«Η αγορά υπολογίζει τις εκλογές, όμως λόγω της φύσης αυτής της αναμέτρησης, δεν τις… φοβάται, γνωρίζοντας ότι οι ευρωεκλογές δεν ορίζουν τόσο άμεσα τις εγχώριες οικονομικές και επενδυτικές πολιτικές και περισσότερο λειτουργούν ως ευρύτερος “μπούσουλας” ώστε τα κόμματα να μετρήσουν δυνάμεις και συσχετισμούς».
Αυτά επισημαίνει παράγοντας της αγοράς στο Radar.gr σχολιάζοντας τις εξελίξεις και την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς στην εβδομάδα που παρήλθε και ήταν η πρώτη του Ιουνίου αλλά και η τελευταία πριν από τις κρίσιμες κάλπες που θα εκλέξουν το νέο ευρωκοινοβούλιο.
Αν και τα σενάρια είναι πολλά, με κυριότερο τους φόβους για πολύ μεγάλη αύξηση των ποσοστών των αντισυστημικών – αντιευρωπαϊκών – ακροδεξιών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη, η εγχώρια αγορά έδειξε ότι δεν ανησυχεί υπέρμετρα για οποιοδήποτε αποτέλεσμα, καταγράφοντας άνοδο το πενθήμερο που πέρασε.
Ασχέτως με τα επιμέρους ποσοστά που θα λάβουν τα κόμματα, η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και κυρίως του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν αμφισβητείται, καθώς η διαφορά από το δεύτερο παραμένει εξαιρετικά μεγάλη. Τούτο γίνεται πιο κατανοητό, αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα ποσοστά – και τις διαφορές – που είχαν άλλες κυβερνήσεις του πρόσφατου παρελθόντος σε ευρωεκλογές, ύστερα και από πέντε χρόνια διακυβέρνησης, με ό,τι φθορά εγκυμονεί αυτό.
Από την άλλη πλευρά, έχει ενδιαφέρον η άποψη που καταθέτει στο Radar.gr έτερος παράγοντας της αγοράς και επικεφαλής χρηματιστηριακής εταιρείας που σημειώνει πως «προσωπικά, ασχέτως τι λέγεται, θα ήθελα μεγάλη μείωση της διαφοράς των ποσοστών της Ν.Δ. από ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ και τούτο για να… σφίξουν λίγο τα πράγματα, να ανασκουμπωθούν όλοι και να τρέξουν – επιτέλους – πραγματικές μεταρρυθμίσεις».
Με λίγα λόγια, αυτό που θέλει η αγορά είναι επίσπευση περαιτέρω μεταρρυθμίσεων και «τρέξιμο» προς τα εμπρός και λιγότερη… συνθηματολογία, κομματολογία και λιβάνισμα ποσοστών, ποσοστώσεων και (κούφιων) συσχετισμών.
Τι έδειξε το χρηματιστήριο την εβδομάδα προ των εκλογών
Η πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου που ήταν και η τελευταία προ της ευρω-κάλπης, ήταν ανοδική για το ελληνικό χρηματιστήριο, το οποίο μάλιστα κινήθηκε το τελευταίο διήμερο καλύτερα από τις ευρωπαϊκές αγορές.
Παρά τη μεγάλη βουτιά της περασμένης Τρίτης, όταν ο Γενικός Δείκτης υποχώρησε κατά 1,57%, υποχωρώντας έως τα χαμηλά των 1.424,66 μονάδων, που είναι και το ναδίρ ενάμιση μήνα, η αγορά βρήκε δυνάμεις αντίδρασης με αιχμή τις τράπεζες κλείνοντας το πενθήμερο με σημαντική άνοδο.
Βεβαίως, η αντίδραση της εβδομάδας έγινε με μειωμένο τζίρο, καθώς οι μέσες συναλλαγές υποχώρησαν στα 107,9 εκατ. ευρώ, που μεταφράζεται σε πτώση κατά 34,4% έναντι της αμέσως προηγούμενης εβδομάδας.
Ο τραπεζικός κλάδος επανήλθε στο «τιμόνι» του momentum της αγοράς, καθώς την Παρασκευή έκλεισε με νέα άνοδο 1,71% στις 1.296,07 μονάδες, ενώ σε επίπεδο πενθημέρου κατέγραψε άνοδο 4,38% ξεχωρίζοντας με έμφαση.
Στην κορυφή των συναλλαγών βρέθηκε η Πειραιώς η οποία σε εβδομαδιαίο επίπεδο διακίνησε τζίρο 107,8 εκατ. ευρώ έναντι 259,3 εκατ. ευρώ που ήταν ο συνολικός τζίρος των τραπεζών το πενθήμερο.
