλαια τόνωσης της οικονομίας που ενισχύουν τα προϋπάρχοντα προγράμματα δαπανών για την ανακαίνιση κατοικιών και υποδομών. Με εξαίρεση την Ισπανία, η οποία παρουσιάζει πιο έντονη μείωση (-8,4%), η υστέρηση αυτή μειώνεται τώρα στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης (Γαλλία -3,2%, Γερμανία -3,3% και Ιταλία -3,8%).
Ο ρυθμός ανάπτυξης, στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να συνεχίσει να μετριάζεται το 2022. Η ιδιωτική κατανάλωση θα παραμείνει επιθετική από την αποταμίευση και τα κεφάλαια τόνωσης θα ενισχύσουν τις επενδύσεις. Η CA αναφέρει:« Με βάση τον μέσο τριμηνιαίο ρυθμό του 0,7%, αναμένουμε ανάπτυξη 4,4% το 2022: πιο μετριοπαθής, αλλά πολύ πάνω από τον μέσο δεκαετή ρυθμό πριν από την κρίση. Μέχρι τα μέσα του 2022, όλες οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης θα έχουν επιστρέψει στο ΑΕΠ τους πριν από την κρίση, ενώ η Ελλάδα έχει ήδη επιστρέψει.»
Η καλύτερη απόδοση της αγοράς εργασίας και η μεγαλύτερη ανάπτυξη έχουν αυξήσει τα έσοδα και περιορίσει τις δαπάνες. Φαίνεται ότι το έλλειμμα για το 2021 (8,2% του ΑΕΠ) είναι χαμηλότερο από ό,τι είχε αρχικά ανακοινωθεί από τις κυβερνήσεις. Αυτό δημιουργεί τον δημοσιονομικό χώρο για την εφαρμογή των νέων μέτρων που απαιτούνται για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης. Κι έτσι ανοίγει ένα νέο πεδίο δράσης για τη δημοσιονομική πολιτική, καθώς αποσύρει την έκτακτη στήριξή της, χωρίς να επηρεάζεται το ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα για τη μείωση του ελλείμματος, που προβλέπεται στο 4,1% του ΑΕΠ το 2022.