Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε νέα μείωση κατά 13% του ΕΝΦΙΑ, με την κυβέρνηση να τονίζει ότι μέσα σε 2,5 χρόνια η συνολική μείωση του συγκεκριμένου φόρου ανέρχεται περίπου στο 34% σε σχέση με το 2018. Και όπως αναφέρθηκε από το οικονομικό επιτελείο, τα φυσικά πρόσωπα θα πληρώνουν, από εφέτος, συνολικά 920 εκατ. ευρώ λιγότερα συγκριτικά με το 2018.
Σίγουρα αυτή η απόφαση είναι προς το συμφέρον των φορολογουμένων και η επιμελητηριακή αλλά και η επιχειρηματική κοινότητα χαιρετίζει αυτή τη μείωση της φορολογίας.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τρεις ουσιαστικές παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι αυτή τη στιγμή μιλάμε για τη μείωση ενός φόρου που στην αρχή είχε ανακοινωθεί ως έκτακτος –λόγω της δημοσιονομικής προσαρμογής που απαιτούσαν οι δανειστές– αλλά που τελικά έχει γίνει μόνιμος.
Οι δυνατότητες των φορολογουμένων
Η δεύτερη παράμετρος σχετίζεται με τις δυνατότητες των φορολογουμένων. Η κυβέρνηση, ανακοινώνοντας τη μείωση, υπογράμμισε ότι ενισχύεται το εισόδημα των πολιτών τη στιγμή που η παγκόσμια ενεργειακή κρίση προκαλεί πληθωριστικές πιέσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σίγουρα βλέπουμε μία συνέπεια στις κυβερνητικές αποφάσεις καθώς προεκλογικά είχε δεσμευθεί για τη μείωση της φορολογίας, όμως η συγκεκριμένη κίνηση δεν αρκεί για να στηρίξει ουσιαστικά το εισόδημα των πολιτών, ειδικά αυτών που ανήκουν στη μεσαία τάξη.
Υπάρχουν κι άλλοι μνημονιακοί φόροι που παραμένουν σε ισχύ επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους, όπως για παράδειγμα το τέλος επιτηδεύματος. Και η καταβολή της εισφοράς αλληλεγγύης, όμως, είναι ακόμα εδώ, μειώνοντας το διαθέσιμο εισόδημα για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό πληθυσμού που είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι. Αν τα χρήματα αυτών των φόρων παρέμεναν στα νοικοκυριά, είναι σίγουρο ότι ένα μεγάλο μέρος τους θα κατευθυνόταν στην αγορά και θα ήταν διαφορετική η εικόνα των επιχειρήσεων.
Το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας
Η τρίτη παράμετρος έχει να κάνει με το παρατεταμένο κύμα ακρίβειας και τις συνέπειες που επιφέρει για όλους μας. Αρκεί άραγε αυτή η μείωση για να πάρουν ανάσα όλοι όσοι βλέπουν τους λογαριασμούς τους αυξημένους; Είναι αρκετά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για να μπορέσουν να ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις στο υπέρογκο λειτουργικό τους κόστος και τα νοικοκυριά στην κάλυψη ακόμα και βασικών αναγκών; Η απάντηση είναι όχι.
Όταν σήμερα μία επιχείρηση βλέπει το κόστος λειτουργίας της να έχει αυξηθεί κατά 65% ή και 70%, χωρίς όμως την αντίστοιχη αύξηση τζίρου, τότε είναι επόμενο να μη μπορεί να φανεί συνεπής στην αποπληρωμή των λογαριασμών της. Οι όποιες επιδοτήσεις έχουν δοθεί καλύπτουν μόνο ένα μικρό μέρος των αυξήσεων. Μοναδική ελπίδα για να αντέξουν, είναι να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο το δίχτυ προστασίας. Τα επιμελητήρια της χώρας έχουμε ζητήσει αύξηση της επιδότησης από το 50% στο 75%, κάτι που η κυβέρνηση συζητά όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, σε πρόσφατη τηλεδιάσκεψη του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Μας διευκρίνισε ότι απαιτείται η έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού και ελπίζουμε ότι τελικά θα δοθεί. Στο πλαίσιο των προτάσεων που έχουμε καταθέσει είναι και η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά.
Το βέβαιο είναι ότι με τόσο υψηλό κόστος διαβίωσης και τόσο χαμηλά εισοδήματα, δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις. Από την στιγμή που δεν μπορούμε να αντιστρέψουμε τελείως την κατάσταση, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να μειώσουμε το χάσμα που υπάρχει.
Γ. Χατζηθεοδοσίου
Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών