Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 2014, όταν ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται για τελευταία φορά σε τετραψήφια επίπεδα.
Την αμέσως επόμενη ημέρα, η ελληνική αγορά βιώνει ένα sell off της τάξης του 13%, βουλιάζοντας αίφνης από τις 1.035 στις 902 μονάδες.
Έκτοτε, χρειάστηκαν 97 μήνες ή αλλιώς τουλάχιστον οκτώ χρόνια, έως ότου στο ταμπλό του ελληνικού χρηματιστηρίου εμφανιστούν εκ νέου οι 1.000 μονάδες.
Ένα ιστορικό ορόσημο, το οποίο εν πολλοίς συμβολίζει την ολική ανάκαμψη της αγοράς από τον μακρύ «Γολγοθά» της μνημονιακής περιόδου.
Άλλωστε, μέσα σ΄ αυτήν την περίοδο που μεσολάβησε, είδαμε τον Γενικό Δείκτη να φθάνει στο ναδίρ των 440 μονάδων (11 Φεβρουαρίου του 2016), να βουτάει κατά τουλάχιστον 12% την ημέρα ανακοίνωσης των πρώτων lockdowns της πανδημίας και να «γκρεμοτσακίζεται» πολλάκις από τις 900, τις 800, τις 700, τις 600 ή και τις 500 μονάδες.
Η αρχή του κακού
Ο Δεκέμβριος του 2014 θεωρείται για πολλούς, η αρχή του… κακού για το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Η εκκρεμότητα της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας αποτελεί έναν διαρκή «βραχνά», ο οποίος επιδεινώνεται όσο διαφαίνεται στον ορίζοντα ο κίνδυνος για πρόωρες εκλογές, εξαιτίας της αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή.
Τελικά η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά αναγκάζεται να προσφύγει στην κάλπη, η οποία «γεννάει» την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Τα όσα ακολουθούν είναι λίγο πολλά γνωστά. Αθέτηση πληρωμών προς το ΔΝΤ, κίνδυνος Grexit, κλείσιμο τραπεζών, capital controls και τελικά ένα τρίτο πακέτο βοήθειας.
Εκείνη την περίοδο ο Γενικός Δείκτης κατρακυλάει έως τις 568 μονάδες (24 Αυγούστου 2015).
Στο ναδίρ του 2016
Με την ελληνική οικονομία «αιχμάλωτη» και τις τράπεζες να «φυτοζωούν», το 2016 αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από… καταστροφικό για την ελληνική αγορά, η οποία βλέπει τον Γενικό Δείκτη να διολισθαίνει έως τις 440 μονάδες στις 11 Φεβρουαρίου.
Για να επανέλθει στο όριο των 700 μονάδων, χρειάζεται να περιμένει έως τις 26 Απριλίου του 2017. Αφού μεσολαβεί μια μακρά περίοδος στενής διακύμανσης μεταξύ 700 και 886 μονάδων (1 Φεβρουαρίου του 2018), ο Γενικός Δείκτης ξανα-βουλιάζει στις 593 μονάδες στις 20 Νοεμβρίου του 2018.
Η μίνι ανάκαμψη του 2019 και η πανδημία
Οι εκλογές του 2019 και η επιστροφή της Νέας Δημοκρατίας στη διακυβέρνηση της χώρας οδηγούν την αγορά στις παρυφές των 900 μονάδων (31 Ιουλίου 2019), ενώ τον επόμενο χρόνο -και συγκεκριμένα στις 21 Ιανουαρίου του 2020- η Λεωφόρος Αθηνών αναρριχάται έως τις 948 μονάδες. Και εκεί βάζει… stop.
Στη συνέχεια, η πανδημία του κορωνοϊού αναγκάζει τους εργαζόμενους να κλειστούν στο «σπίτι», τις επιχειρήσεις να βάλουν προσωρινό «λουκέτο» και την οικονομία να καταρρεύσει. Το Χρηματιστήριο γκρεμίζεται εκ νέου στις 484 μονάδες στις 16 Μαρτίου του 2020, όταν και η Ελλάδα βιώνει την απειλή των lockdowns.
Το πρώτο «φως»
H άρση των περιοριστικών μέτρων την άνοιξη του 2021 και η προσδοκία για ένα σχεδόν φυσιολογικό καλοκαίρι ωθούν τον Γενικό Δείκτη άνω των 900 μονάδων στο α’ εξάμηνο του έτους (927 μονάδες στις 14 Ιουνίου του 2021).
Στις αρχές του 2022, ενώ θεωρούμε ότι έχουμε «ξεμπερδέψει» οριστικά και αμετάκλητα με τα lockdonws και τα περιοριστικά μέτρα, ο Γενικός Δείκτης «ίπταται» έως τις 971 μονάδες στις 11 Φεβρουαρίου του 2022, φλερτάροντας για πρώτη φορά με τις 1.000 μονάδες.
Ο πόλεμος και ο πληθωρισμός
Όμως, στα τέλη του Φεβρουαρίου, η αγορά καλείται να αντιμετωπίσει ακόμη μία απρόσμενα αρνητική εξέλιξη. Την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Έπεται το ξέσπασμα της πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης, ενώ οι κεντρικές τράπεζες αίρουν την υπερ-χαλαρή νομισματική πολιτική και αυξάνουν τα επιτόκια. Αποτέλεσμα είναι στις 6 Ιουλίου του 2022 ο Γενικός Δείκτης να υποχωρεί στις 779 μονάδες.
Το υπόλοιπο του 2022 βρίσκει την αγορά να «πελαγοδρομεί» στη ζώνη των 800 μονάδων. Τον Δεκέμβριο καταφέρνει να σταθεροποιηθεί στις 900 μονάδες και τον πρώτο μήνα του 2023 κάνει την έκπληξη και επανέρχεται στις 1.000 μονάδες, αν και στη χθεσινή συνεδρίαση… επικράτησε η κατοχύρωση κερδών που απέκτεψε ένα κλείσιμο πάνω από το συγκεκριμένο όριο.
Το θετικό momentum
Κι αυτό, διότι προεξοφλεί μια σειρά θετικών εξελίξεων: Ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, ολοκλήρωση μιας σειράς επιχειρηματικών deals, ανθεκτικά εταιρικά αποτελέσματα, επιβράδυνση του πληθωρισμού, αποκλιμάκωση της ενεργειακής κρίσης κ.α.
Φυσικά, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα είναι ρόδινα. Σε λίγους μήνες θα στηθούν -εκτός απροόπτου- διπλές βουλευτικές εκλογές, ενώ ο πληθωρισμός παραμένει σε «απαγορευτικά» επίπεδα και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιμένει στη «σφιχτή» πολιτική των υψηλών επιτοκίων.
Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη «εικόνα» είναι ενθαρρυντική και αισιόδοξη.
Διαβάστε ακόμη: