Μπορεί το Χρηματιστήριο Αθηνών να διανύει μια περίοδο εσωστρέφειας και περισυλλογής, εντούτοις είναι πολύ κοντά στο να «σβήσει» τη ζημιά της περιόδου που επακολούθησε των ευρωεκλογών, αλλά και των αναταράξεων που υπήρξαν από την έξοδο αρκετών ξένων από τη Λ. Αθηνών.

Ενδεικτικό της προόδου που έγινε από τις αρχές του Ιουλίου ήταν ότι τον προηγούμενο μήνα, τον Ιούνιο, οι ξένοι επενδυτές ήταν πωλητές για δεύτερο συνεχόμενο μήνα με εκροές 62,5 εκατ. ευρώ. Επίσης, η συμμετοχή των επενδυτών στις συναλλαγές ήταν η χαμηλότερη των τελευταίων 15 μηνών αφού οι ενεργοί κωδικοί μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με τον Μάιο και κατά 20% σε σχέση με τον Ιούνιο του 2023 υποχωρώντας στους 21.876.

Χρηματιστήριο Αθηνών

Παρόλα αυτά ο Ιούλιος έχει αρχίσει ικανοποιητικά, με την αγορά να κερδίζει 3%, και να κινείται στις παρυφές των 1.450 μονάδων καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας. Υπενθυμίζεται εδώ ότι ο περυσινός Ιούλιος ήταν από τους πιο αδύναμους μήνες του 2023 καθώς η μείωση των συμμετεχόντων λόγω των περιορισμένων νέων ή εταιρικών γεγονότων, αλλά και των θερινών διακοπών δημιούργησε συνθήκες αδράνειας στο ταμπλό.

Δίχτυ προστασίας

Η ανάκαμψη της ελληνικής αγοράς, είχε και άρωμα τραπεζικό (και όχι μόνο βέβαια), με τον κλαδικό να κερδίζει πάνω από 4% από την αρχή του μήνα, καθώς οι τελευταίες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης λειτούργησαν λίγο έως πολύ ως δίχτυ προστασίας έναντι των αναταράξεων που δέχτηκαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές, στη σκιά των εκλογικών αποτελεσμάτων και πολιτικών εξελίξεων στη Γαλλία. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών κατάφερε να κρατηθεί πάνω από το ψυχολογικό όριο των 1.400 μονάδων, στο οποίο βρέθηκε τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου, δημιουργώντας μια βάση για την αντίδραση που επακολούθησε.

Οι οίκοι αξιολόγησης

Μπορεί να μην λειτούργησαν ως ελατήριο ανόδου, αλλά ανέκοψαν τα κύματα των risk off που χτύπησαν πολλές αγορές, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε χρηματιστηριακή πηγή στον OT, η οποία υπενθύμισε και την εκτίμηση της Citigroup, η οποία περιμένει ότι οι αναβαθμίσεις για τις ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Έτσι, οι τράπεζες, ειδικά αυτές με την υψηλότερη μέση αξιολόγηση από τους οίκους (Eurobank και Εθνική Τράπεζα) βρίσκονται πολύ κοντά από την είσοδο των ομολογιακών τους τίτλων στους διεθνείς δείκτες εταιρικών ομολόγων επενδυτικής βαθμίδας.

Πάντως, μέσα σε περίπου 20 ημέρες, η Moody’s, η S&P και η DBRS αναβάθμισαν τις ελληνικές τράπεζες. Μάλιστα, η πρώτη, δίχως να έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα, κατατάσσει την Eurobank και την Εθνική μια βαθμίδα πάνω από αυτήν, και Alpha Bank και την Πειραιώς ακριβώς σε αυτήν. Ο S&P, ο οποίος έχει δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα, τη στερεί κατά ένα σκαλοπάτι για τις Εθνική και Eurobank και δύο για την Πειραιώς και την Alpha Bank.

Οι λόγοι των αναβαθμίσεων

Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν συμφωνήσει σε ορισμένους βασικούς καταλύτες, που λειτουργούν ως τη δικαιολογητική βάση για τις αναβαθμίσεις.

Οι δύο βασικότεροι λόγοι είναι ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) έχουν υποχωρήσει κάτω από το 4% του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ τα καθαρά κέρδη είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα (πέριξ των 3,6 δισ. ευρώ) για δύο ήδη ετήσιες χρήσεις, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι και το 2026.

Εκτός αυτών όμως η ρευστότητα του κλάδου παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρώπη, με χαμηλό beta καταθέσεων. Επίσης, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας είναι πολύ πάνω από τις ελάχιστες απαιτήσεις του SSM, ενώ το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου έχει μειωθεί σημαντικά.

Τι σημαίνουν οι αναβαθμίσεις

Όπως έχουν επισημάνει και οι περισσότεροι αναλυτές που καλύπτουν τον κλάδο των τραπεζών, σταδιακά ενισχύεται το περιβάλλον ώστε οι διοικήσεις να πετύχουν τους στόχους των τριετών πλάνων που ήδη έχουν ανακοινώσει. Και επικαιροποιούν ανά τρίμηνο, ως επί το πλείστον θετικά.

Επί της ουσίας δηλαδή μειώνονται οι κίνδυνοι που μπορεί να εκτροχιάσουν τα business plan αλλά και να επηρεάσουν αρνητικά τα επίπεδα κερδοφορίας τους. Κι αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει στη συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησης από τις αγορές για την κάλυψη των αναγκών τους, τόσο για κεφάλαια, στο πλαίσιο της οδηγίας MREL, όσο και για ρευστότητα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες θα μπορούν να προχωρήσουν σε αντικατάσταση παλαιότερων και ακριβότερων τίτλων τους με νέα που θα φέρουν και χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Αυτή η τάση θα βελτιώσει σταδιακά και τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, ενισχύοντας τις επιδόσεις και την ανθεκτικότητα τους σε ένα διεθνές περιβάλλον που κατά κοινώς ομολογουμένως βρίθει εστιών αβεβαιότητας.

Διαβάστε ακόμη