Η προς τα πάνω αναθεώρηση των εκτιμήσεων για την κερδοφορία του 2024 από τη διοίκηση, έφερε μεγάλη κινητικότητα στη μετοχή και σημαντική αύξηση των συναλλαγών. Ο τίτλος ενισχύθηκε κατά 5,60% το πενθήμερο και ήταν ο πρωταγωνιστής σε συναλλαγές αλλά και ποσοστιαία άνοδο στον κλάδο. Η Alpha Bank ενισχύθηκε κατά 4,45% το πενθήμερο, η Eurobank κέρδισε 4,42% και η Εθνική +3,56%.
Ασφαλώς, καταλυτικό ρόλο στην αφύπνιση των τραπεζικών μετοχών έπαιξε το γεγονός ότι ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) έδωσε το πράσινο φως για να επιστρέψουν οι ελληνικές τράπεζες στις διανομές μερισμάτων ύστερα από 16 «άγονα» χρόνια.
Ο SSM ενημέρωσε τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών (Εθνικής, Πειραιώς, Eurobank και Alpha Bank) πως εγκρίθηκε η διανομή μερισμάτων που είχαν εισηγηθεί για τη χρήση του 2023, οπότε απομένει η τυπική έγκριση από τις προσεχείς γενικές συνελεύσεις των ιδρυμάτων.
Πρόκειται έτσι κι αλλιώς για μια πολύ σημαντική εξέλιξη με ιστορικό χαρακτήρα καθώς σφραγίζει την επιστροφή στην κανονικότητα, ύστερα από μια πολυετή περίοδο δοκιμασίας του κλάδου, μέσα από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις, αλλεπάλληλα reverse split για την αποφυγή του μηδενισμού των μετοχών και πολλών άλλων προβλημάτων.
Επίσης θετικά επέδρασε η πρώτη μείωση των επιτοκίων (κατά 0,25%) από την ΕΚΤ ύστερα από το 2019, αν και οι επιφυλάξεις που εξέφρασε το διοικητικό συμβούλιο της κεντρικής τράπεζες για τη συνέχεια, επισημαίνοντας δεν υπάρχει κάποια δέσμευση για νέα μείωση επιτοκίων εντός του 2024, έφερε μερικό μούδιασμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές είχαν τιμολογήσει πλήρως μια μείωση των επιτοκίων κατά 0,25%, ενώ στο βασικό σενάριο προεξοφλούν μια ακόμη τον Σεπτέμβριο ή τον Δεκέμβριο, ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην υπάρξει άλλη μείωση επιτοκίων φέτος.
Η εικόνα της αγοράς και η στρέβλωση
Ο Γενικός Δείκτης έκλεισε την Παρασκευή στις 1.458,37 μονάδες με άνοδο 0,38%, σε μια συνεδρίαση ήπιων διακυμάνσεων, στην οποία είχε χαμηλό ημέρας στις 1.450,83 μονάδες (-0,14%) και υψηλό στις 1.462,22 μονάδες (+0,64%). O FTSE 25 έκλεισε στις 3.540,67 μονάδες με άνοδο 0,58%, ενώ ο Mid Cap υστέρησε για ακόμη μια συνεδρίαση υποχωρώντας κατά 0,58% στις 2.326,53 μονάδες.
Σε εβδομαδιαίο επίπεδο ο Γ.Δ. έκλεισε με άνοδο 1,85%, ο FTSE 25 ενισχύθηκε κατά 2,51%, ενώ ο Mid Cap ήταν παραφωνία υποχωρώντας κατά 0,79%. Ο νέος κανονισμός του Χ.Α. και η ευρύτερη σύγχυση που επικρατεί για το ποιες μετοχές θα βρεθούν εκτός αγοράς ή ποιες θα υποβαθμιστούν στην Εναλλακτική Αγορά, έχει φέρει ανασφάλεια και φοβία στα μικρομεσαία χαρτιά, που έχουν μειώσει κι άλλο τους όγκους και τους τζίρους τους, ενώ «κρεμάνε» με μεγαλύτερη ευκολία χαμηλότερα.
Δεκάδες μικρομεσαία «χαρτιά», τον τελευταίο ενάμιση μήνα παρουσιάζουν ένα πρόσωπο απαξίωσης, με μειωμένες συναλλαγές, όγκους και τζίρους, ενώ οι τιμές των μετοχών κρεμούν πολύ εύκολα χαμηλότερα.
Ο νέος κανονισμός που εξαγγέλθηκε πρόσφατα από τη διοίκηση του Χ.Α. έχει φέρει μεγάλη σύγχυση στις τάξεις των μικροεπενδυτών που, για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια, νιώθουν εξοβελισμένοι και ανεπιθύμητοι στην αγορά.
Όμως, χωρίς μικροεπενδυτές, πλέον δεν μπορούμε να μιλάμε για χρηματιστήριο, αλλά για ένα κλειστό γκέτο μιας ελίτ που στρέφει όλη τη ρευστότητα, το ενδιαφέρον και τις αποδόσεις σε 10 – 15 μετοχές της μεγάλης αποτίμησης.